Μια μελέτη μεταξύ πολλών πανεπιστημίων επανεξέτασε τη σχέση μεταξύ του σακχάρου στο αίμα και της όρεξης και διαπίστωσε ότι η σχέση αυτή είναι πολύ πιο περίπλοκη από ό,τι είχε προηγουμένως εκτιμηθεί, παρέχοντας νέες πληροφορίες για το πώς να καταπολεμήσουμε την επίμονη πείνα.
Οι ερευνητές εξέτασαν 1.070 συμμετέχοντες στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ. Οι εθελοντές έτρωγαν τυποποιημένο πρωινό, μετά το οποίο ήταν ελεύθεροι να επιλέξουν τα υπόλοιπα γεύματά τους καθόλη τη διάρκεια της ημέρας, παρατηρώντας ένα παράθυρο αποχής από το φαγητό για τρεις ώρες μετά το πρωινό.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι μειώσεις στα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, γνωστές και ως «πτώσεις σακχάρου», συνδέονταν σημαντικά με τα επίπεδα όρεξης και την κατανάλωση ενέργειας/θερμίδων.
Οι συμμετέχοντες με μεγάλες πτώσεις σακχάρου στο αίμα παρουσίασαν αύξηση της όρεξης κατά 9%, κατανάλωσαν το δεύτερο γεύμα της ημέρας μισή ώρα νωρίτερα, και κατέγραψαν συνολική μέση κατανάλωση 300 περισσότερων θερμίδων κατά τη διάρκεια της ημέρας, από εκείνους που δεν είχαν μειωμένα επίπεδα γλυκόζης.
Η έρευνα παρέχει «μεγάλες δυνατότητες ώστε να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να κατανοήσουν και να ελέγξουν το βάρος τους και τη μακροχρόνια υγεία τους», λέει η εκ των συγγραφέων της μελέτης και γενετική επιδημιολόγος, Αννα Βαλντές από το Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ.
«Πολλοί άνθρωποι παλεύουν να χάσουν βάρος και να το κρατήσουν μακριά τους, αλλά μόνο μερικές εκατοντάδες επιπλέον θερμίδες κάθε μέρα μπορούν να προσθέσουν αρκετά κιλά βάρους σε έναν χρόνο» εξηγεί.
Η τελευταία έρευνα δείχνει ότι τα επίπεδα γλυκόζης λίγες ώρες μετά το φαγητό μπορούν ακόμη να έχουν αντίκτυπο στα επίπεδα πείνας καθ ’όλη τη διάρκεια της ημέρας, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό, τι πιστεύαμε προηγουμένως.
(με πληροφορίες από RT)