«Παραμύθια Για Ήρωες» με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ

Όταν μια ορχήστρα μετατρέπεται σε αστερισμό θαυμάσιας μουσικής με ένα λαμπερό άστρο από την Ρωσία στο επίκεντρο της
.
.
.

Αυτή η συναυλία της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ στο Μέγαρο Μουσικής ήταν η ανώτερη και καλύτερη εμφάνιση της εδώ και πάρα πολύ καιρό, το διέκρινες ήδη από τις πρώτες νότες. Όπως επίσης δεν ήταν καθόλου δύσκολο να καταλάβεις τους πολύ απλούς λόγους για αυτό…

To Adagio για φλάουτο, ορχήστρα εγχόρδων και κρουστά του Μίκη Θεοδωράκη αφιερώθηκε από τον μεγάλο συνθέτη στα θύματα του πολέμου της Βοσνίας. Ακριβώς για αυτό είναι ακόμα πιο παράδοξο το πόσο λίγο θυμίζει τελικά…Θεοδωράκη και πόσο μακριά βρίσκεται από το συνηθισμένο ύφος του δημιουργού στις οργανικές συνθέσεις του.

Πριν από όλα απουσιάζει εντελώς οποιαδήποτε επική διάθεση και επίσης τα ελληνικά μελωδικά στοιχεία, αν υπάρχουν, περνούν εντελώς απαρατήρητα. Δεν υπάρχουν ούτε καν αναφορές στην αγαπημένη του συνθέτη ρωσική εθνική σχολή αλλά μια γραφή εντελώς εντός του πλαισίου της δυτικοευρωπαϊκής λόγιας μουσικής ενώ και ο χαρακτηριστικός Θεοδωρακικός λυρισμός είναι πιο βαθύς αλλά ταυτόχρονα και έκδηλος από άλλες φορές. Τέλος και παρά την θλιβερή πηγή έμπνευσης - εν μέρει έστω - του έχει στιγμές που θα τις έλεγες ακόμα και χαρμόσυνες.

Συνολικά ένα σύντομο αλλά και πολύ όμορφο και ευχάριστο έργο που κινείται εκτός του «κανόνα» του σπουδαίου δημιουργού. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο βέβαια έχει σαφώς το φλάουτο που το μέρος του η κορυφαία της ΕΣΟ Μελίνα Μακρή απέδωσε άριστα με τα έγχορδα όμως της ορχήστρας να την συνοδεύουν με απολύτως αντάξιο της τρόπο.

Υπό μιαν έννοια το «Η Μάνα Μου Η Χήνα» απέχει από το ύφος του Μορίς Ραβέλ όσο και του Μίκη Θεοδωράκη από το δικό του. Αν και πηγή έμπνευσης του ήταν ένα παραμύθι του Σαρλ Περό από τον δέκατο έβδομο αιώνα δεν είναι καθόλου «παιδικό», αντίθετα η γραφή του είναι πολύ σοβαρή και εξαιρετικά υψηλού επιπέδου. Σε αυτήν όμως την περίπτωση ο σπουδαίος Γάλλος ιμπρεσιονιστής δημιουργός δεν ενδιαφερόταν να διευρύνει – έστω και με τον χαρακτηριστικό πολύ διακριτικό τρόπο του – τα όρια του, τα συνθετικά και ιδίως τα ενορχηστρωτικά, όπως για παράδειγμα έκανε στο δημοφιλέστατο «Μπολερό» του.

.
.
.

