Η Παιδαγωγική ήταν και παραμένει η επιστήμη της διαχείρισης της μάθησης. Μελετά τα περιβάλλοντα της μάθησης, θεσμικά και άλλα, τους στόχους, τα περιεχόμενα και την τεκμηρίωση τους εκ μέρους όσων τα αποφασίζουν, τις διαδικασίες μεταβίβασης της γνώσης και διαμόρφωσης της προσωπικότητας, το ανθρώπινο δυναμικό που εμπλέκεται στη διεκπεραίωση αυτής της αποστολής, τα αποτελέσματα της μάθησης και την κοινωνική τους αξιοποίηση.
Παρότι η επιστήμη αυτή ενδιαφέρεται και εστιάζει πρωτίστως στο ποιος - και ειδικά το παιδί, το νέο μέλος της κοινωνίας – (πρέπει να) μαθαίνει τι, πότε και γιατί, δεν μένει αδιάφορη απέναντι στο ερώτημα «γιατί δεν μαθαίνει κανείς αυτά που θα’ πρεπε να είχε μάθει».
Μήπως δεν τα διδάχτηκε ποτέ; Μήπως τα λησμόνησε; Μήπως τα απέβαλε, αντικαθιστώντας τα με νέα, ελκυστικότερα, περιεχόμενα; Μήπως θεωρεί ότι είναι δικό του ατομικό δικαίωμα να επιλέγει ο ίδιος (η ίδια) τη γνώση και τις αξίες που επιθυμεί, χωρίς πίεση από σχολείο, επιστήμη και άλλες αυθεντίες; Τα ερωτήματα μπορούν να συνεχιστούν.
Ο νέος κορωνοϊός και η ασθένεια που προκαλεί έστειλαν στον άλλο κόσμο εκατομμύρια ανθρώπους και πολύ περισσότερους στα νοσοκομεία. Τραυμάτισαν οικονομίες και κοινωνίες, διαφοροποίησαν αρνητικά την παράδοση και την κοινωνική αλληλεπίδραση, έφεραν πρωτόγνωρους περιορισμούς και απαγορεύσεις στη συμπεριφορά μας.
Παράλληλα όμως ανέσυραν στην επιφάνεια φαινόμενα και καταστάσεις που υπήρχαν, αλλά δεν φαίνονταν τόσο εύκολα. Μία από αυτές είναι η αποτυχία του σχολείου να διαμορφώσει σε ένα υπολογίσιμο τμήμα του πληθυσμού την αναγκαία ορθολογική σκέψη για τη διαμόρφωση μιας ρεαλιστικής εικόνας της πραγματικότητας, αλλά και της επιβαλλόμενης στάσης απέναντι σε ζητήματα που η ίδια η πραγματικότητα θέτει επιτακτικά.
Η αρνητική υποδοχή των περιοριστικών μέτρων για την ανάσχεση της εξάπλωσης της ασθένειας του νέου κορωνοϊού, αλλά και του προστατευτικού εμβολιασμού εκ μέρους ενός καθόλου αμελητέου ποσοστού του πληθυσμού στην Ελλάδα – και όχι μόνον εδώ – είναι αψευδείς μάρτυρες του γεγονότος ότι κάτι πήγε πολύ στραβά σε σχέση με τη μάθηση γύρω από τα στοιχειώδη, που όλοι ελπίζαμε ότι στην εποχή της λεγόμενης επανάστασης της πληροφορίας το σχολείο θα είχε καταφέρει να διασφαλίσει σε όλον τον πληθυσμό.
Και δεν εννοώ εδώ ειδικές γνώσεις βιολογίας, ιατρικής και επιδημιολογίας, αλλά κάτι πιο απλό: γνώση σχετικά με το σε ποιον απευθύνεσαι, όταν χρειάζεσαι έγκυρη πληροφορία γύρω από τον ιό και το εμβόλιο ή για ο,τιδήποτε άλλο τεχνικό ζήτημα. Με άλλα λόγια, εμπιστοσύνη απέναντι στην επιστήμη και τους εκπροσώπους της.
Θα ρωτήσουμε τους αστρολόγους, τους ποδοσφαιριστές, τους αθλητές και τους ηθοποιούς να μας πουν τι είναι και τι κάνει ο ιός και το εμβόλιο; Από που αντλεί ο τυπικός αρνητής των μέτρων, και ειδικά του εμβολίου, τις «γνώσεις» του για να θεμελιώσει τα επιχειρήματά του και τελικά να διαμορφώσει τη στάση του απέναντι στον εμβολιασμό;
Γιατί επιλέγει τις συγκεκριμένες πηγές και όχι άλλες; Είναι η επιλογή των πηγών που δημιουργεί το πρόβλημα, ή μήπως προϋπάρχει ένας «αντι-» προσανατολισμός που βολεύεται με τη συγκεκριμένη επιλογή των πηγών, επειδή αυτές εκπέμπουν στο μήκος κύματος του «αντι-συστημισμού» και του εγωκεντρισμού;
Μα η νεολαία είναι πάντα επαναστατημένη, θα αντέτεινε κάποιος. Δεν της αρέσουν οι συστημικές απόψεις, έχει αλλεργία με τη συμμόρφωση στις υποδείξεις των επαϊόντων, δεν είναι έτοιμη να αποδεχθεί τη λογική των μεγάλων. Θέλει να έχει τη δική της άποψη για όλα.
Η αντίρρηση είναι γνωστή και επαναλαμβανόμενη, αλλά χωλαίνει.
Πρώτον, διότι η μεγάλη πλειοψηφία των νέων δεν είναι αρνητές του εμβολίου.
