«Αχ ΠΑΣΟΚ…Ωραία Χρόνια !». Μπορεί η τηλεοπτική αυτή ατάκα να κυριάρχησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έστω και ως μία ειρωνική ή διασκεδαστική διαπίστωση, ωστόσο δεν έλειψαν και οι σκληροί χαρακτηρισμοί του τύπου πως το ΠΑΣΟΚ είναι ένα “πολιτικό απολίθωμα“ ή ένας “πολιτικός ξενιστής“.
Ίσως οι παραπάνω χαρακτηρισμοί να είναι αδόκιμοι για έναν πολιτικό φορέα που γιορτάζει τα 48 χρόνια από την ίδρυσή του. Τα σχόλια και οι αναλύσεις των ειδικών ποικίλλουν ανάλογα με την κομματική «συγγένεια» και συμπάθεια ή τα πολιτικά – κομματικά συμφέροντα. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει αντικειμενική κρίση αφού πάντα το υποκείμενο κρίνει και αξιολογεί.
Ωστόσο κάποιες αλήθειες είναι αναγκαίες στο βαθμό που επιζητούμε ως πολιτικά όντα να αξιολογούνται σωστά εκείνα τα κόμματα που στιγμάτισαν (θετικά ή αρνητικά) με την παρουσία τους την μεταπολιτευτική Ελλάδα (1974…).
Στην αξιολόγηση δεν έχουν χώρο οι μανιχαϊσμοί και οι αντιεπιστημονικές απλουστεύσεις και γενικεύσεις, όπως και τα πνευματοκτόνα πολιτικά συνθήματα. Οι «δισσοί λόγοι» του αρχαίου ελληνικού διαφωτισμού ας είναι η μοναδική μέθοδός μας.
Πολιτικό απολίθωμα;
Όσοι διατείνονται πως το ΠΑΣΟΚ ως πολιτικός φορέας συνιστά ένα «πολιτικό απολίθωμα» κρίνουν το κόμμα αυτό με όρους παλαιοντολογίας και κινδυνεύουν να οδηγηθούν σε λανθασμένα ή και προσβλητικά συμπεράσματα. Η παρουσία και πολιτική του δράση σήμερα, έστω και με χαμηλά ποσοστά, δεν δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό αυτό. Αν ανακάμψει στις προσεχείς εκλογές σε ποσοστά γύρω στο 15% τότε θα σημάνει μια πορεία επιστροφής με πολλαπλά πολιτικά μηνύματα. Αν όχι θα κακοφορμίζει ως πολιτικός φορέας και θα συντηρείται μόνον από τον πολιτικό και κομματικό «έρωτα» κάποιων ηλικιωμένων που αρέσκονται να ζουν με το παρελθόν.
Οι αρνητές του παραπάνω χαρακτηρισμού υπενθυμίζουν πως τα δύο κόμματα του ελληνικού κοινοβουλίου (ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ) που έχουν στο σώμα τους πολλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ εύκολα στις κριτικές τους βιάζονται άλλοτε να ψάλλουν το requiem του κόμματος κι άλλοτε να επιζητούν την συνεργασία του στο όνομα μιας «προοδευτικής κυβέρνησης». Όλα αυτά, όμως, φανερά ακυρώνουν τον χαρακτηρισμό περί πολιτικού «απολιθώματος». Κι αυτό γιατί στις επόμενες εκλογές – και ιδιαίτερα στις δεύτερες – το ΠΑΣΟΚ θα φαντάζει στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτική πολύφερνη νύφη.
Αν είναι έτσι, όμως, ποιος μπορεί και νομιμοποιείται να μιλά για «πολιτικό απολίθωμα»; Άρα η πολιτική παλαιοντολογία εκθέτει όσους αξιολογούν με τέτοιους όρους και κριτήρια κάποιο κόμμα.
Εξάλλου τα απολιθώματα εκτίθενται στα μουσεία ως ενδιαφέρον εύρημα. Με ποια λογική, όμως, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το ΠΑΣΟΚ ως μουσειακό είδος όταν οι αναφορές σε αυτό είναι ποικίλες και καθημερινές;
Ο Λεωνίδας Κύρκος, μια εμβληματική μορφή της αριστεράς, ίσως έκανε την πιο σωστή αξιολόγηση του ΠΑΣΟΚ, επισημαίνοντας: «Το ΠΑΣΟΚ και μόνον ότι ριζοσπαστικοποίησε ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας κρίνεται ως θετική η παρουσία του στην πολιτική σκηνή».