Αν και αρκετά μεγάλης διάρκειας το έργο διατηρεί την έμπνευση αλλά και την φαντασία του και στα πέντε μέρη του. Σύνθεση τρυφερή και «γλυκιά», σε σημείο που να…χαϊδεύει τα αυτιά, χαρούμενη και, αναπόφευκτα λόγω θέματος, ακόμα και παιγνιώδης κάποιες φορές. Κάτω όμως από αυτή την «εύκολη» επιφάνεια ο «μάγος» της ενορχήστρωσης Ραβέλ επιφυλάσσει πολλές ανατροπές, όπως ξαφνικές και ταχύτατες ρυθμικές εναλλαγές αλλά και εκπλήξεις όπως απρόσμενα και ακαριαία ξεσπάσματα μίας ομάδας οργάνων που πραγματικά δεν αφήνουν τον/την ακροατή/ια να κουραστεί ούτε για μία στιγμή.

Όλα αυτά καθιστούν το έργο, αν και πολύ αγαπητό διαχρονικά στο κοινό, εξαιρετικά απαιτητικό για μία ορχήστρα. Δεν είναι συμπτωματικό το ότι παίζεται σπάνια στη χώρα μας. Η ΕΣΟ όμως το απέδωσε άριστα, με κέφι, ακόμα και μπρίο θα τολμούσα να πω, δυναμισμό αλλά και ευαισθησία όπου ήταν απαραίτητη.

Αν και πρόκειται για απολύτως ορχηστρικό έργο δίχως κανένα σολιστικό όργανο πολύ σημαντικό ρόλο παίζουν δύο όργανα εκτός του σώματος της συμφωνικής ορχήστρας, η άρπα με το «παραμυθένιο» ηχόχρωμα της και ακόμα περισσότερο η τσελέστα, το ιδιόφωνο πληκτροφόρο μελωδικό κρουστό με το τόσο ιδιότυπο δικό του. Αξίζει λοιπόν να υπογραμμιστεί τόσο η συμβολή της Λίλια Εσίποθο στο πρώτο όσο και του Μαρίνου Δημήτρη στο δεύτερο.

Το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε μείζονα του Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν είναι ένα από τα καλύτερα και πιο ξεχωριστά έργα του κορυφαίου στην προσωπική μου κατάταξη συνθέτη κλασικής μουσικής και ως τέτοιο αποτελεί στάνταρ ρεπερτόριο για όλες τις σημαίνουσες ορχήστρες του κόσμου. Αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου ότι όλες οι εκτελέσεις του είναι ισάξιες καθώς δεν είναι απλά απαιτητικό αλλά αληθινά δύσκολο, τόσο για τον/την σολίστ (δεν είναι καθόλου συμπτωματικό ότι είχε παραγγελθεί στον Μπετόβεν από τον εξέχοντα βιρτουόζο του βιολιού της εποχής Φραντς Κλέμεντ) όσο και για την ορχήστρα.

Όπως το συνήθιζε στα κοντσέρτα του για κάποιο όργανο και ορχήστρα έτσι και σε αυτή την περίπτωση ο μέγιστος Μπετόβεν επί της ουσίας έγραψε δύο παράλληλα έργα που σε κάποια σημαία διασταυρώνονται. Το πρώτο και κυριότερο βέβαια είναι αυτό του βιολιού το οποίο θα μπορούσε πολύ ωραία να σταθεί και αυτόνομο. Το μέρος της ορχήστρας είναι στη μεγαλύτερη διάρκεια του ιδανικά συνοδευτικό του πρώτου υπάρχουν όμως και σημεία που παρεμβαίνει σχεδόν…κατακλυσμικά ή και αναλαμβάνει ορμητικά τον πρώτο ρόλο, αμφότερα όχι απλά χαρακτηριστικά αλλά δομικά στοιχεία της τεχνοτροπίας του τεράστιου συμφωνιστή.

Δεν νομίζω να διαφωνούσε κανείς και καμία μουσικός της ΕΣΟ με την διαπίστωση ότι η Αλένα Μπαέβα (Alena Baeva) έκλεψε την παράσταση. Η Ρωσίδα σολίστ είναι κατά πολύ ανώτερη της φήμης της, θα μπορούσα να την αποκαλέσω ακόμα και φαινόμενο.

.
.
.

