Φέτος κλείνουν 100 χρόνια από τη δημοσίευση της πραγματείας του John Maynard Keynes “The Economic Consequences of the Peace” (Οι Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης). Σε αυτή ασκεί δριμύτατη κριτική στους εξοντωτικούς οικονομικούς όρους που είχαν επιβάλει οι Σύμμαχοι στους Γερμανούς, στο Συνέδριο των Βερσαλλιών, το 1919. Ωστόσο αυτό το μνημειώδες έργο στις μέρες μας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για έναν άλλο λόγο, ήτοι για τις επισημάνσεις που προβαίνει ο συγγραφέας, στο πρώτο κεφάλαιο, στο κλίμα που επικρατούσε στην Ευρώπη, και κατ’ επέκταση παγκοσμίως, τις τελευταίες δεκαετίες πριν τη έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκείνη η περίοδος θεωρείται ως η πρώτη προσπάθεια παγκοσμιοποίησης στη σύγχρονη εποχή και ως εκ τούτου έχει αποτελέσει σημείο αναφοράς των μετέπειτα προσπαθειών για παγκοσμιοποίηση.
Η αξία των επισημάνσεων του Κέυνς έγκειται τόσο στο ότι αυτές διατυπώνονται από έναν από τους επιφανέστερους στοχαστές του εικοστού αιώνα, αλλά και στο γεγονός ότι, ως γνήσιο τέκνο της φιλελεύθερης παράταξης στη Βρετανία, με στενούς δεσμούς με προσωπικότητες όπως ο Lloyd George, συμμετείχε ενεργά στις διεργασίες εκείνης της περιόδου. Επίσης, κοινωνικά, ο Κέυνς ανήκε στην avant garde της βρετανικής κοινωνίας, και ήταν ενεργό μέλος της ομάδας “Bloomsbury”, επιφανών διανοούμενων που περιλάμβανε στις τάξεις της το φιλόσοφο Bertrand Russell, τον Litton Strachey, τη Virginia Woolf και τον G.M. Foster.
Το ενδιαφέρον των επισημάνσεων του Keynes εστιάζεται τόσο στην περιγραφή της μορφής της παγκοσμιοποίησης της περιόδου 1870-1914, στα επιτεύγματά της, όσο και στο κάπως άδοξο τέλος σε εκείνο το «μοναδικό επεισόδιο», ένα «οικονομικό Ελντοράντο», όπως το αποκαλεί, που τελικά αποδείχτηκε μια «οικονομική ουτοπία».
Οπωσδήποτε, αυτό το Ελντοράντο αφορούσε ένα ελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού του πλανήτη. Ουσιαστικά το εγχείρημα περιοριζόταν στους Ευρωπαίους, που εκείνη την εποχή δημογραφικά υπερτερούσαν, καθώς ο πληθυσμός της Ευρώπης ήταν τριπλάσιος εκείνου της Νότιας και Βόρειας Αμερικής. Βέβαια αυτό αφορούσε μόνο ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού της γηραιάς ηπείρου καθώς δεν συμπεριλάμβανε τα ασθενή οικονομικά στρώματα. Ουσιαστικά η διαδικασία παγκοσμιοποίησης αφορούσε μερικές δεκάδες εκατομμύρια Ευρωπαίων και των ευρωπαϊκής προέλευσης πληθυσμών της Βόρειας και Νότιας Αμερικής, της Αφρικής και την Αυστραλίας. Με άλλα λόγια υπήρχε σχεδόν απόλυτη πολιτισμική ομοιογένεια όσων εμπλέκονταν σε εκείνη τη διαδικασία.
Μία από τις βασικές καινοτομίες του συστήματος, ήταν η διαμόρφωση ενός πλαισίου οικονομικής αλληλεξάρτησης, όπου οι Ευρωπαίοι εξήγαγαν τα βιομηχανικά τους προϊόντα στις ευρωπαϊκής προέλευσης υπερπόντιες αγορές από τις οποίες εισήγαγαν αγροτικά προϊόντα και πρώτες ύλες. Με αυτόν τον τρόπο, γράφει ο Κέυνς, είχαν κατορθώσει για πρώτη φορά, να λύσουν το «Μαλθουσιανό πρόβλημα». Για μισό αιώνα, (1820-1870) «όλες οι σοβαρές οικονομικές αναλύσεις είχαν κατά νου τους αυτόν τον Εφιάλτη». Όμως στα επόμενα σχεδόν πενήντα περίπου χρόνια (1870-1914) είχαν καταφέρει «να τον αλυσοδέσουν και να τον ξαποστείλουν». Σήμερα, καταλήγει ο Κέυνς, «πάλι μας έχει ξεφύγει».
