Η «επανάσταση» 1946 - 49 – όπως έγραφε το 1974 από τη Στοκχόλμη ο Ανδρέας Παπανδρέου στον Αλβανό δικτάτορα σύντροφο Χότζα (χωρίς να βάζει τη λέξη σε εισαγωγικά) για να πετύχει την απελευθέρωση του Β. Φιλίππου από τις αλβανικές φυλακές, είχε στραπατσάρει πολλές βιογραφίες και από τις δύο πλευρές, όπως συμβαίνει σε κάθε εμφύλια σύγκρουση.
Ορισμένες τις έκοψε πρόωρα, άλλες τις σημάδεψε δια βίου με τραύματα και αναπηρίες, σε κάποιες άλλαξε τροχιά και γεωγραφικό στίγμα.
Μερικοί έγιναν για λίγο υπουργοί και στρατηγοί, πριν αναγκαστούν να προσαρμοστούν στην πεζή καθημερινότητα του υπαρκτού σοσιαλισμού που ήταν αρκετά διαφορετικός από εκείνον που οι ίδιοι είχαν φανταστεί.
Υπάρχει όμως μια κατηγορία ανθρώπων που ενώ δεν είχαν πάρει μέρος στη σύγκρουση ούτε από την πλευρά της «επανάστασης», ούτε από εκείνη της «αντίδρασης», είδαν τη ζωή τους να μπαίνει σε ένα καλούπι που ούτε το φανταζόταν, ούτε το επέλεξαν, ούτε το επιθυμούσαν. Το «κίνημα» καθόρισε βίαια τη ζωή τους χωρίς πειθώ και χωρίς διαπραγμάτευση.
Είναι τα παιδιά του εμφυλίου.
Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο της Στεφανίας Σουλή («Ζηρό. Μαρτυρία για τις παιδουπόλεις», εκδόσεις Άνεμος, Αθήνα 2020), το τρίτο κατά σειράν που ασχολείται με τον εμφύλιο και τα απόνερά του στον μικρόκοσμο, η συγγραφέας καταπιάνεται με τις ασυνέχειες στη ζωή ενός παιδιού, με την πορεία του – βιογραφική και ψυχοσυναισθηματική – μέσα στον λαβύρινθο της πρώιμης μετεμφυλιακής κατάστασης πραγμάτων.
Αλλά πίσω από τις εμπειρίες του Γιάννη ο αναγνώστης μπορεί να φανταστεί τις αντίστοιχες χιλιάδων παιδιών που η μοίρα τα οδήγησε στην ίδια πορεία: στην τροχιά της αποξένωσης.
Ο Γιάννης ήταν ακόμη για ένα μήνα στην κοιλιά της μητέρας του, όταν ο πατέρας του θα εκτελεστεί από τους «επαναστάτες» του συγκροτήματος Πετρίτη που τότε δρούσε στην περιοχή της Ντουσκάρας, στην Ήπειρο.
Ταξινομήθηκε ως «αντιδραστικός» όχι επειδή έκανε προπαγάνδα εναντίον του ΚΚΕ και του στρατού του, ούτε επειδή συμμετείχε σε αντίπαλη ένοπλη ομάδα το 1948 που εκτελέστηκε, αλλά επειδή αρνήθηκε να πάρει όπλο και να πολεμήσει στο πλευρό των βασανιστών του. Είχαν και πληροφορίες από το χωριό ότι κάποτε, όταν ήταν 16 χρονών, είχε γραφτεί στο Ζέρβα για να πάρει μια χλαίνη.
Η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε, αυτή ήταν η εντολή του πατέρα της. Αλλά οι νοοτροπίες του αγροτικού κόσμου της εποχής δεν προέβλεπαν μεταφορά του τέκνου στη νέα οικογένεια, η μητέρα έπρεπε να αποχωριστεί τα προηγούμενα βάρη – ένα επί πλέον στόμα να ταΐσει – αν αποφάσιζε να δημιουργήσει νέα οικογένεια.
