«Μας έκαναν ντου και τους την πέσαμε»... «Ο λαός δεν ξεχνά, τους φασιστές τους κρεμά». Μερικές μόνο ατάκες και συνθήματα που ξεχώρισαν από τις άναρθρες κραυγές και βρισιές που ακούστηκαν στο 2ο ΕΠΑΛ Σταυρούπολης στη Θεσσαλονίκη, όπου εδώ και μέρες διεξάγεται ένας εμφύλιος μεταξύ ακροδεξιών και προοδευτικών αριστερών κινημάτων. Μολότοφ, μαχαίρια, σιδηρογροθιές και πολύ, μα πολύ μίσος και θυμός.
Ο εμφύλιος δεν λέει να τελειώσει. Οι μεν θέλουν να σφάξουν τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους, οι δε να κρεμάσουν τους φασίστες, δηλαδή τα παιδιά του λυκείου που έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί ή βρίσκονται προς αυτή την κατεύθυνση. Να θυμίσουμε μόνο ότι στη δημοκρατία δεν εκτελούμε. Ο νόμος είναι υπεράνω όλων και πρέπει να τηρείται απ΄ όλους.
«Ερχόντουσαν εδώ και διαδηλώνανε και μοίραζαν φυλλάδια, δεν το ανεχόμαστε» δήλωσαν οι εθνικιστές, κατά δήλωσή τους, μαθητές του ΕΠΑΛ.
Ένα κομματικό στέλεχος από την άλλη πλευρά επικαλείτο τους φορείς του μαζικού εργατικού λαϊκού κινήματος, ενάντια στον φασισμό που εκκολάπτεται στο σχολείο.
Λεξιπενία και αμορφωσιά από τη μία, κλισέ και ξύλινη γλώσσα της δεκαετίας του ΄80 από την άλλη. Στη μέση μια κοινωνία εγκλωβισμένη στο τίποτα, ενώ ο κόσμος βρίσκεται ήδη στην 4η βιομηχανική επανάσταση.
Εν τω μεταξύ ΜΜΕ και μέσα κοινωνικής δικτύωσης επαναλαμβάνουν την αντιπαράθεση, χωρίς κανένας να αναρωτιέται για το τι συνέβη και τα παιδιά αυτά τα κέρδισε η ακροδεξιά και η βία.
Το παιχνίδι θα χαθεί, εάν δεν δούμε τη μεγάλη εικόνα.
Η Σταυρούπολη είναι ένα φτωχό δυτικό προάστιο της Θεσσαλονίκης.
Στα ΕΠΑΛ τείνουν να φοιτούν οι μαθητές που δεν ήταν τόσο καλοί ώστε να παραμείνουν στο Γενικό Λύκειο. Πρόκειται για παιδιά λαϊκών οικογενειών με χαμηλό συνήθως εισόδημα. Πηγαίνουν εκεί γιατί ξέρουν ότι δεν θα κάνουν αρχαία, τα μαθήματα θα είναι πιο εύκολα και οι καθηγητές πιο επιεικείς. Ενδεχομένως θα μάθουν κάποιο τεχνικό επάγγελμα που θα τους βοηθήσει στην περαιτέρω πορεία της ζωής τους.
Συνήθως καταλήγουν να παλεύουν για το μεροκάματο, επαναλαμβάνοντας τις ζωές των γονιών τους χωρίς όμως την στωικότητα που αυτοί σε πολλές περιπτώσεις είχαν.
Κάποτε οι κάτοικοι σε αυτές τις γειτονιές ήταν κοντά στην Αριστερά, πλέον όχι. Τα αίτια γι΄αυτό ας τα διερευνήσουν οι ενδιαφερόμενοι, το ζητούμενο είναι γιατί οι νέοι αυτών των λαϊκών γειτονιών κατρακυλάνε στην ακροδεξιά ή γίνονται χούλιγκαν.
Για την αντιμετώπιση της ριζοσπαστικοποίησης υπάρχουν πολλά εγχειρίδια και μελέτες που οφείλουν να μελετούν οι φορείς, το σχολείο, η πολιτεία, οι δήμοι.
Η ριζοσπαστικοποίηση συμβαίνει σε φτωχές και υποβαθμισμένες γειτονιές, εκεί όπου οι νέοι αισθάνονται περιθωριοποιημένοι με την αίσθηση ότι έχουν ελάχιστες πιθανότητες να βρουν τη θέση τους στην κοινωνία. Συνήθως υπάρχουν οικογενειακά προβλήματα, ενώ η ταύτισή τους με ακραίες οργανώσεις τους δίνει το αίσθημα ότι ανήκουν κάπου, τονώνει τη χαμηλή αυτοεκτίμησή τους και αποκτούν μια ταυτότητα για την οποία κυριολεκτικά αγωνιούν.
