Με κάθε σεβασμό προς το θρησκευτικό, εθνικό, ακόμη και πολιτισμικό, συναίσθημα όλων των συμπολιτών αλλά και συνανθρώπων μου που αυτές τις μέρες ιδιωτικώς κι δημοσίως θρηνούν στο θέαμα της πολιτιστικής βεβήλωσης ενός εκ των σπουδαιοτέρων μνημείων – συμβόλων του Βυζαντινού κράτους, αλλά και της Χριστιανικής παράδοσης εν γένει, θα ήθελα να παραθέσω κάποιους από τους δικούς μου στοχασμούς επί του θέματος, με βάση μια – ίσως – διαφορετική φιλοσοφική θέαση - προοπτική επί του όλου ζητήματος.
Οι κάτωθι συλλογισμοί μου ανήκουν σε ένα συναφές άρθρο το οποίο συνέγραψα μόλις λίγους μήνες πριν, επ’ αφορμή της (όχι ιδιαιτέρως εορταστικής) επετείου της άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως το 1453, βαθειά προβληματισμένη από ένα παντελώς εμφανές – στα μάτια μου – παράδοξο, το οποίο, όντας τότε ανέκφραστο, μου προκαλούσε μια άβολη εσωτερική αίσθηση ~ και αυτό ήταν για μένα σημάδι ισχυρό μιας ασυνείδητης συλλογικής στάσης και ερμηνευτικής διάστασης που έπρεπε με κάποιο τρόπο να αρθεί εις το φως του Λόγου.
Επ’ αφορμή αυτής της επετείου, εν συναρτήσει προς τα πρόσφατα γεγονότα της Τουρκικής «κατάληψης» του Ναού της Αγίας Σοφίας, παραθέτω τους συλλογισμούς μου από μία φιλοσοφική οπτική.
*
Στον απόηχο της επετείου της άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως (1453), η θρυλική ευχή, παιδί των μύθων και ελπίδα του λαού, άμα και λόγια σύγχρονα, αυτές τις μέρες πολυ-ειπωμένα, στα αυτιά του νου μου αντηχούν: «Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θά’ ναι!».
Πόσοι συμπολίτες ανάμεσά μας δεν εξέφρασαν ρητώς ή αρρήτως τούτη την δημοτική ευχή, επ’ αφορμή της επετείου ~ «η Κωνσταντινούπολη και πάλι να γίνει (καθάπερ είναι) Ελληνική, τα Ιερά τα χώματα αξίζει - ή μάλλον επιβάλλεται - πίσω να παρθούν, «το ποθούμενο» σιμώνει, μας ΑΝΗΚΕΙ η Πόλη – σύμβολο της πάλαι πότε αίγλης του έθνους μας, και ούτω καθ’ εξής;
Τώρα, το «δίκαιο αίτημα» αυτό συμπληρώνεται από, ή τρόπον τινά μεταλλάσσεται σε, μία (ενδεχομένως μακρινή αλλά όχι ασυναφή) κατακραυγή ενάντια στην κατάφορα «ασεβή» και προσβλητική «βεβήλωση» του Ναού. Η βεβήλωση αυτή, σύμφωνα με τους κατήγορους της Τουρκικής στάσης, έγκειται στο ότι η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσουλμανικό τέμενος αποτελεί ασέβεια προς την σπουδαία ιστορικότητά της, την συμβολική της αξία ως εστία Χριστιανισμού και χριστιανοσύνης και φυσικά ασέβεια ως προς τον σκοπό ή «τέλος» για τον οποίο δημιουργήθηκε: την Χριστιανική λατρεία.
Το δημοφιλές, μεταξύ κάποιων κύκλων, discourse σχετικά με την επιστροφή της Αγίας Σοφίας (και της Πόλης) στα χέρια των Ελλήνων συχνά ανάγει το αίτημά του σε ζήτημα Θείας Δίκης ή Kοσμικής Nομοτέλειας: είναι ο Θεός που (θα) πρέπει να μας δώσει «πίσω την Πόλη», στα άγνωστα γραπτά της Μοίρας είναι γραπτό να επιστρέψουμε στα πάτρια εδάφη, διότι μας ανήκουν (νομοτελειακά, πνευματικά, συμβολικά). «Είναι μόνο δίκαιο αυτό που μας ανήκει να μας επιστραφεί». Είμαστε καλοί ιδιοκτήτες εμείς και πιστοί, τους τίτλους τους δικούς μας τους κρατά ο Θεός στο χέρι του, και έτσι δεν αλλάζουν. Γι’ αυτό, λοιπόν, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θά’ ναι!
