Ξεσπιτωμένοι, φεύγουν άνθρωποι νοικοκυραίοι από την αγαπημένη τους πατρώα γη των παιδικών τους αναμνήσεων και, αφού στερνοφιλήσουν την εξώπορτα του πατρικού τους και διαβούν για τελευταία φορά το κατώφλι, βάζουν φωτιά στις περιουσίες τους, στα αγαθά μιας ζωής ολόκληρης, για να μη αξιωθεί κανένας κατακτητής, σαν αρπακτικό, να τα βεβηλώσει.
Έτσι, εισπνέουν για τελευταία φορά τον ελεύθερο αέρα και το βρεγμένο χώμα της αέναης γης τους και, με βαθιά ανάσα, παίρνουν τον πικρό δρόμο της προσφυγιάς, με προορισμό τη μάνα Αρμενία.
Μόνο τα μνήματα των γονιών τους θα μείνουν πλέον να θυμίζουν νοερά το πάλαι ποτέ αρμενικό στοιχείο στο πολύπαθο Αρτσάχ, όσο μπορέσουν και αυτά, αγέρωχα και ανατριχιαστικά παγωμένα συνάμα, να αντισταθούν στη λυσσώδη μανία του πεινασμένου εισβολέα.
Χαρές και λύπες τους αφήνουν πίσω λοιπόν, προσπαθώντας να βρουν μέσα τους το απαραίτητο θάρρος που χρειάζεται για μια νέα αρχή. Τόσο βαθιά, που μόνο η δύναμη της θέλησης για ζωή μπορεί να φτάσει. Κανένα προηγμένο μηχάνημα εκατομμυρίων...
Θα προκόψουν στις νέες τους «πατρίδες», γιατί είναι απλοί άνθρωποι του μόχθου. Παρά τις όποιες αντιξοότητες.
Όπως τα κατάφεραν περίτρανα και οι δικοί μας πρόφυγες, οι Μικρασιάτες, στην αφιλόξενη τότε φτωχή Ελλάδα, με την παράδοση και το μεράκι τους, διαδραματίζοντας καταλυτικό ρόλο στην περεταίρω ανασυγκρότηση του ελληνικού κράτους στον Μεσοπόλεμο.
Πράγματι, μία ρεαλιστική προσέγγιση ορίζει ότι η αρμένικη ηγεσία προέβη λάθη βαρύνουσας γεωστρατηγικής σημασίας, εκ των οποίων αρκετά απέβησαν μοιραία.
Ωστόσο, τέτοια οδυνηρή εξέλιξη δεν άξιζε, ιδίως σε έναν λαό που έχει βιώσει τόσα δεινά κατά την μακραίωνη ιστορία του!
Δεν έπρεπε να επιτραπεί αυτός ο διασυρμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας!
Από την άλλη, θα πει κανείς εύλογα ότι «αυτοί είναι οι όροι του παιχνιδιού και καιρός είναι να πάψουμε να τα βλέπουμε ρομαντικά τα πράγματα». Πρέπει να συμφωνήσω μαζί του χωρίς αντίλογο.
Ο πόλεμος είναι αμείλικτος και τα αποτελέσματά του εξίσου, τα οποία ορίζονται από τους νικητές και την ισχύ που η ταπείνωση του ηττημένου τους προσδίδει.
Η παραπάνω περίπτωση μου υπενθύμισε πολλάκις την περίφημη και άκρως διαχρονική ρήση του εθνικού μας ποιητή, Διονύσιου Σολωμού, κατά την οποία δηλώνει αυστηρά ότι «το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ο,τι είναι αληθές».
Κατά πόσο, λοιπόν, «αληθές» υπήρξε το Αρτσάχ για το αρμενικό έθνος;
Η απάντηση σε αυτό το δύσκολο και εν ολίγοις πολυσήμαντο ερώτημα θα αργήσει να έρθει, καθώς απαιτείται τόσο ο απαραίτητος χρόνος όσο και ο κατάλληλος «χώρος» για μία εκτεταμένη και σε βάθος συζήτηση επί του ζητήματος, μακρυά από το κράτος της πολεμικής μανίας και του θυμικού.
Μου έρχονται στο μυαλό θλιβερές, ανείπωτης φρίκης εικόνες από το μνημειώδες βιβλίο «Η Μάστιγα της Ασίας», τα απομνημονεύματα του μεγάλου φιλέλληνα διπλωμάτη στη Σμύρνη, Τζώρτζ Χόρτον, από τη σφαγή και τον διωγμό των Ελλήνων και των Αρμενίων στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Εικόνες οι οποίες σήμερα δεν έχαιραν των αναρίθμητων ρεπορτάζ των εγχώριων ΜΜΕ, το αστείρευτο ενδιαφέρον των οποίων μονοπωλείται μετά μανίας από τον «αόρατο εχθρό».
Και απορώ: τί προμηνύει, άραγε, αυτή η απερίγραπτη τραγωδία για την γνωστή μας εθελούσια «Ιφιγένεια» εν τη Ευρώπη, και τον πολύπαθο λαό της;Τί της επιφυλάσσει το προσεχές μέλλον, δοθείσης της άκρατης βουλιμίας του Σουλτάνου μετά της αρωγής των περιφερειακών του αυλικών καθώς και της βουβής αποδοχής της παράνομης βάσει Διεθνούς Δικαίου τάσης αυτής από την συνεχώς χωλαίνουσα «ευρωοικογένεια»;
Μία είναι η αλήθεια: το Αρτσάχ καταλήφθηκε οριστικά, μαζί με ένα μεγάλο κομμάτι της ψυχής κάθε ελεύθερου νου της οικουμένης.
Έντονη η ντροπή της «πολιτισμένης» Δύσης!
Έστω, έτσι θα έπρεπε να είναι, μπροστά στην εικόνα του ξενιτεμού...
Ποτέ, ποτέ ξανά!