Παγιδευμένοι στην αλληλεξάρτηση

Η πληροφορία είναι η τέταρτη έκφανση της ισχύος μετά την στρατιωτική, οικονομική και τη διπλωματική.
matejmo via Getty Images

Στην εργασία τoυς Weaponized Interdependence: How Global Economic Networks Shape State Coercion″, οι Henry Farell και Abraham Newmann, αναλύουν πώς η συμμετοχή των κρατών σε οργανισμούς και καθεστώτα (regimes) μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολύ διαφορετικούς τρόπους, αναφέροντας μεταξύ άλλων τον τρόπο που οι ΗΠΑ κινητοποιούν της δεσπόζουσα θέση που έχουν στην εποχή της παγκοσμιοποίησης προκειμένου να περιορίσουν τη διεθνή τρομοκρατία και να εμποδίσουν τη διάδοση πυρηνικών όπλων.

Panopticon effect και ισχύς

Ο έλεγχος της πληροφορίας είναι ίσως το πεδίο στο οποίο θα κριθούν οι μελλοντικές συγκρούσεις μεταξύ των κρατών. Αυτό σημαίνει κατά τους Farell και Newmann πως τα κράτη προσπαθούν και να εμποδίσουν άλλα κράτη από το να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες των οποίων η κατοχή θα μπορούσε να ακυρώσει το πλεονέκτημα μιας χώρας έναντι άλλης. Η χρήση και η μέγιστη δυνατή εκμετάλλευση των παρεχόμενων πληροφοριών σε ένα δίκτυο (network) μέσα από το λεγόμενοpanopticon effect″, ουσιαστικά διατηρεί και αυξάνει την ισχύ ορισμένων κρατών έναντι άλλων και έτσι διατηρείται η ανισότητα η οποία είναι η μαία του ανταγωνισμού καθώς συντηρητικές δυνάμεις του status quo προσπαθούν να αποτρέψουν τις αντίστοιχες αναθεωρητικές δυνάμεις οι οποίες προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν το μερίδιο της ισχύος τους.

Ο Φιλελευθερισμός της Αλληλεξάρτησης, παρόλο που θεωρήθηκε από τον Keohane ως συμπληρωματική θεωρία σε σχέση με το σύνολο του ρεαλιστικού θεωρητικού υποδείγματος, αυτονομήθηκε και ιδιαίτερα κατά την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, έφερε την λεγόμενη ″Θριαμβολογία″ (Triumphalism) που ήταν ψυχολογικά φυσιολογική μετά το πέρας ενός ιδιότυπου και έντονα ιδεολογικοποιημένου πολέμου, δηλαδή του Ψυχρού. Η κριτική του Ρεαλισμού απέναντι στις θεωρίες του Φιλελευθερισμού υπήρξε άμεση και ήδη ο John Mearsheimer στο περίφημο ″Back to the Future″ , προσπαθούσε -μάλλον εις μάτην εκείνη την περίοδο- να υπενθυμίσει τους κινδύνους που διέτρεχε πάντα μια συστημική αλλαγή και πιο συγκεκριμένα, η μετάβαση από ένα χαλαρό διπολικό σύστημα που ήταν προβλέψιμο και σταθερό σε ένα υβριδικό σύστημα μονο-πολυπολικό (όπως το αποκάλεσε ο Samuel Huntington) σαν αυτό που ανέτειλε μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του οποίου η ασταθής φύση, φάνηκε πολύ γρήγορα με τις εθνοτικές συγκρούσεις και με τα νέα κράτη που προέκυψαν.

Η Ρεαλιστική πρόταση

Η ρεαλιστική πρόταση υπήρξε πάντα συνεπής ως προς όλα τα πλουαραλιστικά υποδείγματα, είτε αυτά ήταν ο Λειτουργισμός και ο Νεολειτουργισμός που υποστήριζαν οτι η διάχυση (spill-over effect) από τον έναν τομέα στον άλλον (σε διακρατικές συνεργασίες) οδηγεί σε ειρήνη, είτε ήταν το θεωρητικό υπόδειγμα των Καθεστώτων (Θεσμικού Φιλελευθερισμού) και η Θεωρία της Αλληλεξάρτησης. Το κεντρικό επιχείρημα του ρεαλιστικού υποδείγματος, ουσιαστικά χρησιμοποιείται και από τους Farell και Newmann οι οποίοι αποδεικνύουν την μεγιστοποίηση της ισχύος των χωρών που συμμετέχουν σε δίκτυα ανάλογα με τις ικανότητές τους.

Τα ρεαλιστικά υποδείγματα δεν αναιρούν το ρόλο της συνεργασίας στη διεθνή πολιτική, ωστόσο υπογραμμίζουν οτι η συνεργασία έχει βραχυπρόθεσμη προοπτική και πάντα βασισμένη στην επίτευξη σχετικών οφελών (δηλαδή απόκτηση οφελών σε σχέση με τα οφέλη που αποκτούν άλλα κράτη). Με άλλα λόγια, η κατάσταση win-win δεν είναι η πρώτη μέριμνα των κρατών και ιδιαίτερα των μεγάλων δυνάμεων που έχουν στόχο την επίτευξη περιφερειακής ή και παγκόσμιας ηγεμονίας. Για να επιτευχθεί ένας τέτοιος στόχος δεν αρκεί η απόκτηση οφελών αλλά η απόκτηση οφελών που είναι συγκριτικά περισσότερα από τα οφέλη που μοιράζονται άλλα κράτη.

Η ρεαλιστική οπτική φαίνεται να δικαιώνεται όχι μόνο στο ζήτημα του πώς αντιλαμβάνονται τα κράτη την αλληλεξάρτηση και τη συνεργασία αλλά και πώς αυτή τελικά λειτουργεί. Οι ρεαλιστές θεωρούν οτι ένα κράτος εισέρχεται σε ένα δίκτυο με την υφιστάμενη ισχύ του και με σκοπό να την αυξήσει.