*
Με όλο τον σεβασμό προς το πατριωτικό συναίσθημα το οποία συχνά (καίτοι όχι πάντα) διέπει τέτοιου είδους συλλογικές αφηγήσεις και φαντασιακές αξιώσεις (~ σημ.: το δηλώνω εξ’ αρχής, ο πατριωτισμός – και ουχί ο φανατισμός - με βρίσκει σύμφωνη διότι απλούστατα δηλώνει, με όρους ανθρωπολογικούς, την σχέση ενός δέντρου προς την ρίζα του: η υγεία του δέντρου εξαρτάται από την υγεία της ρίζας, η σχέση είναι ιεραρχική και φυσική), ωστόσο, η ηχηρή αυτή κραυγή της «ιερής δικαιοδοσίας» με αφήνει να διερωτώμαι:
Και γιατί δηλαδή να μας επιτραπεί, από την κοσμική ροή των γεγονότων και την αιτούμενη ή αναφερόμενη νομοτελειακή ιστορική συγκυρία, ή ακόμη περισσότερο, από την Θεία Δίκη, να «πάρουμε πίσω την Πόλη»;
Γιατί είναι «τόσο κατάφορα άδικο», και γιατί, συνεπώς, «σοκαριζόμαστε» τόσο από την απόφαση των Τούρκων να οικειοποιηθούν τον Ναό – Σύμβολο μιας άλλης (για εκείνους ενίοτε αντίπαλης) παράδοσης, προς δικό τους όφελος και χρεία; Ο Χριστιανισμός, αλήθεια, δεν έχει τέτοιες, αντίστοιχες πράξεις – δράσεις στο «βιογραφικό» του; Τόσο «νεωτεριστικώς βέβηλη» μας φαίνεται αυτή η πρακτική;
Προτού μιλήσουμε για δικαιώματα και αξιώματα, εφ’ όσον το όλο αίτημα της «Πόλης» (αλλά και της Αγίας Σοφίας) ανάγεται συχνά σε ζήτημα Δικαιοσύνης, άρα αξιοκρατίας, εάν κι εμείς θέλουμε να είμαστε δίκαιοι στις δηλώσεις μας προς την Δικαιοσύνη, οφείλουμε να αναδιαρθρώσουμε με τιμιότητα το αφετηριακό σημείο του αιτήματός μας, ερωτώντας τους εαυτούς μας με ειλικρίνεια.
Την αξίζουμε, Έλληνες, την Πόλη; (ή την Αγία Σοφία; ) Είναι όντως «δίκαιο» το αίτημά μας προς την «Θεία Δικαιοσύνη» ή, τέλος πάντων, την νομοτελειακή συγκυρία;
*
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα ετούτο, χρειάζεται να διερευνήσουμε – με εντιμότητα- το εξής άκρως συναφές και λογικώς απαραίτητο, αλλά και ικανό, θέμα:
Πώς έχουμε φερθεί σε αυτά που όντως «πήραμε πίσω» μετά τον πόλεμο της εθνικής μας απελευθέρωσης;
Συμπεριφερθήκαμε τόσο καλά στα ήδη «επανακτημένα», ώστε τώρα είμαστε έτοιμοι να επεκτείνουμε την εμπράκτως αποδεδειγμένη ευγνωμοσύνη μας και την χάρη της αρίστης κηδεμονίας του πολιτικού μας χώρου ΚΑΙ στην Κωνσταντινούπολη;
Τέτοιας τεραστίας εμβέλειας και αποτελεσματικότητος είναι η εθνική κυριαρχία μας, τέτοιος ο σεβασμός προς τα πάτρια, που υπερχειλίζει τα υπάρχοντα και αξίζουμε, του λόγου μας, οι άξιοι κι’ άλλα τόσα;
Το ερώτημα είναι, εμφανώς, ρητορικό• και η γενικότερη θέση με παρρησία και ειλικρίνεια εκπεφρασμένη η εξής:
Ας φροντίσουμε πρώτα, Έλληνες, να τιμήσουμε, να αγαπήσουμε, να αναδείξουμε, να εξελίξουμε τον χώρο ~ χώρα που μας έχει ΗΔΗ «δοθεί», κι ας μιλήσουμε έπειτα για περαιτέρω συμβόλαια [δίκαιης] κηδεμονίας.
Δεν μπορείς να είσαι χρεοκοπημένος επιχειρηματίας, και ενώ η εταιρία σου πνίγεται στα χρέη και την διαφθορά, ήτοι, την ηθική χρεοκοπία επίσης - εσύ να αιτείσαι ως ΘΕΜΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ να σου δοθεί παράλληλα η διεύθυνση ενός μεγα-θηρίου επιχειρηματικού ομίλου, καθότι κάποτε, κάπου, κάπως, αυτός σου ανήκε (βέβαια, τον έχασες) ~ ας μου επιτραπεί το δημώδες παράδειγμα.