Ο πατέρας στον τάφο και η μητέρα μακριά, με άλλες έγνοιες. Και ο Γιάννης ξεκρέμαστος.
Όχι ακριβώς, γιατί υπήρχαν οι παππούδες. Κι εκεί που το παιδί άρχισε να νιώθει ότι είχε μια «εστία», ότι υπήρχε σπίτι να μείνει, δικό του σπίτι και όχι ξένο, εκεί που άρχισε με δυσκολίες να μαθαίνει γράμματα στο Δημοτικό του χωριού, να παίζει με τα άλλα παιδιά, έστω με το στίγμα του ορφανού, αφού η αγκαλιά της μάνας και του πατέρα γι’ αυτόν δεν υπήρχε όταν γύριζε στο σπίτι, η οικογένεια του παππού που δυσκολευόταν να θρέψει τα δικά της παιδιά, είδε μια διέξοδο για τον μικρό: τη βασιλική πρόνοια με τις παιδουπόλεις της.
Αν ο Γιάννης πάει στην Αγία Ελένη, την παιδούπολη των Ιωαννίνων, θα έχει μια καλύτερη τύχη. Κάποιοι θα τον φροντίζουν δωρεάν, θα μαθαίνει γράμματα και – το κυριότερο – θα’ χει ψωμί να φάει.
Βοήθησε και ο δάσκαλος του χωριού να λυθεί ένα κοινωνικό πρόβλημα, όπως το έβλεπε αυτός, και κάποια μέρα ο Γιάννης βρίσκεται στην αυλή της Αγίας Ελένης, χωρίς καλά-καλά να ξέρει γιατί τον πήγαν εκεί.
Ούτε τον ρώτησε κανείς αν συμφωνεί με τη λύση, ούτε τον είχαν ενημερώσει για την απόφαση του απογαλακτισμού από την ersatz-οικογένεια. Που όμως για το παιδί δεν ήταν καθόλου υποκατάστατο, αλλά αληθινή οικογένεια, με τη θαλπωρή, την αγάπη και την προστασία που κάθε παιδί χρειάζεται στην ηλικία αυτή. Η οικογένεια του παππού ήταν η εστία του και το χωριό οι ρίζες του.
Τα βιώματα που προκάλεσε αυτή η διπλή απόκλιση από μια κανονική ζωή που θα μπορούσε να έχει ο Γιάννης, αν δεν είχε εκτελεστεί ο πατέρας του και δεν είχε ξαναπαντρευτεί η μητέρα του και αν ο παππούς δεν τον είχε στείλει στην ηλικία των επτά στην παιδούπολη, εκθέτει στο νέο της βιβλίο με τέχνη η Στεφανία Σουλή.
Το βιβλίο διαφέρει αισθητά από άλλα αντίστοιχα που ασχολούνται με τις παιδουπόλεις είτε για να τις υμνήσουν ως προνοιακές δομές υπέρ των αδυνάτων και ευάλωτων, είτε να τις συκοφαντήσουν ως προπαγανδιστικά κέντρα της βασίλισσας.
Αυτό που ενδιαφέρει την συγγραφέα είναι να δώσει την ευκαιρία στον αναγνώστη να αισθανθεί τι είδους ψυχικές καταστάσεις δημιουργεί σε ένα παιδί η αποκοπή από την εστία του, όσο αναγκαία και αν αυτή φαίνεται από τη σκοπιά εκείνων που την προωθούν και όσο θετικό μπορεί να είναι το ισοζύγιο από τη σκοπιά του εκπαιδευτικού αποτελέσματος.
Η απώλεια της εστίας είναι το μόνιμο βίωμα του παιδιού, αλλά δεν είναι δικό του μόνο βίωμα: «Κι εγώ δε μιλούσα για τον σκοτωμένο πατέρα μου, την ξαναπαντρεμένη μητέρα μου, για τα ετεροθαλή αδέλφια που είχα.
Δεν ήθελα να ξύνω τις πληγές μου, αλλά τώρα καταλαβαίνω ότι το ίδιο συνέβαινε με όλους μας. Κανένας δεν άντεχε να μιλήσει για όσα τον βασάνιζαν (σ. 166)», θυμάται ο Γιάννης.
Οι σπάνιες συναντήσεις με τη μητέρα του στο νέο της περιβάλλον ενεργοποιούσαν το βίωμα της ανάγκης για μια εστία («εδώ θέλω να μείνω, με τη μάνα μου και τ’ αδέλφια μου, έλεγε μια φωνούλα μέσα μου πριν αποκοιμηθώ», σελ. 65), ενώ οι πολύωρες συζητήσεις με τη μάνα χωρίς την παρουσία των ετεροθαλών αδελφών του έδειχναν πόσο δύσκολο ήταν για εκείνη να δεχθεί την σκληρή πραγματικότητα («την άκουγα τη μάνα μου να μου μιλάει σα να ήταν ο πατέρας μου ζωντανός, σα να έλειπε στον πόλεμο και να τον περίμενε να γυρίσει…», σ. 64).
Και αυτό ακριβώς ήταν που έκανε δύσκολη την εμπειρία της παιδούπολης, παρά τα θετικά της.
Οι πιο δύσκολες στιγμές και στις δύο παιδουπόλεις (Αγία Ελένη Ιωαννίνων και Άγιος Αλέξανδρος Ζηρού) δεν είχαν σχέση με το προσωπικό τους, που ο Γιάννης αγαπούσε, ούτε με το φαγητό ή με τα νταηλίκια των συμμαθητών του των οποίων ήταν αποδέκτης.
Ούτε πάλι με τα μαθήματα που σε κάποια, όπως τα μαθηματικά, ήταν πολύ καλός και σε άλλα αδύνατος. Ήταν οι στιγμές όταν ερχόταν ο καιρός για τις διακοπές του Πάσχα και του καλοκαιριού, που το κλίμα σε όλη την παιδούπολη άλλαζε, καθώς τα περισσότερα παιδιά ψυχικά ήταν ήδη στο δρόμο για το χωριό.
Όμως αυτός, μαζί με κάποιους άλλους, έμεναν γιατί κανείς από τους οικείους δεν ερχόταν να τους αναζητήσει και να τους συνοδεύσει για το χωριό:
«Τελείωσε το σχολείο κι εμένα με έχει κυκλώσει η θλίψη. Κάθε μέρα κι ένα κρεβάτι ελευθερώνεται στην ομάδα μου.
Συγγενείς πάνε κι έρχονται στην πύλη. Τα παιδιά φεύγουν για τα χωριά τους…Η αρχή των καλοκαιριών διακοπών μου έφερε τέτοια στεναχώρια που δεν μπορώ να την περιγράψω.
Ούτε το οκτώ και μισό που πήρα στη βαθμολογία του σχολείου μπορεί να διώξει τη συννεφιά που έχω μέσα μου» (σ. 159).
Η αρχική εστία χάθηκε από την «επανάσταση». Η δεύτερη, η υποκατάστατη, χάθηκε από τη φτώχεια και το άγχος για μια μελλοντική προστασία του παιδιού.
Η παιδούπολη έδωσε προστασία, συντροφιά, θαλπωρή και παιδεία. Δεν ήταν, όμως, και δεν θα μπορούσε να είναι το ισοδύναμο της οικογένειας και του χωριού: του φυσικού χώρου μέσα στον οποίο θα είχε μεγαλώσει ο Γιάννης, καλώς εχόντων των πραγμάτων. Που είχε την ατυχία να γεννηθεί σε ανώμαλη εποχή, όπου τα πράγματα εξ αρχής πήγαν στραβά.