Τον τελευταίο καιρό τα ζητήματα που αφορούν στην εκπαίδευση και τις νέες γενιές επανέρχονται ολοένα και πιο εμφατικά στην επικαιρότητα: βία των ανηλίκων, ψηφιακές εξαρτήσεις, όξυνση της κατάθλιψης, του άγχους και της διάσπασης προσοχής, αμάθεια, συμπεριφορές.
Πρόσφατα στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης βρέθηκε η καμπάνια του Υπουργείου για το “κινητό στην τσάντα”.
Από την μία η κυβέρνηση υπεραμύνεται της αυστηροποίησης των κανονισμών, παραπέμποντας σε όλο εκείνο το ρεύμα των παιδαγωγών, των ψυχολόγων και της ιατρικής κοινότητας που υποστηρίζει ότι για την ισορροπία των εφήβων και των παιδιών είναι αναγκαίο να εφαρμόζονται πρακτικές αποσύνδεσης από τον εικονικό κόσμο. Επί πλέον ισχυρίζεται ότι η εμπέδωση μιας κουλτούρας σεβασμού των κανόνων είναι στοιχείο ενός ευρύτερου εξορθολογισμού που επιδιώκει να πετύχει σε παιδεία και κοινωνία.
Συχνά, βέβαια, ιδίως ως προς το τελευταίο βάζει νερό στο κρασί της για λόγους διαχείρισης πολιτικού κόστους, καταλήγοντας έτσι να δίνει διπλά μηνύματα που πλήττουν την αξιοπιστία των ίδιων των εξαγγελιών της.
Ο αντίλογος, από την άλλη, ανήκει σε μια ιδεολογικά χρεοκοπημένη μεταπολιτευτική αριστερά, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο έχει εντελώς αντιδραστικό χαρακτήρα.
Οι απόπειρες για τον σεβασμό των κανόνων είναι λέει «αυταρχισμός» και ο Υπουργός Πιερακκάκης υποτίθεται ότι ενσαρκώνει μια ιδιότυπη εκδοχή ”ακροκεντρώας τεχνοκρατίας”. Το βασικό πρόβλημα σύμφωνα με αυτήν την κριτική, είναι ο κυβερνητικός ”ορντοφιλελευθερισμός”, που συνδυάζει την σκληρότητα των πολιτικών υπέρ της τάξης και της ασφάλειας, με τα νεοφιλελεύθερα στοιχεία –η σχετικοποίηση του δημόσιου σχολείου, η εμπλοκή των εργολάβων για την υλοποίηση της ψηφιοποίησης, η εισαγωγή –υποτίθεται– ιδιωτικο-οικονομικών κριτηρίων μέσω την θεσμών αξιολόγησης.
Απέναντι σε αυτό το σκιάχτρο, η λύση είναι μία: «δεκαπέντε τακατό». Το ζήτημα της νεολαίας, και πιο ειδικά το εκπαιδευτικό ζήτημα αντιμετωπίζεται σαν να ήταν μόνον πρόβλημα υποδομών, παροχών, χρηματοδότησης. Όλα τα υπόλοιπα –και ιδίως αυτά που αποτελούν τα κρίσιμα ζητήματα για τους νέους και την Παιδεία τους στην εποχή μας– παρέλκουν.
Υπάρχει εδώ ένα ειδικότερο, και ένα ευρύτερο ζήτημα. Ως προς την υπερέκθεση των νέων γενεών στον ψηφιακό κόσμο, και την εξάρτησή τους από τον εικονικό κόσμο, καμπάνιες όπως αυτή για το «κινητό στην τσάντα» δεν αρκούν. Η κριτική προς το Υπουργείο θα πρέπει να γίνει ως προς την αποσπασματικότητα, και όχι ως προς την αυστηρότητα του μέτρου.