*
Η κοσμική Δικαιοσύνη δεν είναι παραπλανήσιμη, και ακόμη περισσότερο, σε αντίθεση με την εγκόσμια, δεν είναι ούτε άδικη ούτε ανισόρροπη. Στην πραγματικότητα, η Δίκη ΗΔΗ μας προστατεύει, με πίστωση, εάν ειλικρινώς αναλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες έχουν παραγκωνίσει, καταχραστεί, υποβαθμίσει, ακόμη και ενίοτε βεβηλώσει το ιστορικό κεφάλαιο που συνοδεύει το προνόμιο της εθνικής κυριαρχίας επί μίας τόσο πλούσιας ενεργειακώς, φυσικώς, ιστορικώς και πνευματικώς Χώρας.
«Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας νά’ ναι» ~ Να τα κάνουμε ΤΙ;
Αυτά που ΗΔΗ έχουμε τι τα κάναμε;
Τα αξιοποιήσαμε;
Τα αγαπήσαμε;
Τα φροντίσαμε;
Μια βόλτα στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, μια ματιά στα σοκάκια της Πλάκας, στους αρχαίους ναούς, αρκεί για να λάβουμε την απάντηση.
Η απάντηση που λαμβάνουμε από την ίδια την πραγματικότητα, τα ίδια τα γεγονότα, ΕΙΝΑΙ η ίδια απάντηση της Θείας Δικαιοσύνης, της οποίας λειτουργία, όπως η ετυμολογία του όρου μας διδάσκει, είναι να ΔΕΙΧΝΕΙ το πώς ΟΝΤΩΣ έχουν τα πράγματα, τον βαθμό στον οποίο τα όντα παραβαίνουν τον «κοσμικό» της «ζυγό». Η Δίκη, ετυμολογικώς, προέρχεται εκ του ρήματος «δεικνύω» και «δείκνυμι» ~ καθότι έργο της είναι, κυριολεκτικώς, να ανα-Δεικνύει τι αξίζει στον καθέναν, δείχνοντας τι ήδη είναι, ακριβώς όπως είναι. Να αποκαλύπτει τι αξίζει και αρμόζει στον καθένα ή στο κάθε τι με βάση την Αλήθεια/ πραγματικότητα που καθένας ή κάθε τι επιλέγει να εκδηλώνει και να εκφράζει. Δίκη και Αλήθεια πάνε μαζί. Δικαιοσύνη και Αλήθεια, το Ένα και το Αυτό.
*
Πήραμε πίσω, ήδη πολλά: Την Ακρόπολη, πρώτα - πρώτα, τον Παρθενώνα της Θεάς Αθηνάς, πάλλευκος όπως μαρμαίρει μεγαλοπρεπώς στην πυραυγή φωτοροή του άνακτος αττικού Ηλίου.
Την Αθηναϊκή Αγορά, τα μάρμαρα που άγγιξαν ο Σωκράτης και ο Αναξαγόρας.
Τους Λόφους Μουσών και Νυμφών όπου έβγαζε τους λόγους του ο Περικλής, το λίκνο της Δημοκρατίας.
τα νησιά των Ιερότερων Μυστηρίων,
και φυσικά, τα ύδατα τα πάνδροσα όπου διατρέχουν τα «ιερά κέλευθρα» των Ορφικών *
Λάβαμε την Ελευσίνα, την Μήτρα των Μυστηρίων,
τους Δελφούς, την έδρα του Απόλλωνος,
και πόσα άλλα αναρίθμητα να απαριθμήσει κανείς ~ κάθε σπιθαμή αυτού του τόπου ένα Μεγαλείο Πνεύματος, Ενεργειακής Ευλογίας, Μύησης, Μυστηρίου, Ιστορίας.
Και τα κάναμε…… τι;
Ο Παρθενώνας κατασκευάστηκε μέσα σε 10 χρόνια, τον 5ο π.Χ. αιώνα, και σε άλλα 5 χρόνια ολοκληρώθηκε ο μεγαλοπρεπής του γλυπτός διάκοσμος. Ο Παρθενώνας, όχι όπως τον βλέπουμε τώρα εμείς, ημι-ερείπιο. Ο Παρθενώνας Ολοκληρωμένος. Ολομάρμαρος, χρωματιστός, τμηματικά επιχρυσωμένος, με τις θρυλικές, σε είδος, αφηγηματικό πλούτο και κάλλος, αναπαραστάσεις του Φειδία που τώρα χαίρονται οι Βρετανοί (κατά το ήμισυ), και οι νεωτεριστικές τζαμαρίες του μουσείου της Ακροπόλεως (κατά το άλλο).
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ: Με τα τεχνολογικά και τεχνικά μέσα της ΤΟΤΕ ΕΠΟΧΗΣ, 500 ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ, συμπεριλαμβανομένης όχι μόνο της υλικής αλλά και της πνευματικής εργασίας που πάντοτε συνόδευε (και ακόμη υποστηρίζει) τέτοια μεγαλουργήματα, η κατασκευή του Παρθενώνα πήρε 10 – 15 ΧΡΟΝΙΑ. Η κατασκευή.