Διαβάστε επίσης: Πανδημίες και το Μαλθουσιανό Αδιέξοδο
Αυτό που εντυπωσιάζει το σημερινό αναγνώστη είναι η περιγραφή του Κέυνς αυτού του «οικονομικού θαύματος», που το αποδίδει στις εντυπωσιακές τεχνολογικές καινοτομίες –ιδίως στις τηλεπικοινωνίες, με την εμφάνιση του τηλεφώνου, στις επικοινωνίες και στις συγκοινωνίες, με την αλματώδη ανάπτυξη των σιδηροδρομικών και θαλάσσιων δικτύων, όπως και στις εφαρμογές του ηλεκτρισμού στη βελτίωση της ποιότητας ζωής και στη μαζική παραγωγή ηλεκτρικών σκευών. Σωρευτικά, οι προνομιούχες τάξεις, γράφει ο Κέυνς, απολάμβαναν με μικρό κόστος και ελάχιστη προσπάθεια, αγαθά και ανέσεις που ήταν αδιανόητες ακόμα και σε μονάρχες προγενέστερων εποχών. Τώρα, «ο Λονδρέζος είχε την πολυτέλεια, ενώ απολάμβανε το πρωινό του τσάι στο κρεβάτι του, να παραγγέλνει από το τηλέφωνο ό, τι αγαθό του πλανήτη επιθυμούσε, και να ξέρει ότι αυτό θα ήταν στο κεφαλόσκαλό του σε ελάχιστο χρονικό διάστημα». Παράλληλα μπορούσε να ταξιδέψει, χωρίς διαβατήριο ή άλλες χρονοβόρες διατυπώσεις, άνετα και οικονομικά, σε όποιο τόπο επιθυμούσε, χωρίς να νοιάζεται αν θα συνεννοείται, ή για τις θρησκευτικές και πολιτισμικές αντιλήψεις που θα συναντούσε στους τόπους που θα επισκεπτόταν.
Το πιο εντυπωσιακό, συνεχίζει ο Κέυνς, ήταν ότι όλα αυτά θεωρούνταν δεδομένα και μη αντιστρέψιμα, και το μόνο που προσδοκούσαν ήταν στην περαιτέρω ανάπτυξη των ανέσεων που απολάμβαναν. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από εκείνη την πορεία τη θεωρούσαν ανεπίτρεπτη και σκανδαλώδη. Βέβαια, όσοι απολάμβαναν τα αγαθά της παγκοσμιοποίησης είχαν επίγνωση των παράλληλων διεργασιών που διαδραματίζονταν, όπως ο ιμπεριαλισμός και ο μιλιταρισμός, οι πολιτισμικές και ρατσιστικές αντιπαραθέσεις, τα μονοπώλια, οι αποκλεισμοί, και γενικά οι πολίτικο-στρατιωτικές εντάσεις που, στο τέλος “played the serpent to this paradise”. Ο λόγος που υποτιμούσαν τους κινδύνους που υπόβοσκαν ήταν γιατί ήταν πεπεισμένοι για τη δυναμική της παγκοσμιοποίησης, και τους ήταν αδιανόητο να πιστέψουν ότι εκείνες οι αντιπαραθέσεις θα μπορούσαν να τορπιλίσουν την «οικονομική ουτοπία» τους.
Έκτοτε, τα γεγονότα που ακολούθησαν, αρχικά στο Μεσοπόλεμο και αργότερα στην περίοδο της ψυχρού πολέμου, όπου το «Σιδηρούν Παραπέτασμα» χώριζε όχι μόνο λαούς και έθνη αλλά ακόμα και πολίτες της ίδιας πόλης, σε συνδυασμό με τον εφιάλτη ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος και τις μύριες συγκρούσεις στα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, δεν άφηναν πολλά περιθώρια για την ανασύσταση του «χαμένου παραδείσου».
Χρειάστηκαν εβδομήντα χρόνια, έως την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση του «Σιδηρούν Παραπετάσματος», για να καταρριφτούν μύρια τείχη, μεταξύ των οποίων οι ιδεολογικές αγκυλώσεις του παρελθόντος ώστε να επανέλθει δριμύτερο το όραμα της παγκοσμιοποίησης. Βέβαια το νέο εγχείρημα προέκυψε κάπως απότομα και ανορθόδοξα και με ορισμένους από τους σημερινούς πρωταγωνιστές, όπως οι Κινέζοι, να έχουν κάπως διαφορετικές απόψεις από αυτά που γράφει ο Κέυνς σχετικά με τις ευεργετικές εμπειρίες από το πείραμα της πρώτης παγκοσμιοποίησης.
Σε κάθε περίπτωση, καθώς η σημερινή φάση παγκοσμιοποίησης δεν αφορά ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό πρότυπο αλλά όλη την ανθρωπότητα, με την πανσπερμία των πολιτισμών της και των συλλογικών μνήμων που φέρει ο καθένας τους, αυτή να συνιστά ένα πολύ πιο τολμηρό εγχείρημα από εκείνο που περιγράφει ο Κέυνς.
Ίσως οι νέες τεχνολογίες της εποχής μας να λειτουργήσουν ευεργετικά ώστε να υπάρξει κάποια πολιτισμική όσμωση και να αναδειχτούν τα κοινά χαρακτηριστικά που ενώνουν τα σχεδόν 8 δισεκατομμύρια ψυχών που συμμετέχουν, ενεργά ή μη, στη κάπως ξέφρενη κούρσα της παρούσας παγκοσμιοποίησης. Σε τελευταία ανάλυση από αυτό θα εξαρτηθεί κατά πόσο θα καταφέρουμε να εξορκίσουμε, οριστικά και αμετάκλητα, τον Μαλθουσιανό εφιάλτη, που ξεγλίστρησε μέσα από τα χέρια εκείνων που το επιχείρησαν πριν έναν αιώνα.