Ο Θουκυδίδης, θεμελιωτής του επιστημονικού ιστορείν, μας δίδαξε με τα «Πελοποννησιακά» του, από τον πέμπτο π.Χ. αιώνα, ότι όποιος επιθυμεί να διατηρήσει αλώβητη την πολιτικοστρατιωτική του ισχύ και τα προνόμια που αυτή συνεπάγεται, ενεργοποιείται εγκαίρως και εξουδετερώνει κάθε αναδυόμενη απειλή, πριν αυτή λάβει σάρκα και οστά, ώστε να αποτελέσει άμεσο κίνδυνο ακόμη και για την ίδια του την ύπαρξη.
Ο δε Ρωμαίος ποιητής Βιργίλιος ( 1ος π.Χ. αι.) δημιουργός της «Αινειάδας», μερικούς αιώνες αργότερα, άφησε ως διαχρονική παρακαταθήκη για τους εκάστοτε ηγέτες την παροιμιώδη παραίνεση: « Εάν επιθυμείς ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο», λατινιστί: « si vis pacem para bellum».
Εάν τώρα, «παίζοντας», αλλάξουμε τους πρωταγωνιστές του Πελοποννησιακού Πολέμου και στη θέση της Σπάρτης τοποθετήσουμε την Τουρκία, ενώ στη θέση της ανερχόμενης δύναμης των Αθηνών τοποθετήσουμε την Ελλάδα, θα προκύψουν, αβίαστα, πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα και προβλέψεις, σχετικά με την επιχειρούμενη αποτελεσματική θωράκιση της χώρας μας, τόσο σε επίπεδο εξοπλισμού, όσο και σε επίπεδο συμμαχιών, και την αντίδραση που θα προκληθεί από πλευράς της αναθεωρητικής και επιθετικής έναντι ημών Τουρκίας.
Στην περίπτωση που η Τουρκία ακολουθήσει την Σπαρτιατική λογική έναντι των Αθηνών, είναι «υποχρεωμένη» να προχωρήσει ταχέως σε σκληρή κλιμάκωση της επιθετικότητας της έναντι της Ελλάδας, έως του απευκταίου σημείου του θερμού επεισοδίου, το οποίο είναι πιθανό να οδηγήσει ακόμη και σε μια γενικευμένη σύρραξη, προκειμένου να δημιουργηθούν τετελεσμένα εις βάρος μας πριν προλάβουμε να εξοπλιστούμε επαρκώς και να καταστούμε ουσιαστικά απρόσβλητοι.
Κάτι τέτοιο ενδεχομένως να ακύρωνε στην πράξη τις προοπτικές και τα προσδοκώμενα οφέλη από την ήδη ψηφισθείσα και επωφελή για τη χώρα μας Ελληνογαλλική αμυντική και εξοπλιστική συμφωνία.
Σήμερα η παραίνεση του Βιργιλίου, την ώρα που τουρκική επιθετικότητα κορυφώνεται, καθίσταται, περισσότερο επίκαιρη από κάθε άλλη φορά, εάν εξαιρέσουμε το 1974.
Ήδη, εξαιτίας αντικειμενικών ή άλλων λόγων, η όντως απαραίτητη συμφωνία μας με τη Γαλλία καθυστέρησε σημαντικά να συναφθεί, παρόλο που, για να θυμηθούμε τον εμβληματικό πολιτικό της άμεσης δημοκρατίας Περικλή, «…του δε πολέμου οι καιροί ου μενετοί» ( Θουκ.Α.142)
Θέλοντας όμως να προστατεύσουμε την ειρήνη στην περιοχή μας, ασχέτως του χρόνου που θα χρειαστεί μέχρι να παραλάβουμε τα αναμενόμενα RAFALE και τις φρεγάτες BELHARRA, θα πρέπει να ετοιμαζόμαστε συστηματικά και εντατικά για το χειρότερο ενδεχόμενο. Έναν πόλεμο.
Μόνο έτσι θα εκπέμψουμε, με το σαφέστερο δυνατό τρόπο και προς πάσα κατεύθυνση, ένα ισχυρό μήνυμα αποτροπής.
Ο βασικότερος παράγων για να καταστεί πειστικό αυτό το μήνυμα είναι ένα αρραγές και αποφασισμένο εσωτερικό μέτωπο, πράγμα που σημαίνει μια αποφασιστική πολιτική ηγεσία ( συμπολίτευση και αντιπολίτευση) η οποία, εκτός από την εξασφάλιση του ετοιμοπόλεμου του στρατεύματος, θα πρέπει να προπαρασκευάζει ψύχραιμα και σταθερά το φρόνημα του λαού, προκειμένου σύσσωμοι να είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε εθνική απειλή.
Η εθνική αμυντική μας πολιτική θα πρέπει να είναι ολιστική, συνεπής, συνεχής και με ξεκάθαρους στόχους. Τη στιγμή που η χώρα μας απειλείται, όπως προσφάτως βεβαίωσε και ο υπουργός εξωτερικών κος Δένδιας, είναι εντελώς απαραίτητο να γνωρίζουμε πόσους και ποιους ακριβώς εγκαθιστούμε έστω και προσωρινά στη φιλόξενη χώρα μας.
Είμαι βέβαιος ότι, εάν και όταν χρειαστεί, το εξωτερικό μας μέτωπο θα αποδειχθεί αρραγές και αυτό μας εμπνέει το αίσθημα της ασφάλειας, το ίδιο θα πρέπει να συμβαίνει, όμως, και στην «πίσω αυλή του σπιτιού μας», γιατί στις δύσκολες στιγμές αβεβαιότητες δεν χωράνε.