Και εμείς, εδώ, εν έτη 2020, κοιτάμε την Ακρόπολη και τι βλέπουμε; Ακόμα ένα μνημείο ημι-κατεστραμμένο, ημι-ερειπωμένο, ημι-αναστηλωμένο, έναν τερατώδη και αισθητικώς εγκληματικό βιομηχανικό γερανό στο κέντρο, χρόνια τώρα, εν ονόματι μιας αναστήλωσης Σισύφειας, η οποία για κάποιο περίεργο λόγο, από το 1980 που άρχισε, 40 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ, δεν μπορεί να ολοκληρωθεί.
Προσοχή, όχι το ΕΞ ΑΡΧΗΣ ΚΤΙΣΙΜΟ, Η ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗ δεν ολοκληρώνεται. Όπως και καμία άλλη αναστήλωση φυσικά, σε οποιοδήποτε σημείο της απέραντης μνημειακώς Ελλάδος μας ~ τι περίεργο φαινόμενο και τούτο!, δεν πλήττει μόνο την Ακρόπολή μας. Με τα μέσα της σύγχρονης, της «εξελιγμένης» εποχής. Την ίδια στιγμή που το ανθρώπινο είδος κάνει γύρους στο διάστημα και ετοιμάζει αποικίες στον Άρη.
Δεν σας φαίνεται παράξενο;
*
Το ίδιο φυσικά ισχύει και για κάθε άλλο Αρχαίο «Μνημείο».
Είμαστε όλοι μάρτυρες του εγκλήματος αυτού: το πάλαι πότε πνευματικό και υλικό κλέος της πατρίδας μας αφήνεται κάθε μέρα παρατημένο στην μοίρα του χρόνου και ωσάν πρόβατο σε αργή σφαγή στην δαιδαλώδη γραφειοκρατία ενός εμφανώς μη -αποτελεσματικού αρχαιολογικού μηχανισμού.
Αποκλεισμένο από το ανθρώπινο άγγιγμα. Από την ζωογόνο ΧΡΕΙΑ ή ΧΡΗΣΗ.
Εξωθούμενο στην Α-ΧΡΗΣΤΙΑ, καθότι οι διάφοροι φορείς όχι μόνο δεν ολοκληρώνουν καμία αναστήλωση (ως τώρα τουλάχιστον), επιπροσθέτως δεν επιτρέπουν στους ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ Έλληνες, και φυσικά και όλους τους άλλους ανθρώπους να κάνουν ΧΡΗΣΗ αυτών των ιερών τόπων με τρόπο ΠΟΥ ΑΡΜΟΖΕΙ στον ΛΟΓΟ, την Πρόθεση και το Πνεύμα για τον οποίο αυτά δημιουργήθηκαν. Με τρόπο που σέβεται τον σκοπό ή «τέλος» για τους οποίους δημιουργήθηκαν.
Πόσοι από εμάς δεν έχουμε με παράπονο αναρωτηθεί, τι θα συνέβαινε έτσι και κάποιος άλλος - έστω ημι-πολιτισμένος - λαός είχε στην χώρα του πρόσβαση σε τέτοιου είδους μνημεία; ~Ξεχάστε το. Θα τα είχαν αναστηλώσει το πολύ σε 2– 5 χρόνια, και θα τα χρησιμοποιούσαν ως Κέντρα Πολιτισμού διεθνούς εμβέλειας, μην πω ως Πανεπιστήμια διεθνούς φήμης, όπου φοιτητές Ελληνικών Σπουδών θα κατέφθαναν απ’ όλο τον κόσμο να απολαύσουν μια προνομιακή παιδεία συνυφασμένη με το ιστορικό και ενεργειακό περιβάλλον στο οποίο αναφέρεται• και καθότι το τερπνόν μετά του ωφελίμου, παράλληλα οι φορείς αυτοί θα κερδοφορούσαν αδρά, στηρίζοντας την οικονομία τους μέσα από τα οφέλη αυτής της πολιτιστικής ανάδειξης.
Στην Αγγλία, παραδείγματος χάριν, βρίσκουν το τσαγιοπότηρο του Βασιλιά Χένρυ του Τόσο, και κλείνουν δρόμοι, αναστέλλονται κυκλοφορίες, αρχίζουν ανασκαφές, και φτιάχνεται γρήγορα λαμπρό μνημείο : Ιδού!, από το ιστορικό ποτηράκι αυτό ήπιε η κουνιάδα του Χένρυ. Περάστε, πληρώστε, θαυμάστε! (Μια βόλτα τον τρίτο όροφο του Μουσείου Ασμόλεαν της Οξφόρδης ίσως σας πείσει).