Ποια επιχειρήματα θα μπορούσαν να αποδομήσουν ή να σχετικοποιήσουν την παραπάνω θέση;
Είναι πολιτικός ξενιστής;
Ο άλλος χαρακτηρισμός περί μετατροπής του ΠΑΣΟΚ σε έναν «πολιτικό ξενιστή» άλλοτε λειτουργεί ως έπαινος κι άλλοτε ως μομφή. Είναι οι «δισσοί λόγοι» που προείπαμε. Ίσως εδώ χρειαστεί και μία βαθιά γνώση πολιτικής βιολογίας και βοτανολογίας.
Πράγματι το ΠΑΣΟΚ τρέφεται και συντηρείται από το «υγιές» πολιτικό μας σύστημα με καταχρηστικό τρόπο; Αν ναι, πώς αυτό επιτρέπεται τόσο από την πολιτική ηθική όσο κι από το εκλογικό σώμα; Διακονεί κάποιες πολιτικές ανάγκες και σκοπιμότητες ή καταυγάζει την πολιτική έκπτωση της χώρας μας; Τον «ξενιστή» συνήθως τον καταστρέφουμε πριν μολύνει το υπόλοιπο υγιές σώμα. Γιατί τέτοια ανοχή – τόσα χρόνια – σε έναν πολιτικό ξενιστή; Πώς αιτιολογείται η αντοχή του ριζικού του συστήματος στις παντοειδείς κρίσεις;
Κάποιοι άλλοι αντιτείνουν πως ο ξενιστής στο δίπολο ΠΑΣΟΚ – Πολιτικό σύστημα δεν είναι το ΠΑΣΟΚ, αλλά το πολιτικό σύστημα. Εξάλλου υπάρχουν γνωστά παρόμοια δίπολα όπου ο ξενιστής είναι δυσδιάκριτος, όπως: Φύση – Άνθρωπος, Κεφάλαιο – Εργασία.
Αν είναι έτσι με ποιον τρόπο το πολιτικό σύστημα τρέφεται εις βάρος ενός κόμματος (ΠΑΣΟΚ) που αντέχει ακόμη και συντηρεί τις άλλες πολιτικές δυνάμεις; Ποια πολιτική ηθική το επιτρέπει αυτό και πόσες αντοχές μπορεί να έχει ένα κόμμα για να συντηρεί το πολιτικό σύστημα (ξενιστής); Χρειάζονται τα στελέχη του ή την ιδεολογία του; Αυτό, όμως, συνιστά και την προστιθέμενη αξία του ΠΑΣΟΚ. Κι αν αυτό είναι μια από τις πολλές αλήθειες, τότε γιατί το ΠΑΣΟΚ δεν ανακάμπτει δημοσκοπικά με εντυπωσιακό τρόπο;
Το ΠΑΣΟΚ είναι μία πολιτική νοσταλγία ή η πολιτική κανονικότητα;
Επιστροφή στην κανονικότητα;
Πολλά τα ερωτήματα και οι απαντήσεις ήκιστα πειστικές. Γι’ αυτό οι χαρακτηρισμοί κρύβουν την αλήθεια και ο πολιτικός φανατισμός ή ο στρουθοκαμηλισμός ή ο κομματικός ναρκισσισμός μάς παρασέρνουν σε λανθασμένες ερμηνευτικές ατραπούς.
Στις υγιείς δημοκρατίες και στα δημοκρατικά οργανωμένα κόμματα δεν είναι σπάνιο φαινόμενο ιστορικά κόμματα να αδυνατίζουν ή και να εξαφανίζονται από τον πολιτικό χάρτη μιας χώρας (Σοσιαλιστικό κόμμα Γαλλίας..) ή να ανακάμπτουν εντυπωσιακά και να διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η «επιστροφή» του ΠΑΣΟΚ θα καταδείξει όχι μόνον την επιρροή του στο εκλογικό σώμα, ως αναγκαία πολιτική δύναμη, αλλά και την δυναμική του χωρίς την παρουσία του ιστορικού του ηγέτη. Ο βαθμός προσαρμοστικότητας στις νέες πολιτικές και οικονομικοκοινωνικές συνθήκες θα κρίνει και το μέλλον του αφού το πολυθρύλητο «τέλος των ιδεολογιών» τείνει να απο-ιδεολογικοποιήσει τα πάντα.
Να δούμε αν το μέλλον θα δικαιώσει τους χαρακτηρισμούς και ποιον θα κατατάξει στην θέση του «ξενιστή».
Οδηγός μας στην κριτική πρέπει πάντα να είναι η θέση του Πρωταγόρα: «Περί παντός πράγματος δύο λόγοι εισίν αντικείμενοι αλλήλοις» (Για κάθε πράγμα υπάρχουν δύο αντίθετες απόψεις).
Οψόμεθα…