- Γιατί η μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό αρχίζει όχι από τις κύριες αλλά από τις επικουρικές συντάξεις; Αλήθεια αρκεί αυτό;
Π.Τσακλόγλου: Το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας σήμερα είναι αποκλειστικά διανεμητικό, που σημαίνει ότι οι εισφορές των σημερινών εργαζόμενων πληρώνουν τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει ότι το σύστημα είναι εξαιρετικά εκτεθειμένο στον «δημογραφικό κίνδυνο». Επιπλέον, στη χώρα μας οι μεταβιβάσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό για την καταβολή των συντάξεων είναι πολύ υψηλές, γεγονός που με τη σειρά του εκθέτει το ασφαλιστικό στον «δημοσιονομικό κίνδυνο».
Αυτό άλλωστε αποδείχθηκε περίτρανα τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης. Οι υφιστάμενες αναλογιστικές μελέτες δείχνουν ότι μακροχρονίως, με βάση τις υφιστάμενες ρυθμίσεις η συνταξιοδοτική δαπάνη αλλά και οι μεταβιβάσεις από τον προϋπολογισμό μειώνονται σε λογικά επίπεδα. Όμως, το συνταξιοδοτικό μας σύστημα παραμένει υπερβολικά εκτεθειμένο στο δημογραφικό κίνδυνο και δεν συμβάλει καθόλου στην ανάπτυξη της οικονομίας.
Η μετατροπή της επικουρικής ασφάλισης επιδιώκει να αποσυνδέσει αυτό το κομμάτι του συνταξιοδοτικού συστήματος από τον δημογραφικό κίνδυνο, ενώ ταυτόχρονα θα δημιουργήσει πόρους, σημαντικό τμήμα των οποίων θα επενδυθεί στην ελληνική οικονομία. Κατ’ αυτό τον τρόπο επιτυγχάνουμε διαφοροποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου, αλλά και ενίσχυση των προοπτικών της οικονομίας μας.
“Η αποτυχία της μεταρρύθμισης Γιαννίτση, αποτέλεσε την αφετηρία της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας.”
- Στον σχεδιασμό σας, έχετε θέσει ως στόχο οι εισφορές των νέων να μην χρησιμοποιούνται για πληρωμή των επικουρικών συντάξεων προηγούμενων γενεών, αλλά να επενδύονται. Και ποιός θα πληρώσει τους σημερινούς συνταξιούχους;
Π.Τσακλόγλου: Καταρχάς είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι το νομοσχέδιο θα αναφέρει ρητά ότι ο υπολογισμός των συντάξεων στο τωρινό σύστημα επικουρικής ασφάλισης δεν θα αλλάξει και οι συντάξεις του υφιστάμενου συστήματος δεν θα θιγούν καθόλου. Από αυτό προκύπτει το λεγόμενο «κόστος μετάβασης», το οποίο θα καλυφθεί από τον προϋπολογισμό. Όμως, το κόστος αυτό είναι το «ακαθάριστο κόστος» της μεταρρύθμισης.
Όπως ανέφερα προηγουμένως, μεγάλο μέρος των πόρων της νέας κεφαλαιοποιητικής επικουρικής ασφάλισης θα επενδυθούν στην ελληνική οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι χάρη στη μεταρρύθμιση προσδοκούμε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, αύξηση της παραγωγικότητας και των μισθών και, σε τελική ανάλυση, υψηλότερα φορολογικά έσοδα και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
Μόνο όταν αφαιρεθούν τα επιπρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα από το «ακαθάριστο» κόστος μετάβασης προκύπτει το «καθαρό» κόστος, το οποίο έχει σημασία από οικονομική σκοπιά. Με άλλα λόγια, ένα σημαντικό μέρος του ακαθάριστου κόστους μετάβασης θα καλυφθεί από το δημοσιονομικό «μέρισμα ανάπτυξης».
Ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη τρεις μελέτες οι οποίες θα κατατεθούν στη Βουλή μαζί με το σχετικό νομοσχέδιο: μία αναλογιστική μελέτη που θα εκτιμήσει το «ακαθάριστο» κόστος μετάβασης, μία μακροοικονομική μελέτη που θα εκτιμήσει τις επιπτώσεις της εισαγωγής του νέου συστήματος στην ανάπτυξη της χώρας και τα δημοσιονομικά έσοδα και μία μελέτη βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Με βάση τα πρώτα αποτελέσματα, η εκτίμησή μας είναι ότι μακροχρονίως το «καθαρό κόστος» είναι αρνητικό – δηλαδή, τα σωρευμένα δημοσιονομικά οφέλη υπερακοντίζουν το σωρευμένο δημοσιονομικό κόστος.
“Το συνταξιοδοτικό μας σύστημα παραμένει υπερβολικά εκτεθειμένο στο δημογραφικό κίνδυνο και δεν συμβάλει καθόλου στην ανάπτυξη της οικονομίας”
Είναι ρεαλιστικός στόχος συνολικά η μετατροπή της δημόσιας επικουρικής ασφάλισης σε κεφαλαιοποιητική από διανεμητική;
Π.Τσακλόγλου: Φυσικά. Η μεταρρύθμιση της επικουρικής εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ολιστικού σχεδιασμού και μιας ολιστικής θεώρησης του ασφαλιστικού μας συστήματος. Δεν μετατρέπουμε συνολικά το σύστημα σε κεφαλαιοποιητικό. Αυτό θα ήταν εξαιρετικά άστοχο και δυσεφάρμοστο.
Μετατρέπουμε σε κεφαλαιοποιητική μόνο την επικουρική σύνταξη, η οποία απορροφά λιγότερο από το ένα τέταρτο των εισφορών των ασφαλισμένων με υποχρέωση επικουρικής ασφάλισης και στην οποία αντιστοιχεί λίγο πάνω από το 10% των συνολικών συνταξιοδοτικών παροχών.
Τα βήματα γίνονται σταδιακά και σχεδιάζονται προσεκτικά. Η μεταρρύθμιση θα χρειαστεί 30-40 χρόνια για να ωριμάσει – υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος για να «χωνέψει» το σύστημα τις αλλαγές, γιατί η μεταρρύθμιση γίνεται εγκαίρως, προνοώντας για το μέλλον, όχι βιαστικά και πιεστικά υπό το βάρος ταμειακών αδιεξόδων. Σχεδιάζουμε, προνοούμε για το μέλλον εγκαίρως και αυτός είναι καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας.
Αντιμετωπίζουμε ήδη τεράστιο δημογραφικό ζήτημα, που σημαίνει μειωμένους πόρους. Δεν είναι νομοτέλεια, ότι οδεύουμε προς συντάξεις φτώχειας αν όχι πείνας;
Π.Τσακλόγλου: Μα ακριβώς εξαιτίας του δημογραφικού ζητήματος κάνουμε αυτήν την μεταρρύθμιση, όπως έχουν κάνει αντίστοιχα εδώ και δεκαετίες όλες σχεδόν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως ανέφερα προηγουμένως, το συνταξιοδοτικό μας σύστημα που είναι εξ ολοκλήρου διανεμητικό, είναι εκτεθειμένο σε μεγάλο βαθμό στον δημογραφικό κίνδυνο.
Με την εισαγωγή επικουρικής ασφάλισης κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα προσδοκούμε: (i) σε διασπορά του ρίσκου του ασφαλιστικού μας συστήματος με μικρότερη έκθεση στον δημογραφικό κίνδυνο, (ii) σε υψηλότερες συντάξεις για την νέα γενιά, (iii) σε αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία μας, και, (iv) σε αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και δημιουργία κινήτρων για λιγότερη ανασφάλιστη εργασία μέσω της δημιουργίας ατομικών «κουμπαράδων» και ενίσχυσης της διαφάνειας.