Εκείνο που λείπει είναι το ευρύτερο πλαίσιο: η εκστρατεία που αποσκοπεί να περάσει μια ευρύτερη κουλτούρα αποσύνδεσης μεταξύ των γονέων και των ίδιων των παιδιών, η αξία της προτεραιότητας που οφείλει να δίνεται στον πραγματικό κόσμο, και την ζωντανή συσχέτιση με τον άλλον καθώς μεγαλώνουν· επίσης, το γεγονός ότι το να μάθουμε του πως να χρησιμοποιούμε μια τεχνολογία, αντί αυτή να μας χρησιμοποιεί, θα πρέπει να γίνει οργανικό στοιχείο του σχολείου του 21 αιώνα.
Εδώ όμως είναι και η αντιφατικότητα της εκπαιδευτικής πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση: η ψηφιοποίηση είναι εργαλείο, και όχι ιδεολογία, ωστόσο, ο Υπουργός από την μία λέει στα παιδιά με το ”κινητό στην τσάντα” ότι είναι εργαλείο, και κατά τα άλλα την ιδεολογικοποιεί όταν την προωθεί ως φάρμακο δια πάσα εκπαιδευτική νόσο. Αυτό συμβαίνει διότι η ευρύτερη προσέγγιση των εκπαιδευτικών ζητημάτων είναι λανθασμένη. Η κρίση του σύγχρονου σχολείου δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από ένα μείγμα τεχνοκρατίας, νέων τεχνολογιών και αόριστων εκκλήσεων για υπευθυνοποίηση. Διότι δεν απαντάει επί της ουσίας στην τριπλή αποτυχία του σύγχρονου σχολείου: τα πενιχρά αποτελέσματα που έχει να συνεισφέρει από την σκοπιά του ήθους, από την σκοπιά της γνώσης, και από την σκοπιά της κοινωνικής ωφέλειας.
Το ζήτημα εδώ είναι να διατυπώσουμε τα σωστά ερωτήματα: γιατί η συμπεριφορά των νέων διαμορφώνεται περισσότερο από την Τραπ και το Tik-Tok παρά από το σχολείο ή την οικογένειά τους, και ποιόν αξιακό κόσμο έχει να τους προσφέρει το σχολείο ή την οικογένεια ως αντίβαρο στην τραπ και το tik-tok; Γιατί ενώ τα εκπαιδευτικά μέσα βελτιστοποιούνται, και η παιδαγωγική πλησιάζει ολοένα και περισσότερο τις ανάγκες των μαθητευόμενων, η αμάθεια, ο ανορθολογισμός καλπάζουν, και οι γνωστικές λειτουργίες υποχωρούν; Μήπως το σύγχρονο σχολείο υπερβάλλει ως προς τον ηθικισμό του της πολιτικής ορθότητας, και έχει θέσει σε εντελώς δεύτερη μοίρα εκείνο που κάποτε ήταν το πρωτεύον, την μετάδοση δηλαδή της γνώσης;
Υπάρχει το ζήτημα της αξιοποίησης του μεγάλου άυλου κεφαλαίου, που λέγεται ελληνικός πολιτισμός, με αξία και δυνητική συνεισφορά καθοριστική στην σημερινή κρίση του δυτικού πολιτισμού· αξιοποιείται αυτό το κεφάλαιο ή μήπως πετιέται στα σκουπίδια λόγω των ιδεοληψιών που κυριαρχούν στα τμήματα παιδαγωγικής και ιστορίας του πανεπιστημίου;
Τέλος, είναι το ζήτημα της τεχνικής παιδείας, δηλαδή, το πως ανταποκρίνεται η εκπαίδευση στην ανάγκη να γίνει βιώσιμο το ελληνικό οικονομικό μοντέλο; ανταποκρίνεται όντως; το αναγνωρίζει ρητώς σαν ανάγκη το ίδιο το Υπουργείο; κάνει κάτι ώστε η τεχνική παιδεία να πάψει να είναι πάρκινγκ της σχολικής αποτυχίας, και να δίνει πραγματική προοπτική σε μερίδες της κοινωνίας, κάτι παραπάνω από το να γίνει κανείς ‘μπαρίστα’ ή να δουλέψει σεζόν σε κάποιο νησί;
Για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, ωστόσο, κάποιος θα πρέπει να τα θέσει…