Πάσχα καλοκαιριού στη Σκρα Κατερίνης

...ο Κούντερα, αλλά και ο Νίτσε, ορίζουν την «πρόοδο» ως την μεγαλύτερη ανθρώπινη φρεναπάτη...

«Όταν πριν από εννέα χρόνια έχασες τον πατέρα σου ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, την 28η Οκτωβρίου εκείνη τη χρονιά δεν έβγαλα σημαία. Είπα, έφυγε ο γείτονάς μου κι εγώ θα σημαιοστολήσω; Που να ξέρω ότι μετά από χρόνια τις ίδιες ημέρες θα χάσω τον άνδρα μου».

Αυτά μου είχε πει η Ελένη μέσα στο δρόμο, και δε μίλησα, απλώς σφιχταγκαλιαστήκαμε. Εκείνες τις μέρες είχαμε ανέβει Κατερίνη, ο καιρός ακόμα κρατούσε καλός και καθόμασταν με τον μικρό στο μπαλκόνι. Ο μικρός είχε τρελαθεί και ήθελε όλο το πρωινό με τις μπαλκονόπορτες ανοιχτές να ακούμε το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» και το «Πήραμε το Αργυρόκαστρο, αέρα, αέρα, αέρα». «Σε παρακαλώ», του έλεγα ξανά και ξανά, «πρέπει να έχουμε πολύ σιγά τη μουσική, έχουμε πένθος στη γειτονιά».

Πριν από χρόνια πάλι, σαν έκανα να βγω από τη Σκρα και να πάρω τη Ζαλόγγου, έπεσα πάνω στο τραπεζάκι που βγάζει ένα άλλο γειτονόπουλο έξω από το μαγαζί του. Σαν του προέτεινα το χέρι και τον συλλυπήθηκα από καρδιάς για τον πατέρα του, -ήταν ακόμα και το δικό μας πένθος νωπό-, εκείνος πετάχτηκε όρθιος σε ένδειξη σεβασμού και εκτίμησης. «Γειτονάκι, τώρα οι γονείς μας είναι μαζί και τα λένε στον ουρανό», μου είχε πει ο Μιχάλης.

Αυτή είναι η γειτονιά μου, η γειτονιά στην οποία μεγάλωσα, ένα κομπολόι κεχριμπαρένιο, κάθε σπίτι και μία χάντρα κεχριμπαρένια με το δάκρυ του. Απέναντι, αριστερά, είχε φύγει πρόωρα η μητέρα του Αλέξη. Την άνοιξη φέτος ήρθε ολοζώντανη στον ύπνο μου. «Είναι καλά ο Αλέξης;», με ρώτησε επιτακτικά. «Μια χαρά είναι, κυρία Μαίρη, πάμε να τον βρούμε, να σας τον δείξω». Και μόλις πλησιάσαμε και τον είδε και ησύχασε, έγινε πάλι φως κοντά μου.

Κάτι Χριστούγεννα του Άι-Γιαννιού, η Αλέκα ακριβώς απέναντι, μας ευχόταν από το μπαλκόνι για τον Γιάννη και την Ιωάννα. Εμείς αντευχηθήκαμε για τους δικούς τους. «Είδατε, γεμίσαμε τη γειτονιά Γιάννηδες και Ιωάννες», είπε χαμογελώντας, μετά κοίταξε για μια στιγμή τον ουρανό και χάθηκε ευθύς αμέσως πίσω από τις κουρτίνες του σπιτιού της, να μην δούμε, να μην καταλάβουμε ό,τι ακριβώς είχαμε και εμείς μέσα στα σωθικά μας.

Σε αυτή τη γειτονιά φέτος, παραμονή Πάσχα καλοκαιριού, γυρνούσα και τριγυρνούσα, να προλάβω να μιλήσω σε κάθε γειτονάκι ξεχωριστά. «Μαμά, μπαίνουμε σήμερα σε όλα τα μαγαζιά να πούμε καλή Παναγία;».

«Δεν υπάρχει κύμα που να μην φτάνει στο γιαλό», «όταν μία ζωή πιστεύεις στο θαύμα, τότε δεν θα αργήσει να γίνει», «ό,τι κοιτάς διά βίου στο τέλος θα γυρίσει να σε κοιτάξει κι εκείνο», έλεγε ο Κωστής Παπαγιώργης. Ενώ ο Μπλεζ Πασκάλ έγραφε: «Στοιχηματίστε στην ύπαρξη του Θεού, αν χάσετε, δεν έχετε να χάσετε τίποτα, αν κερδίσετε, τότε κερδίζετε τα πάντα. Πιστέψτε, κι αν στην αρχή δεν πιστεύετε, φερθείτε ως εάν πιστεύατε, στο τέλος θα πιστέψετε στα αλήθεια».

«Μαμά, η Κατερίνη είναι ο δικός μας μυστικός παράδεισος». Μια φορά στον κεντρικό πεζόδρομο είχαμε συναντήσει μητέρα παιδικής φίλης. Απορροφημένη από το αίσθημα και το θέαμα της πατρίδας, σε ερώτημα πώς είμαι και τί κάνω της είχα απαντήσει αυθόρμητα: «Απολαμβάνω, απολαμβάνουμε, για τον μικρό και εμένα η Κατερίνη είναι ένας παράδεισος». «Με δουλεύεις;», εκείνη μου απάντησε μισοπειραγμένα. «Όχι», έσπευσα να διευκρινίσω. «Ο Κούντερα ορίζει τον παράδεισο ως την αιώνια επανάληψη, ως την απόλυτη ασφάλεια, εκεί που δεν υπάρχει ίχνος αλλαγής, στάλα προόδου. Εκεί όπου κάθε ημέρα είναι ίδια. Έτσι ακριβώς είναι η Κατερίνη, και θα έχω μια ζωή αγκάθι στην καρδιά που μεγαλώνω τον μικρό στην Αθήνα, καίτοι ερχόμαστε όσο πιο συχνά μπορούμε».

Με αποχαιρέτησε με ευγένεια, ελαφρώς σκοτεινιασμένη για την έλλειψη προόδου στην πόλη της. Μα δεν είχα προλάβει να της πω ότι ο Κούντερα, αλλά και ο Νίτσε, ορίζουν την «πρόοδο» ως την μεγαλύτερη ανθρώπινη φρεναπάτη.

Καλό Πάσχα Καλοκαιριού, από τον πιο όμορφο δρόμο επί γης, τη Σκρα Κατερίνης. Πλατυτέρα των Ουρανών, υπέρ ψυχών δεόμεθα.

Δημοφιλή