Στην Αμερική, έτσι και έβρισκαν καρέκλα του Τζωρτζ Ουάσινγκτον, θα έφτιαχναν μουσείο στο όνομά της.
*
Και εμείς Τι;
Εμείς κρατάμε «στα χέρια μας» τα μεγαλύτερα μνημεία του παγκόσμιου ανθρώπινου πολιτισμού, χωράμε στην χώρα μας τα υψηλότερα Ιερά Τελέσματα του Πνεύματος, της Τέχνης και του Κάλλους που μπόρεσε να συλλάβει το ανθρώπινο πνεύμα και να εκφράσει η ανθρώπινη δημιουργική εντελέχεια ~ και όχι μόνο, περπατάμε δίπλα από, και συχνά ΠΑΝΩ σε, μνημεία αιώνων που φέρουν την σφραγίδα ιστορικώς ιερών όντων, Μυστών, Φιλοσόφων, Πεφωτισμένων, πάνω στην Μήτρα του Πολιτισμού βαδίζουμε, και όλα αυτά τα κάνουμε ΤΙ;
Από ΜΝΗΜΕΙΑ, ΜΝΗΜΑΤΑ.
Δηλαδή, αντί να τους συμπεριφερόμαστε ως ΜΝΗΜΕΙΑ, ήτοι Ενεργοί Τόποι Ενεργοποίησης της Μνημοσύνης ~ την οποία ο Σωκράτης ταυτίζει με την Γνώση («όλη η Γνώση είναι Ανάμνηση», δηλώνει ο Φιλόσοφος), τους συμπεριφερόμαστε ως ΜΝΗΜΑΤΑ ακούνητα, παγωμένα, νεκρά, ά-χρηστα, σύμβολα μιας εποχής που ‘πέθανε’ στο πέρασμα του χρόνου, και όχι ως μιας παράδοσης ζωντανής που μετεξελίχθηκε και συνεχίζει ενεργή να ανθοφορεί.
*
Στην ακρωτηριασμένη Ακρόπολη πρωταγωνιστεί ο βιομηχανικός γερανός. Τα δάκρυα της Θεάς φτάνουν ως τα κοιμισμένα μέτωπά μας μήπως και ξεπλύνουν την λησμονιά.
Οι Δελφοί, με σχοινάκια γύρω- γύρω, ευτελώς πολιορκημένοι, με εφόρους – διαιτητές με τις σφυρίχτρες τους να επιβλέπουν την απόσταση ανάμεσα στους ζώντες και τους πεθαμένους ναούς, επιπλήττοντας πολιτισμένους και απολίτιστους μαζί, μην και τους πατήσουμε τα Μνημεία ~ τάφους των προγόνων, μην τους πατήσουμε τους νεκρούς τους. Ναι, έτσι, συμπεριφέρονται σε αυτούς τους τόπους, ωσάν ΜΝΗΜΑΤΑ. Νεκρών. Τα οποία αντί να ανασταίνουν, κρατούν τον πολιτισμό του Φωτός παγωμένο στον χρόνο.
Λες και φιλοξενούν νεκρούς, τα ασκούριαστα μάρμαρα, και δεν μπορούμε να τα πλησιάσουμε, να τα χρησιμοποιήσουμε, να τους αποδώσουμε ΧΡΕΙΑ, να τα αγγίξουμε, να τα αναδείξουμε, να τους δώσουμε και πάλι ζωή, ζωντανή Πνοή, ζωογόνο άγγιγμα, ούτως ώστε να μην είναι πια Μνημεία-Μνήματα - τόποι νεκρών - , αλλά Μνημεία Ενεργούς Μνημοσύνης, μεγαλειώδεις Εστίες ζωντανού φωτός, Ζώντος Ενεργού Πολιτισμού, Σημεία Θαυμασμού, Εορτασμού και Αφύπνισης των Όντων, τόποι ενθύμησης των αγαθών έργων και των πνευματικών κορυφών που άγγιξε το ανθρώπινο πνεύμα κατά την πολυπαθή του διέλευση από τον τόπο του γήινου πεδίου. Ο αείμνηστος Σικελιανός προσπάθησε, με σκεπτικό παρόμοιο, να αναβιώσει τους Δελφούς, αλλά που, έπεσαν να τον φάνε…
Για να μην μιλήσω για την Ελευσίνα. Από ολόκληρη την ακτογραμμή της Ελλάδος (15.147 μέτρα, 9η στον κόσμο μετά την Αμερική !) αποφασίστηκε η βαριά βιομηχανία της Ελλάδος να χτιστεί εκεί… Να βαραίνει η μόλυνση και η τεχνολογική ύβρις το καθαρότερο ενεργειακό πεδίο που είχε κάποτε δει η Γης. Τυχαίο; Μοιραίο; Εσκεμμένο; Σε κάθε περίπτωση, πραγματικό.