Αυτά είναι διεθνή συμπεράσματα και υπάρχουν οδηγίες για το πως προλαμβάνει κανείς τα νέα παιδιά από το να στρατολογηθούν από τις «δυνάμεις του κακού».
Ριζοσπαστικοποίηση παρατηρείται και σε εύπορες γειτονιές, όπου γόνοι καλών οικογενειών παρεκκλίνουν σε άλλου είδους ακραίες συμπεριφορές οι οποίες μεταξύ άλλων μπορεί να κρύβουν έναν παθολογικό ναρκισσισμό, την ενοχή, την οργή απέναντι στους γονείς ή την ανάγκη να τραβήξουν την προσοχή τους.
Η πολιτειακή ευθύνη όμως οφείλει να εστιάσει στις φτωχογειτονιές, σε αυτές που δεν πρόλαβαν και ίσως να μην καταφέρουν ποτέ να δημιουργήσουν μεσαία τάξη.
Αυτοί οι νέοι άνθρωποι, προτού διαμορφώσουν τις ακραίες τους πεποιθήσεις τους, ήταν κάποτε παιδιά. Ποιος τους προσέφερε κάτι διαφορετικό στην εκπαίδευσή τους εντός και εκτός σχολικών αιθουσών;
Ποιος τους έδωσε ερεθίσματα για τον πολιτισμό και την τέχνη, και τα δύο είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την στάση ως πολίτες;
Ποιος τους μίλησε για το υψηλό και το ωραίο; Με εκδηλώσεις, με επισκέψεις σε μουσεία, σε θέατρα; Με μαθήματα για να εμπλουτίσουν το λεξιλόγιό τους.
Ο κ. Χρήστος Γιανναράς επανειλημμένα κάνει έκκληση: «Αν υπήρχε πολιτικός με όραμα, θα έβαζε τα αρχαία ελληνικά να διδάσκονται από το δημοτικό, σαν παιχνίδι. Θα έβαζε πολύ πολλή, μουσική, θα έβαζε κυρίως μαθηματικά, αλλά θα άλλαζε τον τρόπο διδασκαλίας τους: Τα μαθηματικά όχι ως χρηστική γνώση, αλλά ως γλώσσα, ως λογική».
Ποιος λοιπόν ασχολήθηκε με τα παιδιά;
Θα συμπεριφερόντουσαν το ίδιο εάν φορείς διοργάνωναν διαρκώς εκδηλώσεις πολιτιστικής αναβάθμισης; Αν τα μάθαιναν τι σημαίνει κοινότητα αντί να ενθαρρύνουν τη ναρκισσιστική τους πλευρά και την απαίτηση στο δικαίωμα, πριν ακόμη μάθουν τι σημαίνει υποχρέωση;
Τι να πει κανείς για το ρόλο του σχολείου; Μιλάνε μόνα τους τα αποτελέσματα της παγκόσμιας μελέτης PISA του ΟΟΣΑ, τα οποίο καταδεικνύουν ότι η απόδοση των 15χρονων μαθητών στην ανάγνωση, τα μαθηματικά και τις επιστήμες παραμένει κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Το ίδιο ισχύει και για τους καθηγητές, η βαθμολογία τους είναι ιδιαίτερα χαμηλή. Την ώρα που γράφονται αυτό το κείμενο η υπουργός Παιδείας, η κ. Κεραμέως κατέθετε μήνυση κατά των ομοσπονδιών και των άλλων συνδικαλιστικών οργανώσεων που εκπροσωπούν τους εκπαιδευτικούς, ζητώντας να κριθεί παράνομη και καταχρηστική η «απεργία-αποχή» που στοχεύει στη μη εφαρμογή του ψηφισμένου από τη Βουλή των Ελλήνων νόμου για την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και του εκπαιδευτικού έργου.
Στην Ελλάδα τα σχολεία ή δεν θα ανοίγουν στην ώρα τους, ή με το που θα ανοίγουν θα κλείνουν με κατάληψη, ή θα τα κλείνουν οι καθηγητές, ή θα έχουν ελλείψεις σε καθηγητές και δασκάλους.
Εάν δεν υπάρχει όραμα, τότε κανείς δεν μπορεί να εμπνεύσει τους νέους ανθρώπους. Τα αποτελέσματα προμηνύονται δυσάρεστα, όπως αυτά που ζούμε. Στασιμότητα, φτωχοποίηση, κοινωνικές ταραχές και οι ικανοί θα φεύγουν από τη χώρα.
Καθώς πλέον έχουμε και μια νέα γενιά ανθρώπων από άλλα κράτη και άλλες κουλτούρες που θα ζήσει στην Ελλάδα και οι ζωές τους σίγουρα δεν θα είναι εύκολες, καλό είναι να κάνουμε την αυτοκριτική μας. Γιατί όπως λέει και ο λαός «όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες».