Με αφορμή την εμφάνιση του δεύτερου κύματος της πανδημίας και κυρίως λόγω της τραγικής εξέλιξης που ακολούθησε, η συζήτηση για τις ενδεχόμενες ευθύνες έχει φουντώσει για τα καλά.
Η κυβέρνηση διαμηνύει σε όλους τους τόνους, ότι τη βασική ευθύνη για την εξάπλωση του ιού την έχουν οι πολίτες και κυρίως το νεότερο κομμάτι της κοινωνίας με την απερίσκεπτη συμπεριφορά του, ενώ η αντιπολίτευση, σύσσωμη αυτή τη φορά, επιρρίπτει τις ευθύνες σε πράξεις και παραλείψεις της κυβέρνησης.
Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι αυτό είναι συνηθισμένο στην ελληνική πολιτική σκηνή, αν βέβαια δεν επρόκειτο για ένα γεγονός με τεράστιες ανθρώπινες, ψυχολογικές, κοινωνικές και εντέλει οικονομικές προεκτάσεις. Και ακόμη, επειδή από τις εκάστοτε επισημάνσεις, για τα αίτια που προκάλεσαν την ανεξέλεγκτη κατάσταση, εξαρτάται και η πολιτική που ασκείται αλλά και τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπισή του. Προϋπόθεση; Η συνειδητοποίηση από όλους, ότι ζούμε σε κατάσταση ανάγκης, δηλαδή, όπως από την αρχή χαρακτηρίστηκε, σε συνθήκες πολέμου!
Σε ό,τι φορά το πρώτο κύμα της πανδημίας, εκεί οι πάντες είναι σύμφωνοι, αφού αιφνιδιαστήκαμε από ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο, η πολιτική ανάσχεσης ήταν η ενδεδειγμένη και στέφτηκε με μεγάλη επιτυχία. Αυτήν την πιστώνεται αρχικά η ιατρική επιστημονική κοινότητα, η κυβέρνηση που ακολούθησε τις συμβουλές της, αλλά και οι πολίτες που συμμετείχαν με συνέπεια σ’ αυτήν την προσπάθεια.
Η βασική αιτία: Το άτακτο άνοιγμα των συνόρων
Όλα άλλαξαν δυστυχώς με μια, όπως αποδείχτηκε, λανθασμένη στρατηγική εξόδου από την κατάσταση εγκλεισμού (1o Lockdown), που αποτελεί κατά την άποψή μας και τη βασική αιτία της υποτροπής. Όπως αναλύεται σε άρθρο της έγκριτης εφημερίδας «Καθημερινή» (8/7/2020) με τίτλο « Εισαγόμενο ένα στα δύο κρούσματα του Ιουλίου», την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου «έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα 183 εργαστηριακά επιβεβαιωμένα κρούσματα SARS-C0V-2. Περισσότερα από τα μισά (103 ήτοι 56%) είναι εισαγόμενα. Τα περισσότερα εισαγόμενα των τελευταίων ημερών αφορούν τα χερσαία σύνορα της χώρας».
Πράγματι, το 80% των θετικών εισαγόμενων κρουσμάτων μετά το άνοιγμα των συνόρων προερχόταν από κατοίκους των βαλκανικών χωρών, στους οποίους γίνονταν μόνο δειγματοληπτικοί έλεγχοι. Αυτό σημαίνει, ότι οι πραγματικοί φορείς ήταν πολύ περισσότεροι, κάτι που φάνηκε πολύ γρήγορα με τη διασπορά του ιού στη Βόρειο Ελλάδα. Από κει και μετά, η μετάδοση πολλαπλασιάστηκε γρήγορα στον ελληνικό πληθυσμό, λόγω της αριθμητικής υπεροχής έναντι των ξένων επισκεπτών, οι οποίοι έκαναν τις διακοπές τους σε πολλούς προορισμούς μεταφέροντας τον ιό πολύ σύντομα σε πολλές περιοχές. Έκτοτε οι συσχετισμοί άλλαξαν και οι θετικοί στον ιό Έλληνες πήραν τη σκυτάλη από τους επισκέπτες, αφού πληθυσμιακά είναι περισσότεροι.
Το ερώτημα τώρα που συχνά τίθεται είναι: Μα τι έπρεπε να κάνει η Ελλάδα να μη δεχτεί καθόλου τουρίστες φέτος και να αφήσει κλειστά τα σύνορά της;
Όχι βεβαίως! Τα σύνορα έπρεπε να ανοίξουν, αλλά με τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια. Και αυτή θα ήταν, χωρίς να αποτελεί κατά τους επιδημιολόγους και απόλυτη ασφαλή λύση, η υποχρέωση των τουριστών να προσκομίζουν βεβαίωση αρνητικού τεστ πριν εισέλθουν στη χώρα. Μα τότε, ακούστηκε, θα είχαμε το 10% των τουριστών που τελικά ήλθαν στη χώρα. Αυτή όμως είναι μια αυθαίρετη εκτίμηση και δεν βασίζεται σε κανένα πραγματικό στοιχείο ή μελέτη. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, με μεγαλύτερη μάλιστα πιθανότητα να επαληθευτεί, ότι θα είχαμε και περισσότερους επισκέπτες από εκείνους που θα αναζητούσαν μια ασφαλή χώρα για να κάνουν τις διακοπές τους.
Η αλήθεια είναι ότι, σε κάθε περίπτωση η εκδήλωση ενός δεύτερου κύματος της πανδημίας ήταν προδιαγεγραμμένη. Όλοι οι διεθνείς Οργανισμοί, αλλά και μεγάλα υγειονομικά εθνικά Ινστιτούτα όπως το Robert Koch Institut της Γερμανίας, κάτι αντίστοιχο του δικού μας Pasteur, είχαν προειδοποιήσει, ότι η έλευση του δεύτερου κύματος το Φθινόπωρο πρέπει να θεωρείται βεβαία. Το δε γεγονός ότι μεσολαβούσε ένα σημαντικά μεγάλο μεσοδιάστημα, όπως είναι οι καλοκαιρινοί μήνες, μας προσέφερε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να οργανώσουμε την άμυνά μας απέναντι στη νέα απειλή. Στόχος να κρατηθεί η διασπορά σε τέτοια επίπεδα, ώστε να μην εξαντληθούν οι αντοχές του ούτως ή άλλως ανεπαρκούς Εθνικού μας Συστήματος Υγείας και να θρηνήσουμε όσο το δυνατόν λιγότερα θύματα. Τι συνέβη λοιπόν και η μεν εξάπλωση του ιού ήταν ραγδαία, ενώ οι δυνατότητες του ΕΣΥ να προσφέρει αποτελεσματική περίθαλψη σε όλους όσοι την έχουν ανάγκη, εξαντλήθηκαν πολύ γρήγορα;
Δυστυχώς, αντί να αξιοποιήσουμε πολίτες και πολιτεία το χρόνο, τον σπαταλήσαμε σε μια απύθμενη χαλαρότητα. Νομίσαμε ότι επειδή κερδίσαμε μια μάχη είχαμε κερδίσει και τον πόλεμο. Και οι μεν πολίτες σταμάτησαν να παίρνουν προφυλάξεις, η δε πολιτεία κάθισε στις δάφνες της επιτυχίας της, παραδίδοντας μάλιστα στους άλλους …ανίκανους να διαχειριστούν την κρίση λαούς, μαθήματα διαχείρισης κρίσεων. Τι δεν έγινε λοιπόν και που μπορεί κανείς να ανιχνεύσει ευθύνες ή έστω αστοχίες;
Η αδράνεια της πολιτείας
1.Ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας
Η εμπειρία του πρώτου κύματος, με τις εκατόμβες νεκρών σε όλη την υφήλιο, θα έπρεπε να έχει δώσει το μήνυμα, ότι το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται με εμβαλωματικές κινήσεις. Το Σύστημα είχε και έχει ανάγκη από σημαντικές ενισχύσεις σε προσωπικό και υποδομές. Καλές είναι οι 50 κλίνες στις ΜΕΘ, δωρεά της Βουλής Των Ελλήνων κόστους 8 εκ. Ευρώ, όμως με 160 εκ. θα μπορούσαμε να αγοράσουμε 1000 κλίνες. Επίσης, θετικό είναι ότι προκηρύχθηκαν οι θέσεις για 300 γιατρούς για να καλύψουν τα κενά, αυτά όμως υπήρχαν ήδη από την αρχή της πανδημίας. Σημειωτέον, ότι οι δαπάνες για τη στήριξη των συστημάτων υγείας, είχαν προτεραιότητα σε ευρωπαϊκό αλλά και εθνικό επίπεδο.