*
Ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφερόμαστε στα Μνημεία του παρελθόντος αντανακλά με ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τους προγόνους, την ιστορία, την ΡΙΖΑ μας.
Η νεκροποίηση των αρχαίων μνημείων συνεπάγεται μια πράξη ή πορεία αποκοπής από την πολιτισμική μας ρίζα. Συνειδητά ή ασυνείδητα εκπέμπει το μήνυμα ότι εμείς και το παρελθόν μας είμαστε αποκομμένοι * δεν αποτελεί το ΤΩΡΑ μας μία φυσική οργανική, ήτοι ζωντανή, ανάπτυξη του πολιτισμικού «εχθές», αλλά μια κατατετμημένη, κατακερματισμένη ασυνεχή πορεία, όπου το πριν και το μετά, το παρελθόν και το παρόν, δεν αγγίζονται στην εφαπτομένη της ζώσας ζωής, αλλά διαχωρίζονται από ένα κενό μνήμης, από το μνήμα της Λήθης, από τα μνηματοποιημένα «Μνημεία».
Εάν δεν αλληλοεπιδράς με τα μνημεία των προγόνων σου, τότε δεν επικοινωνείς με την Σοφία και την Ουσία της Ρίζας σου, το συνεχές του πολιτισμού σου. Όταν αποδυναμώνεις την ρίζα σου, αποδυναμώνεις, ουσιαστικώς, την δημιουργική και αυξητική ικανότητα των βλασταριών σου - και ιδού, ένας σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός που νοσεί, μια οικονομία που πάσχει, μια νεολαία που πασχίζει, και ιδού, να ένα «brain drain», και το βλαστάρι πονά, εγκαταλείπει το δέντρο.
Εάν δεν χρησιμοποιείς ενεργώς την κληρονομιά του πολιτισμού σου, με τρόπο αρμονικό ως προς την κοσμοθέαση και τον σκοπό για τον οποίο αυτή οικοδομήθηκε, αυτό ισοδυναμεί με το να την αποποιείσαι, ή ακόμα και να την βεβηλώνεις – αυτό δεν είναι, εξάλλου, το ηθικό υπόβαθρο που υποστυλώνει την τόσο ένθερμη κατακραυγή ενάντια στην πρόσφατη «μετατροπή» («βεβήλωση») της Αγίας Σοφίας;
Αυτή η «αποποίηση» (στην καλύτερη περίπτωση, ή «βεβήλωση» στην χειρότερη), συνεπάγεται λογικώς κάποιο/α εκ των εξής ενδεχομένων: είτε την (σιωπηρή) απάρνηση ότι οι πρόγονοι είναι πρόγονοί ΣΟΥ. Είτε την απαξίωση / υποβάθμιση της κληρονομιάς που σου αφήνουν. Ή την βαθύτερη υφέρπουσα πεποίθηση ότι δεν σε θεωρείς άξιο να την διαχειριστείς.
(Apropos, είναι ακριβώς αυτοί οι υποκείμενοι λόγοι - συνεπαγωγές τους οποίους πολλοί εντοπίζουν πίσω από την πρόσφατη στάση της Τουρκίας – και γι’ αυτό ακριβώς οι αντιδράσεις είναι τόσο έντονες και κατάφορες).
Σε κάθε περίπτωση, η ιστορική συνέχεια κείρεται, η ιστορικής συνειδήσις γίνεται ασυνέχής, με δύο (τουλάχιστον) επιπτώσεις:
Α) Την Σύγχυση της Πολιτισμικής Ταυτότητας. Από «που έρχεσαι», «ποιος είσαι» και «που πας» - τα τρία βασικά υπαρξιακά ατομικά και συλλογικά/ πολιτικά ερωτήματα - δεν γνωρίζεις πια (τουλάχιστον όχι με ενάργεια και ακρίβεια). Δεν υπάρχει κοινή συλλογική αφήγηση σχετικά με αυτές τις θεμελιακές ερωτήσεις, δεν υπάρχουν σαφείς πολιτισμικές και εθνικές συντεταγμένες ή απαντήσεις. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε, το βιώνουμε όλοι: μία Ελλάδα χωρίς κοινή αίσθηση ταυτότητας, μια Ελλάδα χωρίς συλλογικό Όραμα και Στόχο.
Β) Σαν ένα βλαστάρι του χρόνου, και εμείς, χωρίς σύνδεση με την ρίζα, αργά ή γρήγορα αποδυναμωνόμαστε. Το να υπονομεύεις την παράδοση και τον πολιτισμό ενός έθνους/ κράτους/ λαού ισοδυναμεί με το να κόβεις το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται, ή ακόμα χειρότερα, πάνω στο οποίο φύεται!