Ακριβέστατη και με κυριολεκτικά «ξυραφένια» δοξαριά, εκφραστική στο έπακρο, με σχεδόν «αραχνοϋφαντες» νότες στα πιο ήρεμα σημεία αλλά και άκρως δυναμική στις πολλές περισσότερες τυπικές Μπετοβενικές εξάρσεις έχει το σπάνιο χάρισμα να υπηρετεί πιστά την εκάστοτε παρτιτούρα και ταυτόχρονα να την σφραγίζει αβίαστα με την προσωπικότητα της. Πρέπει να τονιστεί όμως ότι και η ΕΣΟ δεν υπολειπόταν ούτε στο ελάχιστο, στάθηκε επάξια στο υψηλότατο επίπεδο της σολίστ.

Το ένα και μοναδικό encore όμως δικαιωματικά ανήκε μόνο στην Αλένα Μπαέβα, το σύντομο, εντυπωσιακό και εξαιρετική υψηλής δεξιοτεχνίας «Πολωνέζικο Καπρίτσιο» της Grażyna Bacewicz. Είναι κάτι που συνηθίζει στις συναυλίες της, να προτείνει έργα για σόλο βιολί νέων ή και αγνώστων ακόμα συνθετών/ιών, δείχνοντας έτσι ότι πριν από όλα είναι μία αληθινή μουσικός και όχι μόνο μία απαράμιλλη βιρτουόζος.

Η σχέση μαέστρου – ορχήστρας μοιάζει πολύ με τις διαπροσωπικές, μπορεί να ευτυχήσει αλλά μπορεί και όχι και δίχως κανένα από τα δύο μέρη να ευθύνεται για αυτό, απλά δεν «έδεσαν».

Αναμφίβολα λοιπόν στην πρώτη – αν δεν απατώμαι - εμφάνιση της διευθύνοντας την ΕΣΟ η καλλιτεχνική διευθύντρια της ΚΟΘ Ζωή Τσόκανου στην κυριολεξία «κούμπωσε» κατά το κοινώς λεγόμενο με την ορχήστρα. Η προσέγγιση της του να ταυτίζεται, να «μπαίνει μέσα» στα έργα που διευθύνει, κάτι που φαίνεται ακόμα και στην κινησιολογία της, μεταδόθηκε πλήρως στην ΕΣΟ που δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι…πετούσε.

Η Ζωή Τσόκανου κατόρθωσε να «μεταμορφώσει» την ΕΣΟ σε τέτοιο βαθμό που δεν την θυμάμαι να την έχω ξανακούσει να παίζει έτσι και κυρίως τόσο καλά. Η επιμέρους ισορροπία κάθε ομάδας οργάνων αλλά και όλων μεταξύ τους ήταν άψογη και ο συνολικός ήχος πεντακάθαρος και δίχως την παραμικρή «θαμπάδα», λαμπερός και απολαυστικά δυναμικός στα σημεία που τα έργα το απαιτούσαν. Τόσο πολύ που θα μπορούσα να αλλάξω τον τίτλο της συναυλίας από «Παραμύθια Για Ήρωες» σε «Παραμυθία για απλούς ανθρώπους» καθώς διέθετε στον απόλυτο βαθμό μία από τις σημαντικότερες ιδιότητες της μουσικής, το να θεραπεύει και να γαληνεύει την ψυχή. Τα εύσημα για αυτό ανήκουν πριν και πάνω από όλους/ες στην Θεσσαλονικέα αρχιμουσικό.

Αξίζει να σημειωθεί ότι την συναυλία παρακολούθησε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αικατερίνη Σακελλαροπούλου η οποία ήταν αληθινά ενθουσιασμένη μετά το πέρας της, εντύπωση που μοιράστηκε με το σύνολο του κοινού. Ήταν πολύ απλά μια βραδιά – τιμή τόσο για την ΕΣΟ της ΕΡΤ όσο και για την ίδια την τέχνη της μουσικής.

Δημοφιλή