Στα παιδιά που θα χτίσουν τον κόσμο

Γ’ Λυκείου και τέλος. Ξημέρωνε των Πανελληνίων, Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018. Ο Σωκράτης με τη γνωστή ειρωνεία του πείραζε τον Χρίστο που «πέθαινε» από το άγχος των εξετάσεων. Χρίστο, ξέρεις γιατί ο συνονόματός σου Θεός πέθανε την Πέμπτη; Για να γλιτώσει τις Πανελλήνιες της Παρασκευής. Η τρελή παρέα διασκέδαζε την αγωνία της μέσα στον «κενό» χρόνο της τάξης. Η σχολική αίθουσα είχε τρία παράθυρα για το αγνάντεμα του κόσμου. Έξω στην αυλή τρεις πικροδάφνες. Δύο ροζ ακριανές και μία κόκκινη. Οι ροζ φάνταζαν εικόνα θολή μέσα από το κλειστό και βρώμικο τζάμι. Πυκνές γαλακτόχρωμες ροές από το τελευταίο ψευτοβάψιμο της τάξης το ζωγράφιζαν ανεξίτηλα. Δεν έβγαιναν με τίποτα. Κάποιος έχυσε…, σχολίαζε ο Πάνος, σκληρός όπως πάντα, προκαλώντας τα γέλια όλων. Η μεσαία πικροδάφνη βαμμένη στο κόκκινο, νέτη εικόνα, καθαρή απόλαυση, από το ανοιχτό παράθυρο δρόσιζε τη σκέψη.

Μέσα στην τάξη και στον τοίχο αριστερά, ο χάρτης με τα Βαλκάνια πριν και μετά τους πολέμους 1912-13. Η Κλειώ όρθια έψαχνε να βρει την Μακεδονία που είχε γίνει και πάλι Άνω-Κάτω. Στη μέση ο πίνακας και από την άλλη πλευρά φωτοτυπία με τις απαγορεύσεις για τους μαθητές και τα καθήκοντα του απουσιολόγου να τα κοιτάζει από το κάδρο ένας ξεθωριασμένος Χριστός.

Ντεκόρ απαραίτητο της εφηβείας το πέος, όρθιο και ζωγραφισμένο μπλε, κάθετα στην ευθεία της κολόνας δίπλα στην ανοιχτή πόρτα. Κατάσταση δύσκολη, χωρίς επιθυμητό αποτέλεσμα στη μπλε εκδοχή του. Απέναντι, στην πλάτη μιας καρέκλας το όνομα του Θεμιστοκλή για την κατοχύρωση της θέσης του στην τάξη. Πουθενά αλλού δεν καθόταν ποτέ! Τη μέρα που σκέφτηκαν τα παλιόπαιδα οι φίλοι του να του κάνουν πλάκα, η καρέκλα βρέθηκε δύο αίθουσες μακριά. Έφαγε τον κόσμο για να την βρει στο Β3 και κουβαλώντας την μονολογούσε: Ο καθένας στην θέση και την τάξη του. Θέμη, τον πείραζαν οι κολλητοί του, δεν σε βλέπουμε να φεύγεις απ’ το σχολείο. Πώς θα αποχωριστείς την καρέκλα σου; Έδινε για ναυτιλιακά. Η Σοφία τους σιγοντάριζε. Θα βρει άλλη καλύτερη καρέκλα όταν γίνει εφοπλιστής. Πίτσες μπλε, απαντούσε εκείνος, ζορισμένος με τα πολύωρα ξενύχτια και το διάβασμα. Πράγματι, το μπλε πέος σε κοινή θέα επάνω στον φαγωμένο τοίχο είχε γίνει η διασκέδασή τους.

Ήταν τόσο φαγωμένος ο τοίχος σ’ ένα σημείο, ώστε φανέρωνε τα τούβλα σε βάθος. Αυτή η ζημία πώς προέκυψε; Είχε ρωτήσει η καινούρια καθηγήτρια της κατεύθυνσης, τους μαθητές. Έχει κι αυτή την ιστορία της, όπως και κάθε τι στην τάξη, απάντησε ο Θοδωρής. Πέρσι στη Β’ λυκείου, είχαμε τον κύριο Ευκλείδη που προσπαθούσε να μας «ανοίξει τα μάτια», όπως έλεγε συχνά. Ήταν καλός άνθρωπος, μόνο που δεν καταλάβαινε αν είχε μπροστά του παιδιά ή οικοδομικά υλικά, αφού τα χρησιμοποιούσε διαρκώς στο λεξιλόγιό του. Τούβλα θα μείνετε, τούβλα, έτσι όπως πάτε.

Άλλη φορά, θυμήθηκε ο Λέανδρος που έκανε πλάκες, είχε κουβαλήσει μέχρι την αίθουσα ένα κουβά με αμμοχάλικο από την απέναντι οικοδομή και τον έβαλε πάνω στο θρανίο του. Ο καθηγητής θυμωμένος τον μάλωσε ρωτώντας τον τι τον θέλει. Ο Λέανδρος που στόχευε στο Πολυτεχνείο, του απάντησε ότι τον χρειάζεται μαζί με τα τούβλα της τάξης για να χτίσουν τον κόσμο. Έγινε πανικός. Γρήγορα φάνηκε ότι το τμήμα είχε πλακαδόρους και επίδοξους χτίστες.