Αναρωτιόνται, μετά, διάφοροι αναλυτές, γιατί δεν σταματάει η οικονομική κρίση. Η απάντηση είναι απλή, κι ας φαίνεται σε κάποιους «ασύνδετη»: διότι, απλούστατα, η ρίζα της κρίσης δεν είναι οικονομική, αλλά, πρωτίστως, ηθική και πολιτισμική. Εάν η ρίζα ενός λαού είναι ο πολιτισμός του, η οικονομία είναι οι καρποί του. Εάν προσπαθείς να κόψεις (ή να αποκοπείς από) την ρίζα σου, στην πραγματικότητα υπονομεύεις όχι μόνο την πολιτισμική αλλά και την οικονομική σου γονιμότητα. Όταν οι κοινωνικοί επιστήμονες συνειδητοποιήσουν ουσιαστικώς τους μυριάδες περιπλεγμούς του πολυδιάστατου οργανισμού που ονομάζεται «κοινωνία», όταν εντάξουν στην έρευνά τους το απλό αυταπόδεικτο γεγονός ότι η κοινωνία, ευρισκόμενη εντός του φυσικού πεδίου, ακολουθεί κάποιους εκ των φυσικών νόμων (θέση, ουσιαστικώς Πλατωνική και Αριστοτελική), τότε ίσως βρεθούν σε θέση κάποτε να συνταγογραφούν ορθώς πολιτικές ή οικονομικές θεραπείες. Ο Σωκράτης πάντως, στην Πολιτεία, αποκάλεσε τον αληθινό ηγέτη «θεραπευτή πολιτευμάτων». Ωστόσο, μίας ορθούς θεραπείας προηγείται μία ορθή διάγνωση. Και μίας ορθούς διάγνωσης προηγείται μια ολιστική, σφαιρική και ολοκληρωμένη κοσμοθέαση.
*
«Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θά’ ναι»
Είναι, λοιπόν, όντως Δίκαιο το πολυτραγουδισμένο αίτημα;
Τιμήσαμε τα παρόντα για να λάβουμε και άλλα, ωσάν επιβράβευση;
Ή μήπως θα την κλείσουμε και την Αγία Σοφία σαν τους Αρχαίους Ναούς, και θα την αφήσουμε να αργοπεθαίνει σιγά-σιγά στα διαβρωτικά χέρια του Χρόνου, περικλεισμένη με φτηνά σχοινάκια και εφόρους – διαιτητές με τις σφυρίχτρες να εγγυώνται πως ούτε μια στάλα ζωής και αληθινής διαλεκτικής μεταξύ παρόντος και παρελθόντος δεν θα λάβει χώρα στο χώρο τους;
Δεν νομίζω πως με τέτοια στάση δικαιούμαστε ή όντως θα συμβεί να πάρουμε πίσω την Πόλη. Όχι, ίσως και ποτέ.
Αλλά σίγουρα Πόλη πίσω δεν θα πάρουμε όσο συμπεριφερόμαστε στους ήδη υπάρχοντες θησαυρούς μας σαν νεκρά πτώματα, με βία παθητική και βιασμό εξαχρήστευσης.
Όσο κρατάμε τους ναούς μας μαυσωλεία μαρμάρων, Πόλη σίγουρα δεν θα δούμε. Μην σας πω ότι με αυτή την στάση η κοσμική Νοημοσύνη – Δικαιοσύνη μια μέρα θα μας τα ζητήσει πίσω τα ήδη κεκτημένα και θα ρωτήσει: «σας τα έδωσα, Έλληνες, τι τα κάνατε;»
Εάν δεν αναστηλώσουμε τους Ναούς και τα λοιπά αρχαία μνημεία μας τώρα, εάν δεν αποφασίσουμε με ματιά κριτική και νηφάλια, πρόθεση φωτεινή και έμπνευση πολιτιστική να τα αξιοποιήσουμε πολιτιστικώς, παιδαγωγικώς, αλλά και οικονομικώς όπως τους αξίζει δημιουργώντας σε αυτά Τόπους ζωντανούς, διαδραστικούς, με αλληλεπίδραση ανάμεσα σε παρελθόν και μέλλον, σπάζοντας αυτά τα έρμα τα σχοινάκια και προσερχόμενοι ορμητικώς πάλι μέσα να τα Κατοικήσουμε
~ διότι ο ΝΑΟΣ προέρχεται από το ρήμα «ναίω» που σημαίνει «κατοικώ», οι ναοί είναι κατοικίες όχι μόνο «των Θεών», αλλά επίσης κατοικίες τους δικού μας πνεύματος, τόποι διαλεκτικής ανθρώπων που θέλουν να βιώσουν το θείο και το έλλογο το οποίο ενυπάρχει μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, μέσα στην φύση, την επιστήμη, την ζωή, εκπληρώνοντας την έλλογη εντελέχειά τους.
Όταν δεν επιτρέπεις στον ΝΑΟ να κατοικηθεί, τότε εκείνος δεν είναι πια ναός. Είναι Τάφος ~ τάφος του πνεύματος.
