Όσκαρ Σίντλερ, ένα πρότυπο αλληλεγγύης και ανθρωπιάς

Με αφορμή τη γέννησή του στις 28 Απριλίου του 1908
Bettmann via Getty Images

Του Γιώργου Σταμάτη, Βουλευτή Επικρατείας της ΝΔ.

Ακόμη και τις πιο σκοτεινές περιόδους της Ιστορίας, που όλοι φαίνεται να χάνουν την ανθρωπιά τους, υπάρχουν εκείνοι οι άνθρωποι που όχι μόνο δεν αποκτηνώνονται, αλλά αποτελούν υπόδειγμα αυταπάρνησης, ηρωισμού και αλληλεγγύης. Ένα τέτοιο, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Γερμανός επιχειρηματίας Όσκαρ Σίντλερ (Oskar Schindler,), όπου με την ξεχωριστή του προσωπικότητα πέτυχε τη διάσωση χιλιάδων Εβραίων, από το σχεδόν βέβαιο θάνατο στα κρεματόρια που τους περίμενε. Η επιχειρηματική ισχύς, χρήματα, προσωπική διπλωματία, διασυνδέσεις με πρόσωπα «κλειδιά» του ναζιστικού καθεστώτος, όλες αποτέλεσαν μέθοδοι τις οποίες μετήλθε για την πραγμάτωση του σκοπού του, τη διάσωση χιλιάδων Εβραίων από τα στρατόπεδα του θανάτου.

Ο Σίντλερ γεννήθηκε στις 28 Απριλίου του 1908 στην πόλη Τσβίταου (Zwittau), τότε γερμανική επαρχία της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και σήμερα τμήμα της Τσεχίας. Στη δεκαετία του 1920 εργάστηκε στην επιχείρηση του πατέρα του πουλώντας γεωργικά μηχανήματα. Αργότερα, προσλήφθηκε στην τοπική εταιρεία ηλεκτρισμού. Λίγο πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, το πολιτικό σκηνικό στη Γερμανία άρχισε να αποκτά έντονα εθνικιστικά χαρακτηριστικά.

Το 1939 ο Σίντλερ, όπως και η πλειονότητα των Γερμανών, γίνεται μέλος του ναζιστικού κόμματος, όχι από ιδεολογική συγγένεια, αλλά επειδή έτσι θεωρούσε ότι ευνοούνται οι επιχειρηματικές του φιλοδοξίες. Μετά τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο Σίντλερ μετακομίζει στην Κρακοβία.

Το 1940, ιδρύει ένα εργοστάσιο κατασκευής οικιακών σκευών, το Emalia, το οποίο επανδρώνει κυρίως με Εβραίους εργάτες από το γκέτο της Κρακοβίας. Αποφασισμένος να αναπτύξει την επιχειρηματική του δραστηριότητα πουλώντας σκεύη σίτισης στο γερμανικό στρατό, συσφίγγει τις σχέσεις του με τους στρατιωτικούς και οικονομικούς παράγοντες της περιοχής, προβαίνοντας ακόμη και σε δωροδοκίες για να εξασφαλίζει σημαντικές αναθέσεις συμβολαίων. Κι όμως αυτή η πλευρά του στυγνού επιχειρηματία, σε λίγο καιρό θα εξαφανιστεί από την άλλη, την ανθρώπινη, αφού χάρη σε εκείνον χιλιάδες Εβραίοι γλύτωσαν το θάνατο στα στρατόπεδα εξόντωσης.

Τον Ιούνιο του 1942 που ξεκινά ο εκτοπισμός των Εβραίων του γκέτο προς το Άουσβιτς και τα άλλα κολαστήρια του θανάτου, ο Σίντλερ πότε με την πειθώ, πότε με δωροδοκίες, πότε με απειλές, καταφέρνει να αποτρέψει την απέλαση των εργατών του. Επιπλέον, ο Σίντλερ ανοίγει τις πόρτες του εργοστασίου και τη νύχτα, ώστε να μένουν εκεί οι εργάτες του, καθώς και εργάτες από κοντινά εργοστάσια, προκειμένου να διατρέχουν σχετικά μικρότερο κίνδυνο.

Μετά το οριστικό κλείσιμο του εβραϊκού γκέτο, αποφασίστηκε η δημιουργία ενός κέντρου εργασίας έξω από την πόλη όπου θα εργάζονταν μόνο οι υγιείς Εβραίοι, ενώ οι υπόλοιποι θα στέλνονταν στα στρατόπεδα για εξόντωση στους θαλάμους αερίων. Ο Σίντλερ, αφού δωροδόκησε αδρά τον υπεύθυνο Γερμανό αξιωματικό Άμον Γκετ, κατάφερε να τον πείσει να μετατρέψει τα εργοστάσια του σε κέντρα εργασίας, κρατώντας τους εργάτες του. Προκειμένου να εδραιώσει περαιτέρω το επιχείρημα ότι οι εργάτες ήταν απόλυτα αναγκαίοι για τη συντήρηση της γερμανικής πολεμικής μηχανής, δημιούργησε ένα τμήμα παραγωγής όπλων και λοιπού πολεμικού υλικού στο Emalia.

Το καλοκαίρι του 1944 αποφασίστηκε το κλείσιμο του εργοστασίου του Σίντλερ, με άμεσο κίνδυνο για τους Εβραίους εργαζόμενους να μεταφερθούν στα στρατόπεδα του θανάτου. Τότε, ο Σίντλερ αφού δωροδόκησε εκ νέου τον Γκετ και αφού εξήρε τη συμβολή του εργοστασίου του στην ενίσχυση του πολεμικού αγώνα του Γ Ράιχ ιδίως αυτήν την κρίσιμη περίοδο για τον πόλεμο, κατάφερε να εξασφαλίσει τη μεταφορά του εργοστασίου στη Μοραβία της Τσεχοσλοβακίας. Έτσι, ο Γκετ δίνει εντολή στο Σίντλερ να συντάξει μια λίστα με όλους τους Εβραίους που θα μεταφέρονταν στο καινούργιο εργοστάσιο. Ο Σίντλερ καταρτίζει μια λίστα, τη γνωστή μετέπειτα ως λίστα του Σίντλερ, η οποία περιέχει πάνω από 1200 ονόματα Εβραίων εργατών αλλά και άλλων, προκειμένου να διαφύγουν τον κίνδυνο της εξόντωσης. Για το επόμενο διάστημα ο Σίντλερ είχε διαλέξει ξεκάθαρα στρατόπεδο. Το εργοστάσιο κατασκεύασε μόλις ένα βαγόνι πυρομαχικών, ενώ κατάφερνε να βρίσκει διάφορα προσκόμματα για τους ναζί και να τους παρουσιάζει ψευδή στοιχεία για την παραγωγή. Επιπλέον είχε αποδυναμώσει τη γραμμή παραγωγής, με σκοπό την κατασκευή κακής ποιότητας καλίκων.

Μετά τη λήξη του πολέμου, ο Σίντλερ μεταναστεύει στην Αργεντινή, κάνοντας εκεί κάποιες επιχειρηματικές απόπειρες χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Το 1962 το Ίδρυμα για τη Μνήμη των Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος (Yad Vashem) απονέμει στον Σίντλερ την τιμητική διάκριση «Δίκαιος των Εθνών» για τις προσπάθειές του να διασώσει τους Εβραίους κατά τη διάρκεια του ολοκαυτώματος. Το νήμα που τον συνδέει με τον εβραϊκό λαό είναι πλέον αδιάσπαστο. Το 1961 επισκέπτεται για πρώτη φορά το Ισραήλ, όπου τυγχάνει θερμότατης υποδοχής και εκ τότε πηγαίνει κάθε χρόνο. Πέθανε στις 9 Οκτωβρίου του 1974 εξαιτίας προβλημάτων στο ήπαρ και την καρδιά, ενώ τάφηκε κατόπιν δικής του επιθυμίας σε καθολικό κοιμητήριο στο Ισραήλ.

Δύο δεκαετίες αργότερα, η ζωή, το έργο και η δράση του γίνονται ευρέως γνωστά, με τη μεταφορά τους στη μεγάλη οθόνη με τρόπο καθηλωτικό από το δημοφιλή σκηνοθέτη και σεναριογράφο Steven Spielberg, με την ταινία «η λίστα του Σίντλερ». Μέσα από τη συγκλονιστική βιογραφία του, η παγκόσμια κοινότητα αντλεί το ύψιστο αντιπολεμικό δίδαγμα, ότι όσο φρικτές και είναι οι συνθήκες, ο καθένας μας μπορεί να μείνει άνθρωπος, κόντρα σε κάθε φυλετικό ρατσισμό, αντισημιτισμό, μισαλλοδοξία. Η ζωή ενός ανθρώπου πρότυπο, ενός καθημερινού ανθρώπου, που οι συνθήκες αντί να τον αλλοτριώσουν, τον μεταμόρφωσαν σε υπόδειγμα αλληλεγγύης και ανθρωπισμού.

Δημοφιλή