“...υπάρχουν σκέψεις και εξετάζονται σενάρια για να δοθούν κίνητρα ιδιωτικής αποταμίευσης και μέσω του 3ου πυλώνα.”
Στο ενδιάμεσο κείμενο του πορίσματος της επιτροπής Πισσαρίδη προτείνεται ανάπτυξη ενός δεύτερου και τρίτου πυλώνα με κίνητρα για ιδιωτικές αποταμιευτικές αποφάσεις. Είναι κάτι που μπορεί να δούμε στο κοντινό μέλλον;
Π.Τσακλόγλου: Η ανάπτυξη του 2ου και του 3ου πυλώνα ως συμπληρωματικών πυλώνων ασφάλισης και αποταμίευσης είναι κοινός τόπος στις δυτικές κοινωνίες και συνδέεται με τη δημογραφική γήρανση. Ο χαρακτήρας τους είναι διαφορετικός από τον δημόσιο 1ο πυλώνα.
Ο 1ος πυλώνας είναι η υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση. Ο 2ος, δηλαδή η επαγγελματική ασφάλιση και ο 3ος, η ιδιωτική ασφάλιση, είναι προαιρετικοί. Συναρτώνται με προσωπικές επιλογές που αφορούν την κατανομή των εισοδημάτων των εργαζομένων μεταξύ εργασιακού και συνταξιοδοτικού βίου. Αυξημένη αποταμίευση κατά τον εργασιακό βίο οδηγεί σε καλύτερο εισόδημα κατά τον συνταξιοδοτικό βίο.
Απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια είναι η ύπαρξη διαθέσιμου εισοδήματος για αποταμίευση. Φορολογικά κίνητρα για την ανάπτυξη του 2ου πυλώνα υπάρχουν ήδη πολλά από το 2003. Ωστόσο η ανάπτυξη του 2ου πυλώνα καθυστέρησε στη χώρα μας λόγω της δεκαετούς κρίσης που περιόρισε δραστικά τη δυνατότητα των νοικοκυριών για αποταμίευση.
Ήδη καθώς η οικονομία ανακάμπτει τα τελευταία έτη βλέπουμε την ανάπτυξη του 2ου πυλώνα να επιταχύνεται. Στα πλαίσια της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής, η δραστική μείωση των εισφορών που απελευθερώνει επιπλέον διαθέσιμο εισόδημα αναμένεται να δώσει επιπλέον ώθηση στον κλάδο.
Ουσιαστικά λοιπόν διαμορφώνεται ήδη ένα πολύ ευνοϊκό κλίμα για την ανάπτυξή του. Δεν χρειάζονται επιπλέον κίνητρα. Αυτό που χρειάζεται και σχεδιάζει η κυβέρνηση είναι ένα πιο ευέλικτο και λειτουργικό θεσμικό πλαίσιο και η θωράκιση του με μια ισχυρή και ενιαία εποπτική αρχή. Επιπλέον, υπάρχουν σκέψεις και εξετάζονται σενάρια για να δοθούν κίνητρα ιδιωτικής αποταμίευσης και μέσω του 3ου πυλώνα.
Αν σας ζητούσα να διαλέξετε ένα μέτρο ώστε να περιοριστεί η ανασφάλιστη εργασία στην Ελλάδα, ποιό θα ήταν αυτό;
Π.Τσακλόγλου: Θα σας έλεγα ότι κατά τη γνώμη μου, δύο είναι τα σημαντικότερα όπλα κατά της ανασφάλιστης εργασίας. Το πρώτο είναι η εξάλειψη των κινήτρων και το δεύτερο είναι ένας ισχυρός ελεγκτικός μηχανισμός.
Το πρώτο θεωρούμε ότι θα το πετύχουμε με τη μεταρρύθμιση της επικουρικής ασφάλισης. Το γεγονός ότι οι νέοι ασφαλισμένοι θα γνωρίζουν πως οι εισφορές τους από εδώ και πέρα θα αφορούν τους ίδιους προσωπικά και όχι την καταβολή των συντάξεων γενικά, θεωρούμε ότι θα μεταβάλει δραστικά την αντίληψη πολλών - ειδικά νεότερων - εργαζόμενων ότι οι εισφορές για την κοινωνική ασφάλιση είναι μια περιττή απώλεια εισοδήματος.