Η Φανή όμως που είχε άχτι το σύστημα, δούλευε αντίθετα. Με τρυπημένα αρκετά σημεία του σώματος βάλθηκε να κάνει ρήγμα στο μπετόν. Βόλευε κιόλας. Καθόταν δίπλα στη κολόνα. Από το γυμνάσιο ακόμα άρχισε να προβληματίζεται μ’ αυτά που άκουγε. Μερικές φορές έκλεινε τ’ αυτιά της στη σχολική Ιστορία. Καταλάβαινε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Χρόνια σπούδαζε μουσική, πράγμα δύσκολο. Όταν έφτασε στη Γ΄ Λυκείου σχολείο και σπίτι της τα έστριψαν. Φανή μήπως να πέρναγες σε μια σχολή, να, για ώρα ανάγκης, ένα επάγγελμα ίσως.. έχεις τις γνώσεις. Τα «πήρε» με τα λόγια της μάνας της. Την άλλη μέρα στο σχολείο ήταν αλλού. Το έπιασε αμέσως η κολλητή της. Τι έπαθες ρε, έχεις κάτι; Άσε, της απάντησε κουνώντας το χέρι. «Πίτσες μπλε», κοιτάχτηκαν, κοίταξαν ταυτόχρονα και το ντεκόρ της τάξης, αμετακίνητο στην κολόνα και έβαλαν τα γέλια μαζί. Μα δεν έχουν καταλάβει τίποτα; είπε στη φίλη της. Από πέντε χρονών έχω επιλέξει τη μουσική. Μου στέλνουν μήνυμα για το ποιος θα πάρει το δικηγορικό γραφείο του πατέρα μου. Ε, εγώ δεν το παίρνω! Με τις ιδέες και την πίεση τα βρόντηξε. Άρχισε λίγο λίγο με μικρό λεπίδι και έξυνε τον τοίχο και τον καημό της, μέχρι που φάνηκαν τα τούβλα και ηρέμησε για λίγο.

Όταν η κατάσταση του τοίχου δε δεχόταν αμφισβήτηση, ο Λέανδρος απευθύνθηκε στον καθηγητή του και τον έκανε έξαλλο για μια ακόμη φορά. Είδατε κύριε, τώρα φαινόμαστε πολλά τούβλα μαζί. Ο Τάκης σε όλα αυτά τα αστεία δεν σήκωνε κεφάλι. Πήγαινε για ιατρική και είχε αρρωστήσει. Η μυωπία του προχώρησε αρκετά, αφοσιωμένος στα μαθήματα της κατεύθυνσης. Ήταν άριστος. Ο κολλητός του τον πείραζε. Γιατρέ μου πονάω, για την Κάτια, τι να κάνω; τον πείραζε ρωτώντας τον για τη χρυσομαλλούσα της τάξης που του έκλεψε την καρδιά. Ο Τάκης ευφυής επιχειρηματολόγησε όπως πάντα εύστοχα. Δεν είναι της τάξης σου Γιάννη, δεν κάνει παρέα με ρεμάλια. Εκείνη τη μέρα ήταν που έγραψε ο Γιάννης επάνω από την κρεμάστρα για να χτυπάει κατευθείαν στο μάτι και στην καρδιά.

«Δεν με εκτίμησες ποτέ στην τάξη, παρότι κύριος στο φουλ κι εντάξει».

Και το άλλο; Ποιο; Αυτό που γράφει στο τελευταίο θρανίο κοντά στο παράθυρο «Μετά τις πανελλήνιες περίμενα τη γκόμενα να κάνει κίνηση για τα επόμενα». Τρελός έρωτας του Θωμά για την Αλέξια. Για να τον αποφύγει του είχε πει: Άμα τελειώσω με τις πανελλήνιες βλέπουμε… Αλλά του το έλεγε δυο χρόνια τώρα.

Έτσι με τούτα τα όνειρα της εφηβείας και με κείνα της πραγματικότητας του κόσμου των ενηλίκων κύλησε ο χρόνος. Την Παρασκευή άρχιζαν οι εξετάσεις. Τα λέμε αύριο στο λύκειο κι έδωσαν τα χέρια. Εκείνο το πρωινό κατάλαβαν για πρώτη φορά πόσο ρευστά ήταν τα πράγματα και πως οι βαθμολογίες δεν είχαν καμία σχέση με τη ζωή. Ο Τάκης «χτυπήθηκε» στην έκθεση και έπεσε εκτός, με αποτέλεσμα να «χάσει» την Ιατρική. Κέρδισε όμως την ευκαιρία να σκεφτεί και άλλους τρόπους για να γιατρέψει τον πόνο του κόσμου. Πρώτη φορά σήκωσε τα μάτια και είδε την πικροδάφνη κόκκινη live ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο. Στο άγγιγμα των φύλλων της βρήκε την ανταπόκριση. Πικρή η αλήθεια Τάκη, στυφή αν τη γευτείς.

Γιατρέ, πώς πήγαμε; τον ρώτησε ο Γιάννης την πρώτη των Πανελληνίων, πιάνουμε την Αθήνα; Το βλέμμα του Τάκη τον ανησύχησε περισσότερο. Τότε κατάλαβε ότι την Αλεξανδρούπολη την έβλεπε με τα κιάλια. Δεν πειράζει, του είπε, υπάρχουν και πιο κοντινές παραλίες. Οι Πανελλήνιες τέλειωσαν. Η τρελοπαρέα ανέβηκε στην τάξη για τελευταία φορά. Ο Πάνος που θα πέρναγε μάλλον στην «χτιστών» τους έδειξε το ξεθωριασμένο πια σύμβολο γελώντας: «Πανελλήνιες και πίτσες μπλε».

Δημοφιλή