2. Συνωστισμός στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς
Οι εικόνες από υπερπλήρη λεωφορεία και συρμούς του Μετρό, κυρίως μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, μιλούν από μόνες τους. Κανένα μέτρο αποστάσεων δεν ήταν δυνατό να τηρηθεί, όταν οι πολίτες έπρεπε να μεταβούν στην εργασία τους. Και εδώ οι παρεμβάσεις ήταν μικρής κλίμακας. Στις εκκλήσεις για μίσθωση αργούντων τουριστικών λεωφορείων, μάλιστα από διαφορετικούς φορείς, γιατρούς, επαγγελματικούς συλλόγους, αναλυτές κάθε ειδικότητας, δε δόθηκε ποτέ απάντηση. Η δε ακραία και ακατανόητη αντίδραση της πολιτείας, σχετικά με το θέμα, ήταν, όταν αδύναμοι οικονομικά νέοι άνθρωποι, που συνήθως χρησιμοποιούν τα ΜΜΜ, εισέπρατταν πρόστιμο επειδή δε φορούσαν μάσκα, αφού δεν είχαν. Ούτε εδώ μεριμνήσαμε για την προστασία της υγείας και των υπολοίπων να διαθέσουμε στους οδηγούς μερικά πακέτα από μάσκες, τις οποίες να διανέμουν δωρεάν στους ανήμπορους πολίτες. Το κόστος ασήμαντο!
3. Το άνοιγμα-κλείσιμο των σχολείων
Μετά τα νοσοκομεία χωρίς αμφιβολία, η επόμενη προτεραιότητα της πολιτείας, οφείλει να είναι η ασφαλής λειτουργία των σχολείων, όπου συγκεντρώνεται, ότι πολυτιμότερο έχουμε ως κοινωνία, τα παιδιά μας. Προβλήματα όπως, ο μεγάλος αριθμός των μαθητών στις αίθουσες, έλλειψη εκπαιδευτικού προσωπικού, καθαριστριών, αλλά και τεχνολογικού εξοπλισμού των μαθητών για την αναγκαία τηλεκπαίδευση, δείχνουν ότι η φροντίδα εξαντλήθηκε στην κάλυψη των συνηθισμένων ετήσιων αναγκών και όχι σε παρεμβάσεις έκτακτης ανάγκης. Για παράδειγμα, ενώ πολύ σωστά το υπουργείο παιδείας διέγνωσε, ότι λόγω των ειδικών συνθηκών θα πρέπει να εισαχθούν μαθήματα εκπαίδευσης εξ αποστάσεως, δεν φρόντισε να εφοδιάσει μεγάλη μερίδα των μαθητών, που δεν έχει τη δυνατότητα να αγοράσει, με προσωπικό υπολογιστή. Μόλις τώρα ανακοινώθηκε, ότι το υπουργείο προτίθεται να διαθέσει 91.000 φορητές συσκευές αξίας 24 εκ Ευρώ μέσω του ΕΣΠΑ για την κάλυψη ενός μαθητικού πληθυσμού 1.350.000. Το πρόγραμμα δε αναμένεται να υλοποιηθεί την Άνοιξη.
4. Ανυπαρξία στρατηγικής αντιμετώπισης της κρίσης
Το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα, που ο αντικειμενικός παρατηρητής χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια διαπιστώνει είναι, η ανυπαρξία στρατηγικής αντιμετώπισης της κρίσης. Δεν προλαβαίνει να στεγνώσει η μελάνη μιας απόφασης και την επομένη ανατρέπεται με μια νέα. Κανένας χρόνος προσαρμογής, εφαρμογής των πρωτοκόλλων από τους ενδιαφερόμενους και εντέλει συνειδητοποίησής τους από την κοινωνία. Ούτε καν το 15θήμερο που θα πρέπει να αναμένει κανείς για να διαπιστώσει αν τα προηγούμενα μέτρα ήταν αποτελεσματικά δεν κρατείται. Υπάρχει μια τάση ίσως υποβάθμισης του προβλήματος τη στιγμή της απόφασης και για το λόγο αυτό αντί να παίρνουμε αυστηρά μέτρα πρόληψης νωρίτερα, ακολουθούμε τις εξελίξεις οι οποίες διαρκώς μας προσπερνάνε.
5. Οι ευθύνες των πολιτών
Χωρίς αμφιβολία, η συμπεριφορά των πολιτών για την αντιμετώπιση του υγειονομικού προβλήματος, είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Η σωματική υγιεινή, οι αναγκαίες αποστάσεις, η κάλυψη του προσώπου με μάσκες και κυρίως η προσωπική απομόνωση, αποτελούν κατά τους ειδικούς επιδημιολόγους τις βασικές συνιστώσες της προφύλαξης, αλλά και της λύσης του προβλήματος, τουλάχιστον μέχρι τον εμβολιασμό της κοινωνίας με κάποιο σκεύασμα, το οποίο μάλλον θα είναι έτοιμο από τις αρχές του νέου έτους. Αν όλα λοιπόν πάνε καλά, η προστασία θα αφορά την περίοδο του χειμώνα 2021-2022. Μέχρι τότε οι σχετικές αποφάσεις θα πρέπει να τηρούνται ευλαβικά και από όλους. Ας μην έχουμε όμως αυταπάτες. Δεν υπάρχει κοινωνία, ακόμη και οι πλέον πειθαρχημένες, όπου μία μερίδα του λαού να μην αμφισβητεί τα μέτρα και να δείχνει απροθυμία να τα εφαρμόσει. Στη χώρα μας, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση της GPO το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 30,7%. Θα είχε βέβαια μεγάλο ενδιαφέρον να ερευνήσει κανείς περαιτέρω, αν οι ενστάσεις του συγκεκριμένου τμήματος του λαού μας, έχουν ως αφετηρία την υγειονομική τους αποτελεσματικότητα ή την άποψη για την ανεπάρκεια των οικονομικών μέτρων που έχουν ληφθεί μέχρι τώρα, κάτι που υποστηρίζει πλέον το 55% των ερωτώμενων.
Συμπερασματικά, εκείνο που μας δίδαξε η μέχρι τώρα εμπειρία της πανδημίας, είναι η ανάγκη για αναγνώριση της πραγματικής κατάστασης, χωρίς αφορισμούς αλλά και ωραιοποιήσεις, ώστε τα όποια μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης να τυγχάνουν, όσο το δυνατόν μεγαλύτερης αποδοχής από τους πολίτες. Η καλλιέργεια υπεραισιοδοξίας είτε πρόκειται για την πορεία της ασθένειας, είτε για τις επιπτώσεις στην οικονομία, αντί να βοηθούν μειώνουν την αναγκαία εμπιστοσύνη προς τους φορείς χάραξης πολιτικής. Ας μην ξεχνάμε, ότι τελικά οι πάντες κρίνονται από τα αποτελέσματα που παράγουν οι αποφάσεις τους.
Χαράλαμπος Γκότσης, Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς