Η Ρωσία βρίσκεται σε έναν πόλεμο κατατριβής στην Ουκρανία, με το ΝΑΤΟ να είναι άμεσα εμπλεκόμενος δρών, ενώ η Μέση Ανατολή φλέγεται με αφορμή τις ισραηλινές επιχειρήσεις στη Γάζα κατά την επαύριον του τρομοκρατικού χτυπήματος της Χαμάς. Παράλληλα, η Τουρκία εκδιπλώνει μια ευδιάκριτα αναθεωρητική ατζέντα, πραγματοποιώντας ταυτόχρονα ελιγμούς ούτως ώστε να κερδίσει χρόνο και να μεταβάλλει την ισορροπία ισχύος έναντι της Ελλάδας ξεκάθαρα υπέρ της. Την ίδια στιγμή, το δυτικό σύστημα ασφαλείας τείνει να απωλέσει τα συλλογικά χαρακτηριστικά της οργάνωσής του και οδεύει ολοταχώς στην αρχή της αυτοβοήθειας ή, με άλλα λόγια, ο σώζων εαυτόν σωθήτω!
Όχι βέβαια ότι ο υποψιασμένος αναγνώστης θα έπρεπε να εκπλήσσεται από τις επιδράσεις του άναρχου διεθνούς συστήματος στη στρατηγική συμπεριφορά των κρατών, αλλά σίγουρα αποτελεί παρέκβαση όταν ένας αμέσως θιγόμενος δρών, ο οποίος μάλιστα βρίσκεται στο γεωγραφικό επίκεντρο των δυναμικών αποσταθεροποίησης, εν τέλει… σφυρίζει αδιάφορα.
Η Ελλάδα, αντί να συναλλάσσεται με τις Μεγάλες Δυνάμεις και να ανταλλάσσει διευκολύνσεις έναντι εγγυήσεων ασφάλειας, προτάσσει την επιλογή της άνευ όρων πρόσδεσης στο άρμα του συμμάχου ή «συμμάχου». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η συμμαχική δέσμευση έναντι της Αθήνας εξαρτάται από τις βουλήσεις του κοινού στόχου της Τουρκίας και όχι από ένα υψηλό επίπεδο σύγκλισης συμφερόντων, που θα καθορίζεται από την ίδια την εμπλεκόμενη Ελλάδα. Αντί να εξισορροπεί όσους επιβουλεύονται την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματά της, τους κατευνάζει ανερυθρίαστα με την ελπίδα το εγχώριο σύστημα εξουσίας να κερδίσει λίγο ακόμη πολιτικό χρόνο… και βλέπουμε!
Στην αυγή του Ψυχρού Πολέμου και εν όψει της μεταπολεμικής πραγματικότητας, ο Nicholas Spykman υπογράμμισε στο βιβλίο του «Η Γεωγραφία της Ειρήνης» ότι «εάν συμφέρον των ΗΠΑ είναι να μην επιτραπεί η ανάπτυξη καμίας υπερδύναμης στην Ευρώπη και στην Άπω Ανατολή, το ερώτημα που τίθεται αφορά το πώς θα επιτευχθεί ο πολιτικός αυτός στόχος. Πρέπει να βρεθεί κάποιος τρόπος προβολής της ισχύος τους σε αυτές τις περιοχές σε καιρό ειρήνης». Αυτός ο διπλωματικός και επιχειρησιακός «τρόπος» εξασφαλίστηκε επί σειρά δεκαετιών, αλλά πλέον καθίσταται σαφές ότι οι προκείμενες αμερικανικές δεσμεύσεις περιστέλλονται αφενός για να κατευθυνθούν σε άλλα σημεία του πλανήτη και αφετέρου εξαιτίας μιας αντίληψης στο εσωτερικό των ΗΠΑ, η οποία κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος και αντιτίθεται στο μεσσιανισμό της ανάγκης παρουσίας σε κάθε πραγματικό ή δυνητικό σημείο ανάφλεξης του πλανήτη.
