Η ατομική και η συλλογική μνήμη σημαδεύονται από τις φωτιές και τα θαύματα δεν είναι για χόρταση.
via Associated Press

Στις εφτά το πρωί χτύπησε η καμπάνα της εκκλησίας του χωριού κάπως έντονα. Πετάχτηκα, γιατί νόμισα πως έπιασε φωτιά.

Θυμάμαι, σαν να ήταν χθες, να ακούω την καμπάνα στο πεζούλι της γειτόνισσας στο χωριό όπου παραθερίζω. Εκεί καθόμουν, όταν έζησα την πρώτη φωτιά. Ήμουν παιδί κι ήταν φυσικά πριν το 112. Θυμάμαι την αναστάτωση, την αδρεναλίνη που ένιωθα να ανεβαίνει κι αυτή η ίδια αίσθηση έχει υπάρξει κάθε φορά που έπιασε φωτιά σε κάποιο κοντινό μέρος ή έξω από το χωριό. Η καμπάνα που χτυπά, ο φόβος μήπως κινδυνεύσει το μωρό, το πώς θα απομακρύνουμε τη γιαγιά που δεν μετακινείται εύκολα αν χρειαστεί να φύγουμε, το να μην κοιμάσαι τη νύχτα και να είσαι έτοιμος με μια βαλίτσα. Κάθε τέτοια αίσθηση καταγράφεται με ακρίβεια μέσα μας και επανέρχεται, μας τινάζει σαν ηλεκτρικό ρεύμα κάθε φορά που μια περίσταση θυμίζει την τραυματική περίσταση που έχουμε ζήσει.

Γι’ αυτό και όλοι θυμόμαστε με τρομερή ακρίβεια πού βρισκόμασταν στον σεισμό του 1999. Γι’ αυτό και κανείς δεν θα ξεχάσει το Μάτι, που έχει στοιχειώσει τη συλλογική ψυχή της χώρας μας, ακόμη κι αν δεν ήμασταν εκεί.

Οι αναμνήσεις πού παραπάνω περιέγραψα δεν είναι από άκρως τραυματικές εμπειρίες. Τις κατέθεσα, όμως, για να δείξω πόσο μας σημαδεύουν τέτοια γεγονότα. Αν ο ήχος μιας καμπάνας, με έκανε να τιναχτώ από τον ύπνο μου, πώς θα νιώσουν ξανά ασφάλεια οι άνθρωποι που κινδύνευσε όντως η ζωή τους, που τραυματίστηκαν, που έχασαν το σπίτι τους ή δικούς τους ανθρώπους σε τέτοια γεγονότα; Δεν μιλάμε για μικρό αριθμό ανθρώπων. Πλέον θα αποτελούν μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

Το Πάσχα η τύχη κάπως με έβγαλε στο Λύρειο Παιδικό Ίδρυμα. Το τοπίο πολύ λίγο είχε ανακάμψει από τη μεγάλη πυρκαγιά κι απέμενε ένα μεγάλο κτήριο καμένο, υπόλειμμα και μάρτυρας μια τρομερής καταστροφής.

Μας υποδέχτηκε μια μοναχή, μας κέρασε καφέ και νομίζω πως από μόνη της ανέφερε τη φωτιά. «Τα παιδιά σώθηκαν από θαύμα. Είχα αποφασίσει να μην πάμε σε ένα εξοχικό που πηγαίνουμε συνήθως το καλοκαίρι. Μα εκείνη τη Δευτέρα το πρωί σηκώθηκα και είπα πως τελικά θα πάμε. Τη Δευτέρα το απόγευμα κάηκαν όλα. Κάποια μεγάλα κορίτσια μόνο, που ήταν εδώ, βοήθησαν να σωθούν οι ηλικιωμένες μοναχές».

«Ήταν τρομερό αυτό που ζήσαμε. Κάηκε ο πνεύμονάς μου», μας είπε ένας άντρας με σπαστά ελληνικά, που ήταν κάτι σαν επιστάτης και είχε μαζί με τον γιο του. Η όψη του, όταν μιλούσε για αυτό, είχε κάτι από τη φωτιά που πέρασε πάνω του, μα και από τη δύναμη που έχουν οι άνθρωποι που τελικά επιβιώνουν και συνεχίζουν.

Τα θαύματα, όμως, δεν είναι για χόρταση. Δεν μπορούμε να βασιζόμαστε σε αυτά.

Τέλος, φαντάζομαι τη γνωστή παροιμία με τη συγγνώμη και το φιλότιμο όλοι τη γνωρίζουν. Καλό είναι γενικά, οι επικοινωνιολόγοι των πολιτικών να μην προσπαθούν άλλο, όταν έχουν αρχίσει να χτυπούν οι καμπάνες. Μερικά λάθη δεν σώζονται ούτε με θαύμα!

Δημοφιλή