Μάνος Παπάζογλου - Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Ελλάδα και Τουρκία εμπλέκονται σε μια αέναη παρτίδα σκάκι, καθώς είναι δύο χώρες ”αιχμάλωτες της γεωγραφίας”. Είναι, όμως, εφικτό να είναι και οι δύο νικητές. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, αυτό ισχύει εάν αποφύγουν μια μεγάλη ήττα. Στην τελευταία σειρά των διενέξεων μεταξύ των δύο χωρών την περίοδο 2020-22 είναι βέβαιο ότι αξιολογήθηκε η κλίμακα της ήττας για κάθε πλευρά, η οποία εξηγεί την επιλογή της «επίθεσης ειρήνης» σε έναν κόσμο που συνταράσσεται από την στρατιωτική βία.
Από την σκοπιά της Ελλάδας, οι παραβιάσεις του εναέριου χώρου, η αμφισβήτηση της κυριαρχίας σε νησιωτικά τμήματα της επικράτειας, η ασύμμετρη απειλή στα σύνορα του Έβρου, η διένεξη για τον προσδιορισμό της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, η ερευνητική δραστηριότητα στο Αιγαίο, το «τουρκολιβυκό» σύμφωνο αξιολογήθηκαν ως απειλές κατά της εθνικής κυριαρχίας. Η διπλωματική και επιχειρησιακή αντίδραση ήταν άμεση, και τελικά αποτελεσματική.
Με διακομματική συναίνεση και στήριξη διαδοχικών κυβερνήσεων, η χώρα ενίσχυσε τους διεθνείς διπλωματικούς δεσμούς της όσο ποτέ στο παρελθόν με τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Οι διεθνείς συμμαχίες, η επίκληση του διεθνούς δικαίου, αντί της άτακτης προσφυγής σε μια διμερή διαπραγμάτευση με όρους στρατιωτικής πυγμής, σε συνδυασμό με την άμεση υλοποίηση ενός σημαντικού εξοπλιστικού προγράμματος με νέες μονάδες πολεμικής αεροπορίας και ναυτικού, ήταν οι ορθές κινήσεις για την ανάσχεση της επιθετικότητας του αντιπάλου.
Από την σκοπιά της Τουρκίας, προσμετρήθηκε το κόστος των διεκδικήσεων σε επίπεδο διεθνούς κοινότητας, καθώς βρέθηκε εκτεθειμένη στην κριτική και τους περιορισμούς από την αμερικανική πλευρά, ενώ συστηματικά τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είχαν καταδικαστικές αναφορές για την παραβατική συμπεριφορά της στο Αιγαίο. Ο Ερντογάν ασκεί δριμεία κριτική στη Δύση, αλλά δεν θα απορρίψει τα οφέλη της τελωνειακής σύνδεσης και εμπορικών συναλλαγών με την ΕΕ, και μπορεί να δει και την ωφέλεια της καλής γειτονίας με τους Έλληνες. Το κόστος μιας επιχειρησιακής εμπλοκής είναι βέβαιο ότι αξιολογήθηκε ως πολύ υψηλό, καθώς κράτη και ηγεσίες παραμένουν ορθολογικά δρώντα υποκείμενα. Ο νέος αμυντικός εξοπλισμός της Ελλάδας διαμορφώνει μια σταθερή εκτίμηση για το υψηλό κόστος σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέπουμε την στενά πολιτική διάσταση. Ο Ερντογάν ως αυθεντικό πολιτικό ον κέρδισε τις εκλογές, οπότε δεν χρειάζεται πλέον το ζήτημα «Ελλάδα» για να συσπειρώνει ψηφοφόρους, ενώ γρήγορα κατάλαβε ότι θα είχε οριστικά συνομιλητή του τον Κ. Μητσοτάκη με τα δεδομένα της δημοκρατικής «ηγεμονίας» και την ασύμμετρη κοινοβουλευτική ισχύ.
Η νίκη των δύο πλευρών αποτυπώνεται στην αποχή από τις επιχειρησιακές προστριβές στο εναέριο και θαλάσσιο πεδίο του Αιγαίου, αλλά και την κατάπαυση των διπλωματικών πυρών στα Ηνωμένα Έθνη, την Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες.
Η «Διακήρυξη των Αθηνών» για την συνομολόγηση των ειρηνικών προθέσεων και οι διμερείς συμφωνίες σε πολλούς τομείς κυβερνητικής δράσης διαμορφώνουν ένα γόνιμο πλαίσιο για αμοιβαίως επωφελείς πρωτοβουλίες.
Η παρτίδα, όμως, συνεχίζεται, γιατί δεν έχουμε επιλύσει τα πλέον ακανθώδη, ενώ δεν πρέπει να παραβλέπουμε το υψηλό κόστος που έχει ήδη καταβληθεί (πχ για την Ελλάδα το αμυντικό κόστος ως υψηλό % ΑΕΠ).
Για την ελληνική πλευρά οι κινήσεις αφορούν μόνο στην παραπομπή της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στη Χάγη, αλλά η τουρκική πλευρά εγείρει πολλά περισσότερα ζητήματα, και μάλλον δείχνει προτίμηση στις διμερείς διαπραγματεύσεις. Πάντως, ζητήματα όπως η αιγιαλίτιδα, η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ πρέπει να διευθετηθούν με όρους διεθνούς δικαίου, προκειμένου να είναι αδιαμφισβήτητη η τελική επίλυση.
Με αμιγώς πολιτικούς όρους κατανοούμε ότι υφίσταται ένα momentum με ηγεμονικούς πρωταγωνιστές τους Μητσοτάκη και Ερντογάν, το οποίο πρέπει να αξιοποιηθεί στο διάστημα της διετίας, πριν εκδηλωθούν άλλες εξελίξεις και συνθήκες, οι οποίες μπορεί να υπονομεύσουν την εξομάλυνση των σχέσεων.
Οι δύο πλευρές πρέπει να εκτιμήσουν τι συνιστά ήττα, για να κατανοήσουν πώς θα αξιολογήσουν τα κέρδη της ειρηνικής διευθέτησης.
Για την ελληνική πλευρά, έχει εξουδετερωθεί το σύνδρομο των «λεονταρισμών» και της πατριδοκαπηλίας, και η συντριπτική πλειονότητα των κοινοβουλευτικών δυνάμεων κατανοούν τις απειλές και ομονοούν στις διεκδικήσεις και τι συνιστά εθνικό συμφέρον.
Η άγνωστη παράμετρος είναι εάν το καθεστώς Ερντογάν διαθέτει μια ανάλογα σταθερή εκτίμηση, ή θα την αναθεωρήσει εάν βρει το κατάλληλο «παράθυρο ευκαιρίας» με την αλλαγή συσχετισμών σε επίπεδο περιφερειακών δυνάμεων.