Η νομοθετική κατοχύρωση του πανεπιστημιακού ασύλου το 1982 είναι ένα ακόμη από τα παράδοξα της νεοελληνικής πραγματικότητας, καθώς δεν συναντάται σε καμία άλλη χώρα παγκοσμίως. Ακόμη και σήμερα, στον δημόσιο διάλογο συχνά γίνεται η αναδρομή στις μεσαιωνικές ευρωπαϊκές ρίζες του πανεπιστημιακού ασύλου, αλλά πολύ συχνά αποσιωπάται ότι στην σημερινή πραγματικότητα δεν υφίσταται ούτε καν ως έννοια στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, πόσο μάλλον να είναι και νομοθετικά κατοχυρωμένο. Η νομοθέτηση του πανεπιστημιακού ασύλου το 1982 αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση κομματικών σκοπιμοτήτων της εποχής, καθώς από τότε, το «ρωμαλέο (αριστερίζον) φοιτητικό κίνημα» εθεωρείτο ένα ακόμη πιόνι στην πολωμένη πολιτική σκακιέρα και γι’ αυτό έπρεπε να δημιουργηθούν οι συνθήκες για την άνδρωσή του. Η νομική πραγματικότητα που δημιούργησε όμως, ήταν ιδιάζουσα και εκ των πραγμάτων εν δυνάμει επικίνδυνη, καθώς η δημιουργία περίκλειστων χώρων όπου η άσκηση της κρατικής εξουσίας είναι περιορισμένη και εξαρτάται υπό προϋποθέσεις από την άδεια των πρυτανικών αρχών, νομοτελειακά θα οδηγούσε (όπως και έγινε) σε άσυλο παραβατικότητας και παρανομίας.
Αναφέρεται συχνά ότι το πανεπιστημιακό άσυλο νομοθετήθηκε για την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Μα σύμφωνα με το άρθρο 16.1 του Συντάγματος « H τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες…». Εφόσον λοιπόν υπάρχει η Συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας της τέχνης, της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας, και στο ίδιο άρθρο του Συντάγματος αναφέρεται το αυτονόητο ότι δηλαδή «η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα» σε τι αποσκοπεί η επιβολή δια νόμου περιορισμών στην επέμβαση του εποπτεύοντος κράτους;
Αντίθετα κάθε περιορισμός στην άσκηση της κρατικής εξουσίας εντός των πανεπιστημίων, περιορίζει τα νόμιμα δικαιώματα των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας στην ισότιμη και απρόσκοπτη προστασία τους από τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές όταν αυτά παραβιάζονται. Η επίκληση του επιχειρήματος ότι στα πλαίσια του αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων, η ακαδημαϊκή κοινότητα και το «ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα» θα πρέπει να λύνει τα προβλήματα της με διάλογο, εκτός από θυμηδία προκαλεί και θλίψη, ειδικά όταν εκφέρεται από τα χείλη του τέως Υπουργού Παιδείας. Καταρχήν, γιατί αν λυνόταν όλα τα «προβλήματα» με διάλογο δεν θα χρειαζόμασταν ούτε δικαστικές ούτε αστυνομικές αρχές και επιπλέον, την προτροπή αυτή την διατυπώνει ο Υπουργός που μεταφέρε πλείστες όσες αρμοδιότητες των διοικήσεων των πανεπιστημίων στο Υπουργείο Παιδείας, καθιστώντας την διοικητική τους αυτοτέλεια κενό γράμμα, και ταυτόχρονα καθιστώντας την Ελλάδα ουραγό στον βαθμό αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ σε όλες της χώρες του ΟΟΣΑ.
Το σημαντικότερο όμως που διαφεύγει από τον τέως Υπουργό είναι ότι η αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ δεν μπορεί να είναι τόσο ευρεία ώστε να λαμβάνει την μορφή «αυτοδιαχειριζόμενης κατάληψης κτιρίου» καθώς κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ «η αρχή της αυτοδιοικήσεως έχει αποκλειστικά ως περιεχόμενο την εξουσία των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να αποφασίζουν με δικά τους όργανα στις δικές τους υποθέσεις, όπως είναι η διαχείριση της περιουσίας των ή η εκλογή του διδακτικού και διοικητικού των προσωπικού. Η εξουσία αυτή είναι καθαρά διοικητική, περιορισμένη στην εφαρμογή των κανόνων δικαίου (νόμων και κανονιστικών πράξεων) που διέπουν την οργάνωση και την λειτουργία τους».
