Πολλοί έχουν την λανθασμένη αντίληψη ότι η Συρία δεν ήταν μια «κανονική» χώρα πριν το 2011. Πράγματι, η προπολεμική Συρία είχε ορισμένα χαρακτηριστικά τα οποία εμείς στην Δύση δεν θα τα ανεχόμασταν. Το αυταρχικό καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασάντ η εκτεταμένη διαφθορά και η έλλειψη υποδομών σε ζωτικούς τομείς, όπως η ύδρευση και η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος είναι μερικά από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Συρία πριν τον πόλεμο.
Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η συριακή κοινωνία ήταν μια προηγμένη για τα δεδομένα της περιοχής κοινωνία. Στις μεγάλες πόλεις άκμαζε η μεσαία τάξη, ένας σημαντικός αριθμός νέων Σύρων σπούδαζε στα Πανεπιστήμια της χώρας, ενώ στην κοινωνία επικρατούσε (και μάλιστα ως πολιτική του καθεστώτος) η κοσμικότητα, υπό την οποία οι διάφορες θρησκευτικές ομάδες του συριακού λαού ζούσαν σε αρμονία, μακριά από τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό.
Το σημαντικότερο, όμως, κατ’εμέ είναι το γεγονός ότι η συριακή κοινωνία ιστορικά έδειχνε μια αξιοσημείωτη ευαισθησία στους πρόσφυγες και στους εκτοπισμένους.
Είναι γνωστόν ότι στις αρχές του 20ου αιώνα, το καθεστώς των Νεότουρκων, που είχε καταλάβει την εξουσία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενορχήστρωσε και πραγματοποίησε τις γενοκτονίες των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολίας. Τις μεγαλύτερες απώλειες τις είχαν οι Αρμένιοι (πάνω από 1.500.000 σκοτώθηκαν κατά την περίοδο 1915-1923). Λόγω της εγγύτητας, ένας μεγάλος αριθμός Αρμενίων έφτασε στην Συρία για να σωθεί από τις σφαγές. Ένας, επίσης, μεγάλος αριθμός εκτοπίστηκε από τους Τούρκους στην συριακή έρημο Deir ez-Zor. Οι Σύροι υποδέχτηκαν τους χριστιανούς πρόσφυγες με ανοιχτές αγκάλες και, με την καθοριστική βοήθεια ορισμένων ξένων φορέων (κυρίως γαλλικών), οι εκτοπισμένοι Αρμένιοι εγκαταστάθηκαν στην Συρία και κυρίως στο Αλέπι. Στην συνέχεια, η Συρία ενσωμάτωσε τον αρμενικό πληθυσμό (περίπου 100.000) και του παρείχε συριακή υπηκοότητα, επιτρέποντάς του να ιδρύσει φορείς για να διατηρήσει την θρησκεία, την γλώσσα και τον πολιτισμό του. Έτσι, ακόμα και σήμερα, λειτουργούν στην Συρία αρμενικά σχολεία, πολιτιστικά κέντρα και φυσικά αρμενικές εκκλησίες. Παρόμοια μεταχείριση είχαν και οι Ασσύριοι πρόσφυγες, οι οποίοι, επίσης, υπέστησαν γενοκτονία από τις τουρκικές αρχές και από ομάδες Κούρδων ενόπλων.
Επιπλέον, είναι γεγονός, ότι και πολλοί Έλληνες πρόσφυγες, που προέρχονταν από τα βόρεια και νότια παράλια της Μικράς Ασίας, καθώς και από την Κιλικία, κατέληξαν στην Συρία. Υπολογίζεται ότι ένας αριθμός 17.000 προσφύγων πέρασε από την χώρα και η επιβίωσή του οφειλόταν στην βοήθεια του τοπικού πληθυσμού. Επίσης, ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων έφτασε στην Συρία μετά την προσάρτηση της επαρχίας Hatay (Αντιόχεια) από τους Τούρκους το 1939. Εντούτοις, αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που η συριακή κοινωνία φιλοξένησε Έλληνες. Κατά την περίοδο 1866-1897 χιλιάδες Έλληνες μουσουλμάνοι Κρήτες εγκατέλειψαν την Κρήτη, εξαιτίας της εξέγερσης των Κρητικών κατά των Οθωμανών και εγκαταστάθηκαν στον Λίβανο και την Συρία. Στον Λίβανο, οι μουσουλμάνοι Κρήτες αφομοιώθηκαν με τον ντόπιο αραβικό πληθυσμό. Στην Συρία, ωστόσο, οι περισσότεροι διατήρησαν την γλώσσα και τις παραδόσεις τους.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 1948 για την ακρίβεια, μετά τον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο και την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, σχεδόν ένα εκατομμύριο Παλαιστίνιοι εγκατέλειψαν τις εστίες τους. Εκατοντάδες χιλιάδες απ’αυτούς έφθασαν στην Συρία. Κύματα προσφύγων συνέχισαν να καταφθάνουν στην Συρία μετά από κάθε αραβοϊσραηλινή σύρραξη, με αποκορύφωμα το 1967. Το 2018, στην Συρία κατοικούσαν, παρά την εμπόλεμη κατάσταση, 552.000 Παλαιστίνοι υπό καθεστώς πρόσφυγα! Η φιλοξενία των Παλαιστινίων προσφύγων συνδυάστηκε, κατά τις επόμενες δεκαετίες, με έναν πρωτοφανή αντισημιτισμό και αντισιωνισμό, ο οποίος οφείλεται στους συνεχείς αραβοϊσραηλινούς πολέμους, την κατάληψη από το Ισραήλ των Υψιπέδων του Γκολάν, την προπαγάνδα του μπααθικού καθεστώτος κατά των Εβραίων και τους διωγμούς των Παλαιστινίων.
