Προσωπικά δεν είμαι φαν του Γιώργου Λάνθιμου. Το αντίθετο θα έλεγα. Υπάρχουν αμέτρητα στοιχεία στη δουλειά και την αισθητική του που με τοποθετούν απέναντι. Το περιλάλητο «weird wave» (του οποίου ηγείται κατά τους διάφορους «ειδήμονες») πλειοδοτεί σε ύφος στερούμενο ουσίας, διαπνέεται από έναν αφόρητο ελιτισμό όπου οι διαφωνούντες είτε δεν θέλουν είτε δεν μπορούν να καταλάβουν τα τάχα μου βαθύτερα νοήματα, μεταχειρίζεται ως άλλοθι τις πολλαπλές χρεοκοπίες μιας χώρας για να αναδυθεί από τα ερείπια της ως κίνημα και θέσφατο που προκρίνει τη μιζέρια και την εσωστρέφεια (και που φυσικά οι ξένοι πετάνε τη σκούφια τους για κάτι τέτοιους περίεργους εξωτισμούς), μακιγιάρει το πομπώδες και τη δηθενιά για να σερβιριστεί ως μια νερόβραστη σούπα κάποιας αμφιλεγόμενης γαστριμαργίας που οι ταγοί της μόδας επιβράβευσαν με δύο αστέρια Μισελέν (και συνεπώς πρέπει τη φας).
Κάποιοι όλο αυτό το καταπίνουν αμάσητο και κάποιοι το απορρίπτουν, ο καθένας πορεύεται με τον δικό του αισθητικό κώδικα και καλά κάνει, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο δημιουργός. Το γεγονός ότι πριν αφήσει το δικό του στίγμα στην κινηματογραφία γύριζε βίντεο κλιπ για τον Ρουβά και ταινίες για τον Λαζόπουλο με αφήνει παγερά αδιάφορο. Είναι κάτι που αφορά τον ίδιο και την καλλιτεχνική του συνείδηση και δεν έχω κανέναν σκοπό να μπω ανάμεσα τους.
Η δική μου κριτική για το σύνολο της δουλειάς του σταματάει εδώ και τη σκυτάλη παίρνει η αναγνώριση της συνέπειας και της αγάπης του γι’ αυτήν (ακόμα και αν σε κάποιους δεν αρέσει) που τον οδήγησε στη διάκριση πέρα από τα στενά και άκαμπτα σύνορα μιας χώρας που αρέσκεται να βάζει με- σαδιστική σχεδόν- ευχαρίστηση τρικλοποδιές σε όσους προσπαθούν να πετύχουν τα όνειρα και τις φιλοδοξίες τους.
Κανείς δεν διόρισε τον Γιώργο Λάνθιμο στην κορυφή, κανείς δεν του χάρισε απλόχερα κάποιο πιστοποιητικό αριστείας. Από την «Κινέττα», που ουσιαστικά αποτελεί την αφετηρία της διαδρομής του, προσπάθησε να περάσει την δική του κινηματογραφική ματιά χωρίς εκπτώσεις και χωρίς να έχει εξασφαλισμένη την παρουσία του δέκα χρόνια αργότερα στα χρυσά αγαλματίδια (αμφιβάλλω αν το φανταζόταν καν) αναλαμβάνοντας το αντίστοιχο ρίσκο. Σε μια διαβρωμένη, ας μην το ξεχνάμε, εγχώρια κινηματογραφική βιομηχανία με κολλητηλίκια και επιδοτήσεις δεξιά και αριστερά μετέτρεψε τα εμπόδια σε ευκαιρίες. Δεν αρκέστηκε να μείνει πρώτος στο χωριό αλλά επιχείρησε το μεγάλο βήμα εκεί που άλλοι θα κάθονταν αναπαύτηκα και αγόγγυστα στις δάφνες τους. Και το κυριότερο, τα κατάφερε. Δεν το λες και λίγο.
Μπροστά σε αυτή την επιμονή και την ικανότητα ο καθένας οφείλει να του βγάλει το καπέλο, μόνο που στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας για κάποιους εξακολουθεί να αποτελεί ασυγχώρητο αμάρτημα. Η χολή απέναντι στα επιτεύγματα του διπλανού βρίσκει πολύ πιο ασήμαντες αφορμές για να εκδηλωθεί, σιγά μην κολλούσε στις δέκα υποψηφιότητες για Όσκαρ. Με λίγα λόγια, μπορεί ο Λάνθιμος με την «Ευνοούμενη» αλλά και πολύ πιο πριν να γνώρισε την παγκόσμια αναγνώριση, αλλά στην Ελλάδα συνάντησε μόνο τον μεγάλο βεζίρη Ιζνογκούντ, αυτό τον κακιασμένο και απίθανο τυπάκο δηλαδή που ονειρεύεται να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη και δεν τα καταφέρνει ποτέ…