Το νομοθετημένο πανεπιστημιακό άσυλο, που ισχύει μόνον στην Ελλάδα και πουθενά αλλού, όχι μόνο δεν προστατεύει την συνταγματικά κατοχυρωμένη ακαδημαϊκή ελευθερία αλλά δίνει την δυνατότητα σε οργανωμένες μειοψηφίες να παρακωλύουν την διοικητική και εκπαιδευτική διαδικασία και επιστημονική έρευνα, να καταστρέφουν δημόσια περιουσία, να επιβάλουν λογοκρισία σε γνώμες που δεν τους είναι αρεστές, να αποκλείουν ομιλητές, να παρεμποδίζουν εκδηλώσεις, να ασκούν ψυχολογική και σωματική βία, να ασκούν προπαγάνδα, να προσβάλουν την προσωπικότητα του ατόμου, να επιβάλουν την αισθητική της ρυπαρής κουρελούς και να προβαίνουν σε πράξεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του κοινού ποινικού δικαίου.
Το 1997 επιχειρήθηκε για πρώτη φορά ο εξ ορθολογισμός αυτής της κατάστασης και το 2011 καταργήθηκε το νομοθετικά κατοχυρωμένο άσυλο. Ακολούθησε ένα οργανωμένο κύμα καταλήψεων με σαφή και διακηρυγμένη πρόθεση την επαναφορά του προηγούμενου καθεστώτος που διήρκησε δύο περίπου χρόνια. Οι καταλήψεις στα ΑΕΙ από συγκεκριμένους πολιτικούς σχηματισμούς χαιρετίστηκαν όχι μόνο ως αποδεκτή αλλά και αναγκαία «μορφή πάλης». Κανένας δεν εξήγησε βέβαια στους φοιτητές που έχασαν το εξάμηνό τους, γιατί κάποιοι νοματαίοι που αντιπροσώπευαν μονοψήφιο ποσοστό του συνολικού αριθμού των φοιτητών, έβγαζαν αποφάσεις γενικών συνελεύσεων της ελάχιστης μειοψηφίας και αποφάσιζαν για το μέλλον τους.
Τελικά το 2017 επανήλθε το πανεπιστημιακό άσυλο στην παρούσα μορφή, μια μοναδικότητα ανά την υφήλιο, μάλλον σε μια προσπάθεια να καταδείξουμε εν τοις πράγμασι ότι και στην Ανώτατη Εκπαίδευση είμαστε «Έθνος ανάδελφο» και τραβούμε το δικό μας μοναχικό μονοπάτι.
Η αυτοαναφορά, η αγνόηση του διεθνούς περιβάλλοντος και η έλλειψη σαφών διατυπωμένων στόχων οδηγεί συχνά τον δημόσιο διάλογο στην ατέρμονη ανταλλαγή επιχειρημάτων και θέσεων ιδεολογικού χαρακτήρα. Το Πανεπιστήμιο όμως είναι πέρα και πάνω από κάθε ιδεολογία, δεν ανήκει ούτε παραχωρείται σε κανένα και πολύ περισσότερο σε μειοψηφικές ομάδες από τις οποίες έχει υποφέρει τα πάνδεινα. Το Πανεπιστήμιο δεν πρέπει να είναι χώρος αντιπαράθεσης κομμάτων, ούτε πρέπει να χρησιμοποιείται με οποιονδήποτε τρόπο στην πολιτική αντιπαράθεση. Το Πανεπιστήμιο μπορεί να συνεισφέρει τα μέγιστα στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη του τόπου, αν αποκτήσει ουσιαστική αυτοδιοίκηση, με λογοδοσία και στοχοθεσία. Και φυσικά καταργώντας ως πρώτο βήμα, την παγκόσμια ελληνική πρωτοτυπία του νομοθετημένου πανεπιστημιακού ασύλου.