Στήριξη έλαβαν και οι πρόσφυγες από τον Λίβανο, κατά την διάρκεια του αιματηρού εμφυλίου πολέμου, την περίοδο 1975-1990. Μάλιστα, το κράτος παρείχε στους Λιβανέζους πρόσφυγες άδειες ταξί, ώστε να μπορέσουν να έχουν κάποιο εισόδημα! Επιπλέον, το 2006, κατά την διάρκεια του πολέμου στο Νότιο Λίβανο μεταξύ του Ισραήλ και της Hezbollah, 100.000 Λιβανέζοι πολίτες βρήκαν προσωρινό καταφύγιο στην Συρία.
Είναι γεγονός ότι η Συρία, ιδίως μετά το 1960, εγκαθίδρυσε μια παναραβική παράδοση, στηριζόμενη στον νασερισμό και τον παναραβικό εθνικισμό, η οποία χαρακτηρίστηκε από την διατήρηση των ανοιχτών συνόρων σε αραβικούς πληθυσμούς. Έτσι, πέρα από τους Παλαιστίνιους και Λιβανέζους, η Συρία φιλοξένησε κατά καιρούς και κύματα προσφύγων από το Ιράκ. Ήδη, από την δεκαετία του 1930, ομάδες πολιτών από το Ιράκ βρήκαν καταφύγιο στην Συρία. Αυτές οι ομάδες αποτελούνταν από πρόσωπα της αντιπολίτευσης που είχαν εκδιωχθεί από το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν, τους υπό διωγμό Κούρδους και σιίτες του Ιράκ, καθώς και από τα θύματα του αιματηρού πολέμου Ιράν-Ιράκ (1980-1988). Μετά το πέρας του Πολέμου του Κόλπου (1991) η Συρία έκλεισε τα σύνορα με το Ιράκ αλλά τα άνοιξε ξανά το 1997, με αποτέλεσμα, μετά το 1999, να συνεχίζονται οι μικρές πια ροές πολιτικών προσφύγων από το Ιράκ. Τέλος, το 2003, όταν άρχισε ο πόλεμος στο Ιράκ, 250.000 πρόσφυγες πάλι κατέφθασαν στην Συρία. Πριν τον πόλεμο, ο συνολικός αριθμός των Ιρακινών προσφύγων είχε φτάσει το 1,2 εκατομμύρια, ένα μεγάλο ποσοστό των οποίων είχε συγκεντρωθεί γύρω από την πρωτεύουσα Δαμασκό. Ωστόσο, μετά το ξέσπασμα της σύρραξης, ο αριθμός των Ιρακινών προσφύγων έπεσε κάτω από τις 200.000.
Όλα τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία αποδεικνύουν τις αρχές που παλαιόθεν πρεσβεύει η συριακή κοινωνία. Από την έναρξη του πολέμου στην Συρία πάνω από 6.000.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να φύγουν από την χώρα για να γλυτώσουν από τις αιματηρές εχθροπραξίες. Ελλείψει αποτελεσματικών θεσμών, αλλά και εξαιτίας της στάσης της Τουρκίας, μαζί με τους Σύρους πρόσφυγες εισέρχονται στο ευρωπαϊκό έδαφος και χιλιάδες παράτυποι μετανάστες και αιτούντες άσυλο από άλλες υποβαθμισμένες περιοχές του πλανήτη. Ο πολιτικός λαϊκισμός που κυριαρχεί σε πολλές χώρες της ΕΕ (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας) εξισώνει τους Σύρους πρόσφυγες με τους υπόλοιπους μετανάστες και πρόσφυγες και τρομοκρατεί την κοινή γνώμη. Τα ήθη, οι παραδόσεις αλλά και τα βιώματά μας, επιβάλλουν να δείξουμε αλληλεγγύη σε όλους τους συνανθρώπους μας που είναι αντιμέτωποι με τις κακουχίες και την φτώχεια. Ωστόσο, από την στιγμή που έχουμε σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα και δεν λαμβάνουμε την απαραίτητη βοήθεια από τους εταίρους μας στην ΕΕ, είναι εύλογο να μην μπορούμε να συντηρούμε τις μεγάλες ομάδες προσφύγων και ιδίως των παράτυπων μεταναστών. Επ’αυτού, οφείλουμε να επιχειρήσουμε την δημιουργία ενός αποτελεσματικού συντονισμού με τους αρμόδιους φορείς και οργανισμούς.
Είναι όμως ηθική μας υποχρέωση να φιλοξενήσουμε τους Σύρους, οι οποίοι, εξάλλου, αποτελούν μόνον το 10% των εισερχόμενων ροών! Άλλωστε, όπως πιστεύω ότι κατέδειξα με την παρούσα μου ανάλυση, με τον συριακό λαό, πέραν της μακράς κοινής ιστορίας μας συνδέουν και κοινές αρχές και αξίες αναφορικά με την φιλοξενία και την αλληλεγγύη.