Η Πληροφορία ως τέταρτη έκφανση της ισχύος

Παρόλα αυτά, υπάρχει ακόμη μια διάσταση η οποία θα μας απασχολήσει καθ΄όλην τη διάρκεια του 21ου αιώνα. Tα δίκτυα αυξάνουν το κόστος μονομερών και παραβατικών δράσεων εξασφαλίζοντας καρότο και μαστίγιο για τα κράτη, όμως δημιουργούν και άλλη μια προβληματική η οποία έχει κάνει την εμφάνισή της στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Η πληροφορία είναι η τέταρτη έκφανση της ισχύος μετά την στρατιωτική, οικονομική και τη διπλωματική. Εντός ενός οργανισμού, τα κράτη που συμμετέχουν μοιράζονται πληροφορίες και η απόκτηση αυτών των πληροφοριών από κράτη που δε βρίσκονται σε αυτόν τον οργανισμό, καθιστά την ύπαρξη του οργανισμού επισφαλή.

Το παράδειγμα της Τουρκίας και του ΝΑΤΟ

Για παράδειγμα, μια τέτοια δυσκολία παρουσιάζεται στο ΝΑΤΟ με την Τουρκία και την απόκτηση των ρωσικών πυραύλων S-400 τον Ιούλιο του 2017. Το λογισμικό των S-400 δεν μπορεί να συνυπάρχει με το αντίστοιχο των μαχητικών αεροσκαφών F-35. Πώς προχώρησε όμως η Τουρκία σε αυτήν την κίνηση ενώ είναι πασιφανώς αντίθετη ως προς τις υποχρεώσεις της στο ΝΑΤΟ; Η αλληλεξάρτηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τα κράτη ως ένα διπλωματικό όπλο το οποίο να δύναται να κρατά σε ομηρία έναν οργανισμό.

Σύμφωνα με τα θεωρητικά υποδείγματα τα οποία επικαλούνται την αλληλεξάρτηση ως πανάκεια για την αποφυγή των συγκρούσεων και την ελαχιστοποίηση της προσφυγής στη βία, ένα έθνος-κράτος έχει όφελος να συμμορφώνεται με τους κανόνες ενός καθεστώτος καθώς η αποχώρησή του θα είχε μεγάλο κόστος για το ίδιο. Άρα επιλέγει τη συνεργασία από το τίποτε. Αν η συνοχή ενός οργανισμού-θεσμού είναι η πιο σημαντική του προτεραιότητα, τότε η διατάραξή της που μπορεί να οδηγήσει σε αποτυχία αυτόν τον οργανισμό-θεσμό είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχει. Ένα έθνος-κράτος το οποίο είναι αποφασισμένο να μην συμμορφωθεί με τους κανόνες του θεσμού στον οποίον συμμετέχει και που η αλληλεξάρτηση είναι ισχυρή, μπορεί να εκμεταλλευτεί στο έπακρο οτι ο οργανισμός-θεσμός, δε θα ρισκάρει την ύπαρξή του προχωρώντας σε τιμωρία το κράτος το οποίο δε συμμορφώνεται με τους κανόνες του.

Παίζοντας επικίνδυνα

Η αποβολή ενός έθνους-κράτους από έναν θεσμό, έχει μεγάλο κόστος για τον ίδιον τον οργανισμό. Το παράδειγμα της Τουρκίας είναι ένα τυπικό παράδειγμα του πώς και γιατί τα κράτη θεωρούν οτι η υιοθέτηση μιας ακροσφαλούς πολιτικής (brinkmanship policy). Μπορεί κάποιος να ανατρέξει και στο τεράστιο πρόβλημα που δημιουργήθηκε με το Brexit προκειμένου να αντιληφθεί το μεγάλο πρόβλημα της πολυπλοκότητας της αλληλεξάρτησης. Ακόμη περισσότερο, μπορούμε να σκεφτούμε τι θα γινόταν αν για παράδειγμα, μετά το Brexit δε συμμορφωνόταν με τους κανόνες της Ε,Ε η Ιταλία, η Γαλλία ή και η Γερμανία, χρησιμοποιώντας το Brexit και όσα το ακολούθησαν ως απειλή για να συμμορφωθούν οι οργανισμοί με τα συμφέροντά τους. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και το πώς η Κίνα κατάφερε αντί να κοινωνικοποιηθεί μέσα σε αυτόν, να προωθήσει τις δικές της εμπορικές πρακτικές, είναι ακόμη μια πολύ σημαντική περίπτωση όπου αποδεικνύεται οτι η αλληλεξάρτηση δεν είναι η πανάκεια για την αποφυγή μονομερών πολιτικών που βαθμιαία οδηγούν στη σύγκρουση που ορίζει ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος.

Η μεγάλη πρόκληση του 21ου αιώνα, έγκειται στον επαναπροσδιορισμό της αλληλεξάρτησης και στο πώς αυτή θα μπορεί να έχει τις απαραίτητες ρήτρες προκειμένου να μην περιπλέκει τόσο πολύ τις διακρατικές σχέσεις και να μην τις οδηγεί μέσω αυτών των περίπλοκων διαδικασιών σε αίσθηση αυτοπαγίδευσης που νομοτελειακά ακολουθείται από μονομερείς πολιτικές. Η επισφάλεια της ειρήνης αυξάνεται όσο η αλληλεξάρτηση χρησιμοποιείται από τα κράτη ως μια μορφή αποτροπής παρά ως μια θετική πολιτική που οδηγεί σε καταστάσεις win-win.

Δημοφιλή