Εν μέσω των εν λόγω διεργασιών, το ζήτημα είναι τι θα πράξουν τα βατράχια, τώρα που μαλώνουν – ολοένα και εντονότερα – τα βουβάλια. Στη διεθνή πολιτική, η ισχύς είναι το απόλυτο νόμισμα και συνιστά τον οδηγό διαμόρφωσης της διεθνούς τάξης. Οι μονάδες οργανώνονται με βάση την εδραιωμένη ισορροπία ισχύος και αυτή σκιαγραφεί τις τάσεις προς τη σταθερότητα, την αποσταθεροποίηση και τη θέση των δρώντων εντός της εξίσωσης. Η σημασία της έννοιας της ισχύος είναι καταφανής, αλλά τούτο δε σημαίνει ότι ο αδύναμος είναι καταδικασμένος εντός ενός συστήματος διαφόρων πόλων, γραφειοκρατιών με διακριτά προτάγματα και κυρίως ορθολογικών στρατηγικών συμπεριφορών.
Η πρόταξη του ορθολογισμού σημαίνει ότι η εκάστοτε δύναμη είναι εξαιρετικά ευαίσθητη στο στρατηγικό κόστος και επιχειρεί διαρκώς να το μηδενίσει. Συνιστά ευχής έργο για μια Μεγάλη Δύναμη να απολαμβάνει οφέλη, δίχως να αναλαμβάνει καμία δέσμευση. Όμως, όσο το διακύβευμα είναι υψηλό ακριβώς λόγω των αναταράξεων στη γειτονιά μας, τόσο περισσότερο έτοιμη θα είναι να προσφέρει ανταλλάγματα, επεμβαίνοντας επί του πρακτέου στην κατανομή της ισχύος και διευρύνοντας, με αυτόν τον τρόπο, την πίεσή της προς τον αντίπαλο, αποδεικνύοντας στο «σύμμαχο» ότι ο αντίπαλος είναι κοινός.
Για να γίνει, ωστόσο, κάτι τέτοιο απαιτείται βούληση και προσήλωση στο εθνικό συμφέρον. Εν ολίγοις, χρειάζεται Στρατηγική, η οποία εξ ορισμού προσφέρει διεξόδους στα προβλήματα, τα οποία τίθενται από την αδήριτη πραγματικότητα. Μια Στρατηγική, στην οποία θα αποτυπώνονται τα σταθερά συμφέροντα και δε θα βασίζεται σε υποτιθέμενα δεδομένες φιλίες, αλλά θα φροντίζει να τις καλλιεργεί μέσω πελατειακών σχέσεων. Η αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης πελατειακών σχέσεων για τις Μικρομεσαίες Δυνάμεις προκύπτει ως αδυναμία εξασφάλισης της αυτοβοήθειάς τους έναντι μείζονων απειλών, αλλά και η ανταπόκριση των Μεγάλων Δυνάμεων συνδέεται με την ανάγκη τους να προβάλλουν ισχύ σε συγκεκριμένες γεωγραφικές ζώνες, επί παραδείγματι, αποκτώντας ελευθερία διέλευσης στρατευμάτων, πραγματοποιώντας χρήση του εναερίου και θαλασσίου χώρου, χρησιμοποιώντας στρατιωτικές βάσεις ή και συνδράμοντας σε στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Ας μη λησμονείται το θεωρητικό αξίωμα, σύμφωνα με το οποίο το κράτος καλείται να διαμορφώσει τις αντιλήψεις του βάσει της στρατηγικής φήμης του συμμάχου. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα οφείλει να επενδύσει στη στρατηγική φήμη, την οποία οικοδομεί ή διατηρεί για τον εαυτό της, αν επιθυμεί να λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν και η απειλή εις βάρος της να εκλαμβάνεται έγκαιρα και έγκυρα ως ευρύτερη συμμαχική απειλή.