Συνεπώς, ποια «χώματα ιερά» ζητάμε πίσω; Τα ιερά και τα όσια που ήδη έχουμε τα τιμήσαμε επαξίως; Γιατί θρηνούμε τόσο την «άλωση» της Αγίας Σοφίας, όταν κάθε μέρα εδώ και δεκαετίες γινόμαστε μάρτυρες, και εν τέλει συνένοχοι, μιας πολύ πιο πολύχρονης «άλωσης» και «βεβήλωσης», της βεβήλωσης της Ακροπόλεως, των Δελφών, της Ολυμπίας, και αναρίθμητων άλλων πολιτιστικών θησαυρών της ανθρωπότητος;
Εάν δεν αναστηλώσουμε τα αρχαία μας μνημεία, εάν δεν τα μετατρέψουμε σε κέντρα πολιτισμού, ακόμη και διεθνή Πανεπιστήμια Ελληνικών Σπουδών, εκπληρώνοντας, έστω κάτι από την ιδρυτική τους πρόθεση,
Εάν δεν αγκαλιάσουμε το παρελθόν ως ΖΩΝΤΑΝΗ ΖΩΗ, αλλά συνεχίζουμε να του συμπεριφερόμαστε σαν νεκρό μνήμα,
Εάν δεν τιμήσουμε κάθε χαλικάκι αρχαίου μαρμάρου πάνω στο οποίο τα σύγχρονα μεταμοντέρνα πόδια μας πατούν για να βολτάρουν στο κέντρο της Αθήνας,
Όχι απλά Πόλη δεν θα δούμε, αλλά ούτε προκοπή εθνική.
[ Εν τέλει, κατέλαβαν και την Αγία Σοφία!, αλλά η απάθειά μας και η αναποτελεσματικότητα πόσες δεκαετίες ήδη δεν έχει «καταλάβει» τους ήδη κεκτημένους μας ναούς; Μήπως το συμβάν με την Αγία Σοφία μας καθρεφτίζει κάτι πολύ πιο χρόνιο όσον αφορά την δική μας στάση;]
Η κρίση δεν θα είναι πλέον «κρίση», αλλά απλούστατα η φυσιολογική συνθήκη και το διαρκές καθεστώς της χώρα αυτής, έτσι ώστε κρίση θα πρέπει πλέον να ονομάζουμε την ευημερία που τυχόν ανατείλει, ως εξαίρεση στον κανόνα της υλικής πτώχευσης, η οποία, όπως και κάθε τι άλλο υλικό, έχει την ρίζα της πρώτα στην ψυχική και ηθική πτώχευση κάποιων Ελλήνων.
Γι’ αυτό, ας εστιάσουμε πρώτα στο να «πάρουμε πίσω» - δηλαδή να αξιοποιήσουμε ευγενώς και πνευματικώς- τα σπουδαία σύμβολα της Αρχαιότητας και του Ελληνικού πολιτισμού που ΗΔΗ ανήκουν στην Επικράτειά μας.
Ας φέρουμε το Φως και την Ζωή στα ήδη κεκτημένα και θεάρεστα Κοσμήματα Κάλλους και Πνεύματος επί των οποίων έχουμε εθνική κυριαρχία, και μετά, ας συζητήσουμε και περί του ενδεχομένου να θέλουμε ή να τολμούμε, χωρίς θράσος, να αιτούμαστε κι’ άλλα, ή να κατηγορούμε άλλους λαούς για «προσβλητική» ως προς «τόπους ιερούς» συμπεριφορά.
Προς το παρόν, η Θεία Δίκη παραμένει δικαιοτάτη. Και η «βεβήλωση» της Αγίας Σοφίας ένα κοσμικό «καμπανάκι» - προειδοποίηση – ένδειξη της ήδη υφιστάμενης βεβήλωσης από εμάς τους «πολιτισμένους» προς τα ήδη ιερά και κεκτημένα.
*
Έτσι λοιπόν, εν μέσω των συμβάντων, των ελπίδων και των κατηγοριών, σιγο-τραγουδώ και εγώ το «πάλι με χρόνια με καιρούς» αγναντεύοντας, όμως, την Ακρόπολη, μια θερινή βραδιά που το νυχτολούλουδο κατακλύζει με την ευωδιά του τον αθηναϊκό αέρα, και μνήμες λευκών ιματίων νεαρών ιερειών κυματίζουν ανάμεσα στους στιλπνούς κίονες στον ρυθμό του αττικού Ζέφυρου, κατακλύζοντας την Μνημοσύνη της αρχαίας ψυχής μου, καθώς τις βλέπω να φέρουν στα χέρια τους δάδες ενός άσβεστου, Αιώνιου Φωτός, και πάλι, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι μες στην Ψυχή μου να το ανάβουν….
*