Για το δεύτερο, με το νέο εργασιακό νομοσχέδιο το ΣΕΠΕ αναβαθμίζεται και ισχυροποιείται μέσω της μετατροπής του σε Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή. Στόχος είναι να ενισχυθεί ο ρόλος του και ολόκληρος ο ελεγκτικός μηχανισμός της Επιθεώρησης Εργασίας να λειτουργεί με πλήρη διοικητική αυτοτέλεια, απαλλαγμένος από κάθε είδους παρεμβάσεις.
“Η ενσωμάτωση των μεταναστών θα πρέπει να συνεπάγεται την απασχόλησή τους σε νόμιμες δουλειές, οι οποίες θα τους δίνουν και τα αντίστοιχα εργασιακά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα.”
Οι μετανάστες αποτελούν ή όχι μία λύση για το ασφαλιστικό σύστημα;
Π.Τσακλόγλου: Η αλήθεια είναι ότι η μετανάστευση της δεκαετίας του 1990 έδωσε αρκετές ανάσες στο ασφαλιστικό μας σύστημα, αφού αυξήθηκε το εργατικό δυναμικό, αυξήθηκαν οι εισφορές και εν τέλει ενισχύθηκαν τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων.
Ωστόσο, σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι η μετανάστευση δεν μπορεί να είναι μια μακροπρόθεσμη λύση για το ασφαλιστικό, αφού με το χρόνο οι μετανάστες αποκτούν τα ίδια δημογραφικά χαρακτηριστικά με το γηγενή πληθυσμό. Δηλαδή, από «λογιστική» άποψη μόνο η συνεχής αύξηση της μετανάστευσης θα έδινε λύση στο υφιστάμενο συνταξιοδοτικό σύστημα.
Όμως, η εμπειρία πολλών δυτικών χωρών δείχνει ότι κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Επίσης, ως προς το ασφαλιστικό, η ενσωμάτωση των μεταναστών θα πρέπει να συνεπάγεται την απασχόλησή τους σε νόμιμες δουλειές, οι οποίες θα τους δίνουν και τα αντίστοιχα εργασιακά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα.
Η λύση για το ασφαλιστικό σύστημα είναι η έγκαιρη προσαρμογή της οικονομίας και της αγοράς εργασίας στις προκλήσεις του μέλλοντος.
Έχουν συμπληρωθεί 24 χρόνια από τότε που ο καθηγητής Σπράος και ο Τάσος Γιαννίτσης ως υπουργός προσπάθησαν να πείσουν για την ανάγκη μίας γενναίας μεταρρύθμισης στο ασφαλιστικό. Απέτυχαν. Με την απόσταση του χρόνου, θα λέγατε ότι η χώρα μας έχασε τότε μία μεγάλη ευκαιρία;
Π.Τσακλόγλου: Αναμφίβολα ναι κ. Φουρλή. Η κοινωνική και πολιτική ανωριμότητα της εποχής είχε δυστυχώς πολλαπλές συνέπειες. Δεν είναι μόνο ότι γιγαντώθηκαν τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων, αλλά ταυτόχρονα σταμάτησε και κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Το γεγονός δε ότι σταμάτησαν οι μεταρρυθμίσεις οδήγησε με την σειρά του και σε μεγάλη πτώση της ανταγωνιστικότητας, γεγονός που η χώρα πλήρωσε πολύ ακριβά στα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Είναι ενδεικτικό ότι κατά τη δεκαετία 2000-2010 πάνω από τα 2/3 της αύξησης του δημόσιου χρέους αναλογούν στις μεταβιβάσεις του κρατικού προϋπολογισμού προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι η αποτυχία της μεταρρύθμισης Γιαννίτση, αποτέλεσε την αφετηρία της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας.