Οι Νεωτερικές κοινωνίες, μόνο με ισχυρούς θεσμούς μπορούν πλέον να προσεγγίσουν τη Δημοκρατία, ανταποκρινόμενη εννοιολογικώς στην ετυμολογία του όρου αυτού. Θεσμούς επικαλούντο όλοι οι πολιτικοί διανοητές των νεωτέρων χρόνων, θεσμούς επικαλούμεθα και μείς. Οι πολιτικές παρατάξεις που θα τονίσουν αυτήν την ανάγκη, αλλά και θα τηρήσουν τις γι’ αυτό υποσχέσεις τους, θα έχουν πολλά να κερδίσουν, όπως και όλοι εμείς.
Η ιστορία του ανθρώπου δείχνει, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, πως οι κάθε φορά επιθυμίες του εξαρτώνται από τον νόημα που δίνει κάθε φορά στην ύπαρξή του. Με βάση αυτό το νόημα οργάνωνε και εξακολουθεί να οργανώνει τη ζωή του, ιεραρχώντας τις ανάγκες του και τις επιδιώξεις του. Σε αυτά περιλαμβάνεται και ο τρόπος συμβίωσής του με τον Άλλο, ο τρόπος οργάνωσης δηλαδή των κοινωνιών του. Αυτό δηλαδή που σήμερα αποκαλούμε «πολιτική οργάνωση», χρησιμοποιώντας, ελαφρά τη καρδία, τον όρο «Πολιτική», αλλά και συνακολούθως τον όρο «Δημοκρατία». Προς κατανόηση του περιεχομένου όμως των όρων αυτών, οφείλουμε να ανατρέξουμε στην ιστορία. Να δούμε πως γεννήθηκαν, πώς εξελίχθηκαν και πού κατέληξαν.
Θα μπορούσαμε λοιπόν, σχηματικώς, να χωρίσουμε την ιστορία του ανθρώπου σε δύο μεγάλες περιόδους. Στην προ-νεωτερική και στην Νεωτερική περίοδο. Τα κύρια χαρακτηριστικά της προ-νεωτερικότητος, είναι πως ο άνθρωπος θεωρούσε τον εαυτό του εντός ενός χωρικού και ολικού Όλου, απ’ όπου και η προέλευσή του. Με αυτό το Όλον επεδίωκε επικοινωνία, μέχρι εντάξεώς του σε αυτό, προς υπαρξιακή ολοκλήρωσή του. Εντός αυτών των στόχων, μάλιστα θεωρώντας τον εαυτό τους μέρος αυτού του Όλου, οι Έλληνες οργάνωναν τις κοινωνίες τους και κατέληξαν στη δημιουργία Πόλεων. Εξ’ ου η έννοια της Πολιτικής. Από την Αθήνα του Περικλέους λοιπόν και εξής, εισήχθη στην Ιστορία η Πολιτική, όπως και η Δημοκρατία, δηλαδή η ανάδειξη του Δήμου ως υπευθύνου των Πόλεων. Δημος+κρατώ, έννοια θεμελιωμένη στη νοηματοδότηση της Ζωής.
Από την άλλη μεριά, τα χαρακτηριστικά της Νεωτερικότητος είναι η υπαρξιακού επιπέδου ταύτιση του ανθρώπου με τη σκέψη του –«σκέφτομαι άρα υπάρχω», cogito ergo sum- και κατά συνέπεια ο περιορισμός του ενδιαφέροντός του στην επιδίωξη ευδαιμονίας εντός του ορατού και απτού χώρου και χρόνου. Αυτή η φιλοσοφική θεμελίωση του νεωτερικού ανθρώπου, οδήγησε στον τρόπο οργάνωσης των κοινωνιών όπως τις ξέρουμε σήμερα. Ομοίως και τις έννοιες της ελευθερίας και αυτονομίας του ανθρώπου. Τρόπος οργάνωσης που εξακολουθεί να βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη, δεδομένου της πολυσημίας, αν όχι σύγχυσης, των όρων αυτονομία, ελευθερία και ευδαιμονία.
Ας ακολουθήσουμε, εν συντομία, αυτήν την ιστορική πορεία. Οι πρώτοι άνθρωποι, στην λεγόμενη προϊστορία, αρκούντο στην επίκληση της βοήθειας των άγνωστων ανώτερων και αόρατων αρχών, του ασαφούς γι’ αυτούς Κόσμου τους, προς επιβίωσή τους. Τη μεσιτεία προς τούτο ανελάμβαναν οι «σαμάν», ζωγραφίζοντας στις σπηλιές και οργανώνοντας τελετές. Αυτοί οι «σαμαν» -όρο που δανειστήκαμε από τις σημερινές κυνηγετικές και τροφοσυλλεκτικές ομάδες της Κεντρικής Ασίας, που έχουν ως μέλη τους άτομα αντίστοιχης αποστολής- ήταν μάγοι, οι μάγοι γι’ αυτήν τη μεσιτεία, γιατροί ή οι αρχηγοί των τότε φυλών. Δηλαδή τρόπον τινά οι επί κεφαλής των κοινοτήτων.
Στη συνέχεια, άρχισε σταδιακώς η συστηματική ερμηνεία του Κόσμου, άρχισε δηλαδή να σχηματοποιείται το συλλογικό φαντασιακό, δηλαδή η φιλοσοφική θέσμιση των κοινωνιών (παραφράζοντας επί το ακριβέστερον την «φαντασιακή θέσμιση των κοινωνιών», για την οποίαν μιλούσε ο Καστοριάδηςii). Η εκάστοτε οντολογία δημιουργούσε δηλαδή τον κύριο θεσμό της κοινωνίας, θεσμό ιεροποιημένο. Η επέκταση και ολοκλήρωση του ανθρώπου προς το εκάστοτε δηλαδή υπαρξιακό πεδίο αναφοράς του, υπήρξε έτσι προτεραιότητα της ζωής του. Ιδού ο ρόλος των Φαραώ: αφ’ ενός, μέσου των αστρονόμων τους, προσπαθούσαν να προβλέπουν τα εξαρτώμενα από τα άστρα ακραία φυσικά φαινόμενα, που καθόριζαν την ζωή του λαού, αφ’ ετέρου αποτελούσαν τον ενδιάμεσο μεταξύ των Θεών και των ανθρώπων, φροντίζοντας για την υπαρξιακή τους ολοκλήρωση. Προς αυτή την υπαρξιακή ολοκλήρωση κατασκεύαζαν πυραμίδες και ναούς, που αποτελούσαν την άρθρωση Θεών και ανθρώπων. Οργάνωναν και τελετές, οι οποίες τελετές, όπως μας εξηγούν οι ψυχολόγοι της Gestalt, αποτελούν μέσο συμμετοχής των ανθρώπων σε ανώτερες μορφές ύπαρξης. Ολοι οι Βασιλείς αυτό τον μεσιτικό ρόλο διαδραμάτιζαν έκτοτε, με τους λαούς να θεωρούν εαυτούς υπηκόους σε υπερβατικές πραγματικότητες, πραγματικότητες που τους υπερέβαιναν και με τις οποίες επεδίωκαν συνδιαλλαγή.
Ο άνθρωπος όμως, ποθούσε περαιτέρω υπαρξιακή ανόρθωσή του. Με όρους φυσικής, θα λέγαμε επεδίωκε -αλλά και εξακολουθεί να επιδιώκει- αντιεντροπική του παρουσία, κατανικώντας τα εχθρικά στοιχεία της ορατής φύσης του, με πρώτο το θάνατο. Για πρώτη φορά λοιπόν είναι οι Έλληνες που αναδεικνύουν τον άνθρωπο εν δυνάμει συμμέτοχο της Ιστορίας και του Κόσμου. Οι Έλληνες κατέβασαν τους Θεούς χαμηλά στη γη, για να ανέβουν ψηλά μαζί τους. Οι Θεοί έχουν μορφή ανθρώπινη, έχουν ανθρώπινους πόθους και πάθη και συσχετίζονται με τη φύση και την ανθρώπινη ζωή: θεός πολέμου, θεός της φωτιάς και της τέχνης, του έρωτα, της γεωργίας, της γνώσης, του εμπορίου και της επικοινωνίας, θεοί των στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος. Δημιουργούνται και οι ημίθεοι και οι υπεράνθρωποι ήρωες, προς ενίσχυση των προσδοκιών τους. Επίσης, κατασκεύασαν μύθους και κοσμογονίες, που ερμηνεύονται ως αλληγορίες, δηλαδή μιμήσεις, της υπερβατικής διάστασης της ψυχής του ανθρώπου. Μία νέα σχέση μεταξύ Κόσμου και ανθρώπου εγκαθιδρύεται.
Σε αυτόν τον νέο Τρόπο, δημιουργείται η Πόλις, που σε τόπο καταλλήλως σημασιοδοτημένο, εξέφραζε την όλη φιλοσοφική θεμελίωση και στόχευση της κοινωνίας. Αυτή η έννοια της Πόλεως επικρατούσε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε όλη την τότε Ελληνική Οικουμένη ( και συμφωνούμε με το Γιώργο Κοντογιώργη , που θεωρεί πως παρέμειναν στη χώρα μας μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, τηρουμένων των τότε δεδομένων). Διαχειριστής αυτής της Πόλεως, όπως είπαμε, είναι ο Δήμος, αναγόμενος έτσι σε υπερβατικό επίπεδο. Η δε έννοια της Δημοκρατίας, αποτυπώνεται γλαφυρά στον Επιτάφιο του Περικλέους, όπως τον μνημόνευσε ο Θουκυδίδης: θεωρούμε αχρήστους τους μη ασχολούμενους με τα κοινάiii.
Μάλιστα ο Περικλής, για να προσελκύσει τους τυχόν αδιάφορους συμπολίτες του, πρότεινε και την αμοιβή όσων ασχολούνται με τα κοινά, δηλαδή όσων ήθελαν να ασχοληθούν με τα κοινά. Ας θυμίσουμε, προς κατανόηση της έννοιας της Πόλεως για τους Έλληνες -δηλαδή όχι μόνο για τους Αθηναίους- πως ο Σωκράτης προτίμησε να πιεί το κώνειο, παρά να παραβεί τους Νόμους της Πόλεώς του και πως ο Λεωνίδας με τους τριακοσίους του, θυσιάστηκαν «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι». Ο Δήμος προτάσσεται του ατόμου, όχι όμως εξαφανίζοντάς το, αλλά αναδεικνύοντας το ως παράγοντα υψηλής ευθύνης. Επισημαίνουμε πως σε περίπτωση πολέμου, οι «αριστοκράτες» ήταν οι πρώτοι που πήγαιναν να πολεμήσουν, ήταν «ηθική»iv τους υποχρέωση, υποχρέωση δηλαδή εκ των ιεροποιημένων θεσμών της Πόλεώς τουςv.
Ο Δήμος και συνακολούθως η Δημο-κρατία, οπισθοχώρησε στην μετέπειτα πρώτη περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τούτο, γιατί εν πολλοίς αποϊεροποιείται η Ελληνική Παράδοση, άρα και οι στοχεύσεις των Πόλεων και της Πολιτικής Επιδιώκεται ευδαιμονία επί της γήςvi και οι Ρωμαίοι στοχεύουν παγκόσμια κυριαρχία τους, με ισχυρό στρατό και συνεχείς κατακτητικές εκστρατείες. Ο Ρωμαίος Αυτοκράτωρ ονομάζεται έτσι Κοσμοκράτωρ. Οι νέες στοχεύσεις των Ρωμαίων αλλάζουν τις προτεραιότητες της ζωής και το ρόλο της πολιτικής θεωρίας και πράξης. Το κυνήγι της ατομικής ευζωίας, που ευνόησε την ανάδειξη μοναρχών και τη δημιουργία κοινωνικών τάξεων, οδήγησε όμως γρήγορα σε ανυπέρβλητα κοινωνικά αδιέξοδαvii. Η νέα νοηματοδότηση του ανθρώπου και η συνεπεία αυτής νέος τρόπος διοίκησης της κοινωνίας, δηλαδή η μοναρχία, η ολιγαρχία, όπως και η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, οδήγησαν μοιραίως στην παρακμή της πρώτης Ρωμαϊκής Οικουμένης.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος κατορθώνει όμως αναγέννησή της, για ακόμα χιλίων χρόνων ακμής, υιοθετώντας νέα φιλοσοφική της θέσμιση, τον Χριστιανισμό, που άλλωστε ήταν ήδη εγκατεστημένος στον λαό. Ο Χριστιανισμός συνεπάγεται θέσπιση νέων προτεραιοτήτων της ζωής, στηρίχτηκε φανερά στην νεοπλατωνική φιλοσοφία και εν πολλοίς επανέφερε, υπό άλλο σχήμα, τον Ελληνικό «Τρόπο» (για να θυμηθούμε τον Γιανναρά, που λέει πως «η Ελλάδα δεν είναι τόπος, είναι Τρόπος»). Ο Ελληνικός ανθρωπισμός οδηγείται σε περαιτέρω εμβάθυνσή του, φέροντας ξανά τον άνθρωπο σε συνδιαλλαγή έως συνταύτισής του με τον Κόσμο, μέσω ενός «κατ’ Αλήθειαν βίου». Αυτή η Αλήθεια σχηματοποιείται στον τριαδικό Θεό και ο άνθρωπος ελπίζει σε «θεοποίησής του», ως φτιαγμένος «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» Εμφανής η μετάλλαξη ή εξέλιξη των Ελληνικής Παράδοσης. Συνακολούθως των ανωτέρω, θεσμοθετήθηκε και ο τρόπος διοίκησης της Ρωμαϊκής Οικουμένης, στη δεύτερη αυτή φάση της, που θα ήταν ακριβέστερο να την αποκαλούσαμε Ελληνορωμαϊκή Οικουμένη, αν και σε πολλά έγγραφα της εποχής, τη βρίσκουμε ως «Ελληνική»viii
Ως προς τη διοίκηση της επικράτειας, ακολουθείται κατ’ ουσίαν ο ρωμαϊκός τρόπος διοίκησης, μέσω μιας θα λέγαμε ομοσπονδιακής της διάρθρωσης, με δημοκρατικότερη όμως διασπορά της εξουσίας, αλλά και δημοκρατικότερο τρόπο εκλογής του Βασιλέα. Οι τοπικές κοινότητες -κοντά στην έννοια των Ελληνικών Πόλεων, αλλά και των Ελληνικών κοινοτήτων μέχρι τον 19ο αιώνα, τηρουμένων των συνθηκών της εποχής- έχουν σχετική πολιτική και οικονομική αυτονομία, και αναφέρονται στη Βασιλεύουσα, πρωτίστως ως την πνευματικώς άρχουσα και διευθύνουσα Πόλη. Ο Βασιλεύς εκλεγόταν από το στρατό και τον κλήρο, ο οποίος κλήρος εξαρτάτο αμέσως από το λαό. Ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να γίνει Βασιλεύς ή Πατριάρχης, χωρίς πάντως αυτό να σημαίνει πως οι «πορφυρογέννητοι» δεν είχαν μια μεγαλύτερη επιρροή.
Από την Νεωτερικότητα όμως και εξής, τα πράγματα αλλάζουν θεμελιακώς. Σχηματικώς ορίζουμε την αρχή της στον 15ο αιώνα, από την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά βεβαίως πρόκειται περί διαδικασίας που άρχισε πολύ πριν και δείχνει να ολοκληρώθηκε με τον θρίαμβο της νευτώνειας φυσικής. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της νέας φιλοσοφικής πρότασης, δηλαδή της πρόσδοσης νοήματος στον άνθρωπο, εκφράζεται , όπως είπαμε, γλαφυρά από τον Descartes με το «σκέφτομαι άρα υπάρχω». Η ύπαρξη του ανθρώπου κατ’ ουσίαν ταυτίζεται με τη σκέψη του. Το όποιο Κοσμικό Όλον λειτουργεί ανεξαρτήτως ημών, το ζήτημα μάλιστα οριστικοποιήθηκε και επιστημονικώς με την «εξέλιξη των ειδών» του Δαρβίνου και έτσι οι σχέσεις μας με αυτό το Όλον δεν μας πολυενδιαφέρουν, πέραν της επιστημονικής ερμηνείας του και του βαθμού που επηρεάζει τη ζωή μας. Δεν έχουμε άλλου είδους υπαρξιακή εμβέλεια. Αυτή η αποστέρηση από τον άνθρωπο κάθε εμβέλειας ευρύτερης της λεγόμενης φυσικής του ζωής, οδήγησε μοιραίως στην εξατομίκευση και στη συνακόλουθη αλλαγή της φύσης και τρόπου οργάνωσης των κοινωνιών τουix
Οι παλιότεροι έτσι Δήμοι μετατρέπονται σε κοινωνίες ατόμων με κοινά συμφέροντα, προς ενίσχυση της ευζωίας των μελών τους. Μεταξύ αυτών και οι «ηγεμόνες», δηλαδή αυτοί που κατά Μακιαβέλλι είναι ικανοί να κατακτήσουν εξουσία επί των άλλων, με στόχους βεβαίως, πρωτίστως και κατά κανόνα, ατομικούς, δηλαδή ομοίων με αυτούς των υπηκόων τους. Μάλιστα ο Μακιαβέλλι τους συμβουλεύει να μην είναι αναγκαστικά ειλικρινείς και να φαίνονται φιλόθρησκοι. Τούτο το τελευταίο, προφανώς γιατί η Νεωτερικότητα, ήταν -και εξακολουθεί να είναι- εξαιρετικά ασταθής: το παρελθόν καταδήλως δεν έχει σβηστεί. Για να θυμηθούμε το κατά Γιούνγκ Συλλογικό Ασυνείδητο των λαών, τούτο κινείται απρόβλεπτα και ενίοτε καθοριστικώς στη διαμόρφωση της Ιστορίας.
Οι κοινωνίες έτσι σήμερα, στην τουλάχιστον φανερή τους εικόνα, έχουν μετατραπεί σε societies/sociétés, όροι που χρησιμοποιούνται για τις επιχειρήσεις και τις εταιρείες. Αν κάποιοι αισθάνονται αδικημένοι διαμαρτύρονται, ενίοτε βιαίως ή προτείνουν κάποιον άλλο τρόπο οργάνωσης της «εταιρείας» αυτής που να τις εξυπηρετεί καλλίτερα. Πάντως η έννοια της ευτυχίας του ανθρώπου είναι η ίδια και στον Μαρξ και στον Άνταμ Σμιθ, όπως μας επεσήμανε ο Καστοριάδης. Έτσι λοιπόν, το ενδιαφέρον των διανοητών, των ηγεμόνων και των υποψηφίων ηγεμόνων, είναι η θέσπιση ή η υπόσχεση θέσπισης, «κοινωνικών συμβολαίων» που θα εξυπηρετούν καλλίτερα τα μέλη αυτών των κοινωνιών/εταιρειών.
Μετά τον 16ο αιώνα λοιπόν, άρχισε να αναζητείται κοινωνική δικαιοσύνη. Τούτο γιατί από τότε αυξήθηκε δραματικά ο πληθυσμός, όπως και η παραγωγή (η γεωργική παραγωγή), με συνέπεια την εμφάνιση έντονων κοινωνικών ανισοτήτων και εκμετάλλευσης των φτωχών από τους πλουσίους, κάτι που εντάθηκε μετά από τη Βιομηχανική Επανάσταση του 18ου αιώνα. Ο Μώρος, από την αρχή του αιώνα αυτού, στηλίτευε την τότε κοινωνική κατάσταση, όπου έβλεπε « μια συνομωσία πλουσίων που προμηθεύονται τα αγαθά των υπό το όνομα και τον τίτλο του δημόσιου πλούτου»x.
Από τον 17ο όμως αιώνα, είναι που τίθενται τα θεμέλια της της σύγχρονης πολιτικής σκέψης-με την πολιτική υπό την σημερινή έννοια του όρουxi. Οι πρωτεργάτες Χομπς και Λοκ κατέληξαν στη διατύπωση πολιτικών προτάσεων που επηρέασαν καθοριστικώς την εξέλιξη της δυτικής πολιτικής θεωρίας και πρακτικήςxii.
Ο Χομπς προτείνει μια πολιτική κοινότητα, όπου το άτομο εκχωρεί τα προ-κοινωνικά του δικαιώματα σε ένα πρόσωπο ή σε ομάδα προσώπων, που εξασφαλίζουν την ασφάλειά του και την ευημερία του, με μία συμφωνία μεταξύ όλων, δηλαδή με ένα «κοινωνικό συμβόλαιο». Ο Λοκ, ως ανώτατες αρχές του Δικαίου θέτει τη λαϊκή βούληση, την ισονομία, την ελευθερία και τον σεβασμό της προσωπικότητας και της ελευθερίας του άλλου και εισηγείται «πολιτική ανυπακοή», αν τούτα δεν γίνονται σεβαστά.
Τελικώς όμως, την ουσιαστική επιρροή στον τρόπο οργάνωσης των σημερινών πολιτικών συστημάτων, άσκησαν οι Γάλλοι Διαφωτιστές του 17ου και 18ου αιώναxiii, με φανερά αποτελέσματα τις θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής οργάνωσης των Δυτικών κρατώνxiv. Η κυριότερη πρόταση των Γάλλων Διαφωτιστών, υπήρξε αυτή της διάκρισης των εξουσιών, σε Νομοθετική, Εκτελεστική και Δικαστική. Ας μη ξεχνούμε πως παρεμφερή διάκριση των Εξουσιών προέβλεπε και ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά τουxv. Με αυτήν τη διάκριση των Εξουσιών, επιτυγχάνεται σε κάποιο βαθμό διάχυση της πολιτικής εξουσίας σε περισσότερα μέλη της κοινωνίας, στην προσπάθεια να οδηγηθούμε σε αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα, προσομοιάζον της Ελληνικής Δημο-κρατίας, τηρουμένων βεβαίως των δεσμεύσεων από τα μεγέθη των πληθυσμών.
Πέραν όμως της διάχυσης της πολιτικής εξουσίας, αντικαθιστώντας τα παλαιότερα συγκεντρωτικά πολιτικά καθεστώτα, προσδίδεται στο όλο σύστημα και τρόπος αυτοελέγχου του, δηλαδή κάποιες δικλείδες ασφαλείας έναντι των αυθαιρεσιών των επί μέρους αρχόντων των τριών αυτών διακριτών και αλληλοελεγχόμενων πολιτικών εξουσιών. Οι εναπομείναντες βασιλείς, δεν επιτελούν παρά συμβολικό ρόλο, καίτοι ενίοτε και αυτός ο συμβολικός ρόλος λειτουργεί, π.χ. στη Μεγάλη Βρετανία. Ας μη ξεχνούμε τη δύναμη των συμβόλων, άλλοτε με θετικό άλλοτε με αρνητικό πρόσημο.
Αυτή η διάκριση των εξουσιών, καίτοι επιβάλλεται, άλλοτε ρητώς άλλοτε εμμέσως, από τα Συντάγματα όλων των Δυτικών κρατών, δεν φαίνεται να πολυ-εφαρμόζεται. Σε άλλη κράτη εφαρμόζεται λιγότερο, σε άλλα περισσότερο. Όπως άλλωστε και όλοι οι θεσμοί που στηρίζουν τον κοινοβουλευτισμό. Ιδού ο πρώτος κίνδυνος αλλοίωσης του πνεύματος, αλλά και του γράμματος, του πολιτεύματος της σημερινής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Ερχόμενοι στα καθ’ ημάς, εύκολα διαπιστώνουμε πως τα πράγματα βρίσκονται καταφανώς σε λάθος δρόμο. Λίγοι γνωρίζουν το Σύνταγμα της χώρας, ακόμα λιγότεροι του δίνουν την πρέπουσα σημασία. Τα Συντάγματα δεν είναι ζήτημα «συνταγματολόγων», αλλά (πρέπει να) είναι ζήτημα όλων μας. Δυστυχώς όμως ουδείς φιλοτιμείται να μας πληροφορήσει σχετικώς, έστω να μας επιστήσει την προσοχή, τα δε κόμματα, μαζί με τα ελεγχόμενα ΜΜΕ, ευχαρίστως ενισχύουν αυτή μας την αυτοεξαίρεση . Έτσι, η εκάστοτε κυβέρνηση εξουσιάζει τα πάντα, διορίζοντας τους επί κεφαλής των δήθεν διακριτών πολιτικών Εξουσιών και συνακολούθως ελέγχοντας όλους τους θεσμούς της Πολιτείας, ακόμα και όλους τους δημόσιους Οργανισμούς. Όλες δηλαδή οι συνταγματικώς διακριτές Εξουσίες υπάγονται στην Νομοθετική Εξουσία, δηλαδή στη Βουλή. Η οποία Βουλή ελέγχεται από τον εκάστοτε πρωθυπουργό. Γι’ αυτό και ο Γιώργος Κοντογιώργης ευστόχως αποκαλεί το πολιτικό μας σύστημα εκλεγόμενη μοναρχία.
Η Βουλή μάλιστα, η θεσμοθετημένη ως νομοθετική Εξουσία, καταδήλως λειτουργεί ψευδεπιγράφως. Εκεί ουδείς βουλεύεται. Ο κάθε υπουργός φέρνει νόμους προς ψήφιση, νόμους που ασυζητητί ψηφίζονται από όλους τους βουλευτές της συμπολιτεύσεως. Σε αντίθεση με άλλα φιλελεύθερα κράτη -τις ΗΠΑ π.χ.- αν κάποιος βουλευτής της συμπολιτεύσεως διαφωνήσει με νομοσχέδιο του κόμματός του, γίνεται πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες και κατά κανόνα διαγράφεται από το κόμμα του. Είναι απορίας άξιον γιατί συνεδριάζουν στη δήθεν Βουλή, αφού οι συμπολιτευόμενοι θα ψηφίσουν συλλήβδην, ενώ οι αντιπολιτευόμενοι θα αποφασίσουν επίσης αγεληδόν, κατά τις εντολές του αρχηγού τους. Θα αρκούσε ο αρχηγός κάθε κόμματος να έλεγε τι θα ψηφίσει το κόμμα του και το αποτέλεσμα θα το έβγαζε ένα κομπιουτεράκι. Είναι προφανές πως οι συζητήσεις γίνονται δίκην πρόζας προς για το φιλοθεάμον κοινό, προς αναζήτηση δηλαδή ψηφοφόρων, αν και το survivor δείχνει να ενδιαφέρει περισσότερο. Ίσως η μεγαλύτερη πληγή της Δημοκρατίας, δηλαδή αυτού που θεωρούμε δημοκρατία, είναι η απαξίωση της πολιτικής και η αποχή από τις ανά τετραετία δήθεν ελεύθερες εκλογές (το δήθεν αφορά στον τρόπο ελέγχου της «ελευθερίας» των ψηφοφόρων).
Τα Υπουργεία, ως όργανα της Εκτελεστικής Εξουσίας, σχεδόν αντικαθίστανται από τους υπουργούς, που είναι κατά κανόνα μέλη της νομοθετικής Εξουσίας και τους δεκάδες ή εκατοντάδες συμβούλων που φέρουν μαζί τους. Συχνά ακούμε πως δεν λειτουργούν κρίσιμοι τομείς τους, λόγω επικείμενων εκλογών. Πράγματι έτσι γίνεται: όλο το προσωπικό τους εξαρτάται από τον εκάστοτε υπουργό -και τους συμβούλους του- οι δε επικεφαλής των επι μέρους υπηρεσιών τους, πρακτικώς διορίζονται από αυτόν. Με άλλα λόγια υφίσταται μία εσωτερική των Υπουργείων «πλατεία Κλαυθμώνος» .
Ομοίως τα συμβαίνοντα και με τη Δικαστική Εξουσία. Η ηγεσία της επιλέγεται από την εκάστοτε κυβέρνηση, δηλαδή τον εκάστοτε πρωθυπουργό. Τούτο εμφανώς και θεσμοθετημένως. Αλλά και όλα τα υψηλόβαθμα στελέχη της, από την εκάστοτε κυβέρνηση εξαρτώνται, τούτο εντέχνως και αφανώς. Είναι φανερό πως η Δικαιοσύνη, ιδίως όσον αφορά σε κρίσιμα ζητήματα, ελέγχεται από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία: έχουμε πολλά κραυγαλέα παραδείγματα.
Ομοίως και με τον Πρόεδρο Δημοκρατίας, που επίσης επιλέγεται από τον πρωθυπουργό, έστω σε συνεννόηση με τους άλλους αρχηγούς: οι υπόλοιποι των τριακοσίων αντιπροσώπων μας, είναι διακοσμητικοί. Μάλιστα οι πολιτικές παρατάξεις που τον/την επιλέγουν, δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται ιδιαιτέρως ούτε για τη σημασία της συμβολική του παρουσίας. Αμφίβολη έτσι η ανόθευτη αντιπροσωπευτικότητα του πολιτικού μας συστήματος και η όποια Δημοκρατία, προς την οποίαν ομνύουν τα κόμματα.
Το μέλλον της εξέλιξης των πολιτικών συστημάτων και το μέλλον της Δημοκρατίας ως τρόπου οργάνωσης των κοινωνιών, δύσκολα μπορεί να προβλεφθεί. Εξαρτάται από το νόημα και τους στόχους που δίνουμε στις κοινωνίες και από το πώς βλέπουμε τον τρόπο παρουσίας μας εντός αυτών. Με άλλα λόγια, στο κατά πόσον θέλουμε να ενταχθούμε σε συλλογικό σώμα, με κοινούς στόχους και οράματα, προτάσσοντάς το της ατομικής μας προ-κοινωνικής και προ-πολιτικής αυτονομίας. Την ένταξή μας δηλαδή σε υποκείμενο της Ιστορίας, όχι εξαφανίζοντας την ατομικότητά μας, αλλά αναδεικνύοντάς την σε παράγοντα αυτού του ιστορικού υποκειμένου.
Επί του παρόντος διερχόμεθα προ-πολιτική οργάνωση των κοινωνιών, καθόσον ο λαός, αλλού λιγότερο, αλλού περισσότερο, είτε δεν συμμετέχει αυτοβούλως, είτε ελέγχεται και έτσι αποτελεί περισσότερο άλλοθι του κλειστού και ολιγομελούς συστήματος των πολιτικών διαχειριστών μας, παρά ουσιαστικό συμμέτοχο. Κάτι που βεβαίως, ως συνδεόμενο με τον τρόπο νοηματοδότησης της ζωής μας, είναι - ή θα έπρεπε να είναι- το κυριότερο ζητούμενο της Παιδείας.
Σήμερα επί πλέον, διαπιστώνουμε εκφυλισμό ή εν πάση περιπτώσει πολυσημία των εννοιών και αξιών που μέχρι τώρα διαμόρφωσαν την Ιστορία, πολυσημία που μοιραίως έχει οδηγήσει σε κοινωνικές συγκρούσεις. Στη σημερινή Ευρώπη βλέπουμε μια σχεδόν επισημοποιημένη «κουλτούρα ακύρωσης», δηλαδή ακύρωσης και απαξίωσης της ιστορίας της, της ταυτότητάς της και της ιδιοπροσωπείας της. Ομοίως σε όλη την αποκαλούμενη Δύση. Οι κοινωνικές αντιδράσεις και συγκρούσεις, επέφεραν άνοδο κομμάτων που είναι φορείς αυταρχικών έως απολυταρχικών πολιτικών προτάσεων, δηλαδή της περαιτέρω απομάκρυνσης των κοινωνιών από Δημοκρατικές αρχές. Είναι φανερό πως οι προτάσεις της Νεωτερικότητας δεν έχουν υιοθετηθεί πλήρως από τους λαούς, οι οποίοι φαίνεται να βρίσκονται σε μία σύγχυση ιδεών παλαιών και νέων, με αποτέλεσμα επιτήδειοι ηγεμόνες να μπορούν να οδηγήσουν την ανθρωπότητα σε δυσάρεστες έως τραγικές επιλογές, μέχρι και σε πολέμους (η ιστορία της Ευρώπης ΧΧου αιώνα , είναι εύγλωττή και διδακτική).
Επί πλέον, φαίνεται πως σήμερα τα πάντα ελέγχονται και εξαρτώνται από τους οικονομικά ισχυρούς, άτομα και ολιγομελείς συνασπισμούς, που σκέφτονται και δρούν ερήμην των λαών. Οι δε λαοί άγονται και φέρονται από ειδικούς προς τούτο επικοινωνιολόγους, με αποτέλεσμα η οποιαδήποτε προσπάθεια εμβάθυνσης στην πολιτική θεωρία και πρακτική, να φαντάζει ως ματαιοπονία.
Θα ήθελα να σταθώ εδώ στην ουτοπική προσδοκία, ίσως επί του παρόντος και μόνο ουτοπική, πως η τεχνολογία της πληροφορικής και το διαδίκτυο, θα επαναδημιουργήσουν Δήμους και Πόλεις, με συνακόλουθη αναγέννηση της Δημο-κρατίας. Προς αυτό ελπίζει -όπως φαίνεται σε πολλά κείμενά του- και ο Γιώργος Κοντογιώργης. Ήδη άλλωστε, βλέπουμε μία εκπληκτική σε ποσότητα και ταχύτητα διακίνηση πληροφοριών και απόψεων. Βεβαίως, είναι φανερό πως σήμερα τούτο χρησιμοποιείται από τους ιδιοκτήτες και τους ελέγχοντες το διαδίκτυο, αλλά και τα τηλεοπτικά κανάλια, προς χειραγώγησή μας, προτείνοντάς μας, πειστικά και με επιτυχία, από φίλτρα νερού έως πολιτικούς. Καταφανώς δηλαδή ελεγχόμεθα από «μεγάλους αδελφούς». Φαίνεται έτσι αδύνατον, σε αυτό το περιβάλλον, να αναγεννήσουμε τη Δημοκρατία.
Όμως, όπως έλεγε ο Τσώρτσιλ, «δεν θα είμαστε χρήσιμοι αν δεν είμαστε αισιόδοξοι». Αν κατορθώσουμε να ισχυροποιήσουμε και να επιβάλουμε την πιστή εφαρμογή των υφιστάμενων θεσμών, αλλά και τη δημιουργία νέων καταλληλότερων, όπως και πανίσχυρων δικλείδων ασφαλείας που να εγγυώνται την εφαρμογή τους, ίσως καταφέρουμε, τόσο, αρχικώς, να προσεγγίσουμε τη Δημοκρατική οργάνωση των κοινωνιών μας, όσο και να επιτύχουμε, μελλοντικώς, τον ουτοπικό σήμερα στόχο επαναδημιουργίας Δήμων. Οι Νεωτερικές κοινωνίες, μόνο με ισχυρούς θεσμούς μπορούν πλέον να προσεγγίσουν τη Δημοκρατία, ανταποκρινόμενη εννοιολογικώς στην ετυμολογία του όρου αυτού. Θεσμούς επικαλούντο όλοι οι πολιτικοί διανοητές των νεωτέρων χρόνων, θεσμούς επικαλούμεθα και μείς.
Οι πολιτικές παρατάξεις που θα τονίσουν αυτήν την ανάγκη, αλλά και θα τηρήσουν τις γι’ αυτό υποσχέσεις τους, θα έχουν πολλά να κερδίσουν, όπως και όλοι εμείς. Αναμένουμε.
i Το κείμενο είναι προσαρμογή ομιλίας στα πλαίσια εκδήλωσης του « ΜΟΝΕΥ SHOW» που διοργανώθηκε στο HYATT REGENCY, στη Θεσσαλονίκη , στις 29/01/2024, από το «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ»
ii Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», Εκδ. Πάππας 2008
iii «….μόνοι γάρ τον τε μηδέν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ᾽ ἀχρεῖον νομίζομεν…»
iv για να χρησιμοποιήσω όρο ηθική, που ερμηνεύουμε λανθασμένα: ετυμολογικώς η «ηθική» προέχεται εκ του «ήθος», που είναι εκτεταμένος τύπος του «έθος», που σήμαινε ταυτοχρόνως τη διαμονή, το ενδιαίτημα, όσο και τη συνήθεια, το έθιμο
v Ας δούμε την Πόλι, όπως την περιγράφει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του : «….Απ′ αυτό συνάγεται ότι η Πόλις αποτελεί μια φυσική πραγματικότητα και ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώο πολιτικό…………….Ότι λοιπόν η Πόλις είναι μια φυσική πραγματικότητα και πιο σημαντική από το κάθε άτομο είναι φανερό. ………….. Όλων λοιπών των ανθρώπων η ορμή προς μία τέτοια κοινωνία ανάγεται στην ίδια τους τη φύση, και εκείνος που πρώτος συγκρότησε μια τέτοια κοινωνία είναι πρωτουργός μέγιστων αγαθών….. Η δε ανώτερη Τέχνη κατά τον Αριστοτέλη είναι η Πολιτική : «….. αφού αυτή ορίζει ποιές τέχνες/επιστήμες πρέπει να καλλιεργούνται σε μια πόλη, με ποιές πρέπει να ασχολείται ο κάθε επιμέρους πολίτης και ως ποιό βαθμό…. δεδομένου ότι η Πολιτική ορίζει με τους νόμους της τί πρέπει να κάνουμε και τί όχι, το τέλος της πρέπει, σκέφτομαι, να περιέχει τα τέλη όλων των άλλων τεχνών/επιστημών. Συμπέρασμα: αυτό το τέλος θα πρέπει να είναι το αγαθό για τον άνθρωπο….» (μετ. Δ.Λυπουρλής, Ηθικά Νικομάχεια).
vi σημειωτέον πως οι έννοιες της ευδαιμονίας και της ευτυχίας του ανθρώπου δεν είναι ίδιες σε όλες της εποχές
vii παρότι οι πατρίκιοι αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν κάποιες πολιτικές αρμοδιότητες και τους πληβείους, μετά τον 3ο αιώνα
viii ήδη από την πρώτη φάση της ρωμαϊκής επικράτειας, η μορφωμένη ελίτ μιλούσε Ελληνικά, ενώ μετά τον Ιουστινιανό τα Ελληνικά καθιερώθησαν ως επίσημη γλώσσα της ανατολικής ρωμαϊκής επικράτειας (είχε χωριστεί, μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου Α΄, το 395 μ.Χ., σε Δυτική και Ανατολική Ρωμαϊκή επικράτεια). «Βυζαντινή αυτοκρατορία», ουδέποτε υπήρξε.
ix Προσοχή: δεν πρέπει να συγχέουμε την εξατομίκευση με τον ανθρωπισμό και την ατομοκεντρικότητα, αυτή δε η Νεωτερικότητα δεν αφορά παρά τη Δύση, στην Ανατολή τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, δεν είναι του παρόντος να μιλήσουμε γι’ αυτά, ίσως στη συζήτηση.
x Μπέρτραντ Ράσσελ, Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, τόμος Β’, σελ. 199, Αθήνα, Εκδόσεις Αρσενίδη
xi ελλειπουσών των Πόλεων υπό την αρχαιοελληνική τους έννοια.
xii O Χόμπς ζώντας σε μια ταραγμένη εποχή για την Ευρώπη (δριμείες θρησκευτικές διαμάχες και τριακονταετής πόλεμος), θεωρεί τον άνθρωπο εγωϊστή και ιδιοτελή, που προτάσσει πάντα το προσωπικό του συμφέρον και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Επικρατεί μια κατάσταση «πολέμου των πάντων εναντίον των πάντων» και κάθε άνθρωπος είναι εχθρός κάθε άλλου ανθρώπου - «Homo homini lupus» . Επινοεί λοιπόν μια πολιτική κοινότητα, όπου το άτομο εκχωρεί τα προ-κοινωνικά του δικαιώματα σε ένα πρόσωπο ή σε ομάδα προσώπων, που εξασφαλίζουν την ασφάλειά του και την ευημερία του, με μία συμφωνία μεταξύ όλων, άλλως ένα «κοινωνικό συμβόλαιο». Εισάγει και την έννοια του κράτους, που το παρουσιάζει στο έργο του «Leviathan or the Matter, Form and Power of a Commonwelth Ecclesiastical and Civil», που γράφτηκε το 1651. Προτάσσεται η ανάγκη κοινότητας που συνέχεται με σύμβαση μεταξύ ίσων ανθρώπων, με συμφωνία μάλιστα που μπορεί να αναιρεθεί. Μόλις άλλωστε πριν λίγα χρόνια, το 1648, με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας οριστικοποιήθηκε η διαδικασία δημιουργίας εθνών-κρατών : Ευρύτεροι χώροι, με κατοίκους που έχουν κοινά συμφέροντα, ομαδοποιούνται ως ανεξάρτητες και κυρίαρχες χωρικές οντότητες με συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια και με κεντρική διοίκηση. Ο Λόκ (John Locke, 1632-1704), ανθρωπιστής και αντι-αυταρχικός, ως ανώτατες αρχές του Δικαίου έθεσε τη λαϊκή βούληση, την ισονομία, την ελευθερία και τον σεβασμό της προσωπικότητας και της ελευθερίας του άλλου.
xiii Βρισκόμαστε στην εποχή που Επαναστατούν οι αποικίες της Μεγάλης Βρετανίας στην Αμερικανική Ήπειρο, με κατάληξη τη Διακήρυξη της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας το 1776 και στη Γαλλία ανετράπη με επανάσταση η μοναρχία.
xiv Έχει ήδη επιτευχθεί οι δημιουργία ανεξαρτήτων κρατών με τις Συνθήκες της Βεστφαλίας (το 1648)
xv ″ἔστι δὲ τῶν τριῶν τούτων ἓν μὲν τί τὸ βουλευόμενον περὶ τῶν κοινῶν, δεύτερον δὲ τὸ περὶ τὰς ἀρχάς, τοῦτο δ᾽ ἐστὶ τίνας δεῖ καὶ τίνων εἶναι κυρίας, καὶ ποίαν τινὰ δεῖ γίνεσθαι τὴν αἵρεσιν αὐτῶν, τρίτον δέ τί τὸ δικάζον”.