Δεύτερον, επειδή αρνητές του εμβολίου δεν είναι μόνον νέοι. Αντιθέτως, μάλιστα. Οι «πηγές» στις οποίες παραπέμπουν οι νέοι που αρνούνται το εμβόλιο για να δικαιολογήσουν τη στάση τους αυτή, είναι μεγάλοι στην ηλικία. Με εξαίρεση τα λεγόμενα πρότυπα. Αλλά τι είναι αυτά τα πρότυπα;
Στην προσπάθειά τους να αυξήσουν τους ρυθμούς του εμβολιασμού στον πληθυσμό οι κυβερνήσεις, γνωρίζοντας ότι για ένα ποσοστό νέων η συμβατική γνώση και η επιστήμη είτε δεν υπάρχει, είτε δεν μετράει, καταφεύγουν σε διαμορφωτές της κοινής γνώμης, τους λεγόμενους “influencers”. Ως τέτοιοι λογίζονται πρόσωπα που έχουν οπαδούς και θαυμαστές. Αθλητές, μοντέλα, τραγουδιστές, ηθοποιοί, φίρμες και γενικά ό,τι θα μπορούσε ως αντικείμενο θαυμασμού και λατρείας των νέων να κάνει τη δουλειά: να πείσει για την αναγκαιότητα των μέτρων και του εμβολίου.
Από μόνη της η καταφυγή σε πρόσωπα αυτού του είδους αποτελεί τεκμήριο χαμηλού δείκτη ορθολογισμού για τη συγκεκριμένη κοινωνία που χρησιμοποιεί βοηθητικούς μοχλούς για να πετύχει μέσω επικοινωνιακών τεχνασμάτων τους στόχους της.
Καλώς εχόντων των πραγμάτων, δεν χρειάζεται κανείς την επιστράτευση αθλητών για να πείσει γύρω από το επιστημονικά αυτονόητο. Αφήστε που ενίοτε οι “influencers” έχουν τις δικές τους πηγές «γνώσης» και επομένως η επιρροή που ασκούν ενδέχεται να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα που αναμένουν οι σπόνσορες.
Σε τελευταία ανάλυση, όταν χρειάζεσαι αθλητές και μοντέλα για να πείσεις τους νέους ότι ο εμβολιασμός είναι ωφέλιμος, είναι σαν να μην εμπιστεύεσαι εκείνους που λόγω της ειδίκευσής τους είναι σε θέση να εξηγήσουν γιατί το εμβόλιο προστατεύει.
Αλλά εδώ ανοίγει μια μεγάλη παρένθεση, πολύ ευνοϊκή για τους αρνητές των μέτρων και του εμβολίου.
Σε μια ανοιχτή κοινωνία εμφανίζονται πάντα ανάμεσα στους κατά τεκμήριο ειδικούς και κάποιοι που είτε λόγω ασχετοσύνης – ο τίτλος δεν εγγυάται κατ’ ανάγκην έγκυρη γνώση του κατόχου του – είτε λόγω ποικίλων σκοπιμοτήτων, κομματικών και άλλων, αμφισβητούν δημόσια την εγκυρότητα των επιστημονικά ορθών απόψεων γύρω από τον ιό και το εμβόλιο. Είναι η σανίδα σωτηρίας που αναζητά κάθε πικραμένος αρνητής του εμβολίου. Υπάρχει και η άλλη άποψη, σου λέει. Άποψη ειδικού, διαφορετική όμως από τη συστημική.
Έτσι η ψευδο-επιστήμη έρχεται να ακυρώσει στο πεδίο της επικοινωνίας την πραγματική επιστήμη. Δημοκρατία έχουμε, λέει ο αρνητής, όλες οι «επιστημονικές» απόψεις είναι ισότιμες και σεβαστές. Κι αυτό σωστό, αλλά και το αντίθετό σου σωστό. Και ο πολίτης έχει το δικαίωμα να επιλέγει «άποψη». Ο επιστημονικός σχετικισμός και ο αντίστοιχος αναρχισμός γίνεται η αγαπημένη φιλοσοφία των αρνητών.
Υπάρχει τρόπος ο κριτικά σκεπτόμενος και ορθολογικά προσανατολισμένος πολίτης να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ της επιστημονικά λανθασμένης και της επιστημονικά ορθής άποψης;
Υπάρχει, βεβαίως. Αλλά θα ήταν προτιμότερο οι διάφοροι σύλλογοι στους οποίους συνεχίζουν να ανήκουν οι αρνητές της επιστήμης που εμφανίζονται και μιλούν δημόσια με καμάρι στο όνομά της, να μας απαλλάξουν από τον κόπο, παίρνοντας σαφή θέση και επιβάλλοντας κυρώσεις σε όσους επικαλούμενοι την ιδιότητά τους συνειδητά ή όχι επιχειρούν να προκαλέσουν σύγχυση και τελικά να δημιουργήσουν προσκόμματα στην γενική προσπάθεια για την προστασία της υγείας του πληθυσμού.
Έχουμε δημοκρατία σημαίνει έχουμε δημοκρατικά θεσπισμένους κανόνες για να τους τηρούμε, και όχι για να τους παραβιάζουμε χωρίς συνέπειες στο όνομα της ελευθερίας του λόγου και των «λαϊκών αγώνων».
Ο στιγματισμός των ψευδο-ειδικών ως επιστημονικά αναλφάβητων δεν αρκεί. Γι’ αυτούς, άλλωστε, είναι παράσημο για την δήθεν αγωνιστική αντι-συστημική τους στάση. Σημασία έχει να μην τους επιτρέπει κανείς να κάνουν τη ζημιά. Και όχι να τους αφήνει να βλάπτουν, μέχρι να πεισθούν οι ίδιοι ότι σφάλλουν. Πράγμα μάλλον απίθανο.