Υπάρχει μία παραδοσιακή διάσταση, που απεικονίζει τις διεθνείς σχέσεις των κρατών και που συνίσταται στην αντίληψη της επίλυσης των προβλημάτων επί τη βάσει του εθνικού τους συμφέροντος, ανεξαρτήτως του εάν διέπονται από συνθήκες κυριαρχίας διεθνούς δικαίου και διεθνούς δικαιοσύνης, αν επιφέρουν δυνατότητες ειρήνης ή απλώς παραπέμπουν στο ενδιαφέρον του διεθνούς παράγοντος για διευθέτηση ζητημάτων, μη λαμβάνοντας κατά ταύτα υπόψη το επερχόμενο αποτέλεσμα.
Έχοντας ως γνώμονα την ως άνω λογική, υπενθυμίζουμε πως η Κύπρος αποτελεί το μόνο εναπομείναν κατεχόμενο κράτος της Ευρώπης, ενώ η πρωτεύουσά του εξακολουθεί να παραμένει διχοτομημένη.
Αυτό το κράτος προσήλθε υπό την ιδιότητα της ελληνοκυπριακής κοινότητας στην άτυπη πενταμερή διάσκεψη στη Γενεύη, η οποία έλαβε χώρα από τις 27 – 29 Απριλίου.
Η πλέον περατωθείσα διάσκεψη, στην οποία συμμετείχαν η Ελλάδα, η Τουρκία, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι, έληξε κατά τα αναμενόμενα, άνευ αποτελέσματος.
Ομοσπονδία vs Συνομοσπονδίας και τα τούρκικα παιχνίδια
Το αδιέξοδο οφείλεται σε μέγιστο βαθμό στις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις των δύο πλευρών.
Η ελληνική πλευρά υπερασπιζόταν το παραδοσιακό σχήμα που συνεφωνήθη τις προηγούμενες δεκαετίες, δηλαδή τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα.
Η τουρκική πλευρά, αυτό που αξιώνει και τίθεται σαφώς εκτός των ήδη συμφωνημένων παραμέτρων, είναι η εμπέδωση και εδραίωση ύπαρξης και παρουσίας δύο λαών και δύο κρατικών οντοτήτων, που θα συνθέτουν ένα ομοσπονδιακό, εν προκειμένω συνομοσπονδιακό σχήμα.
Επ’ αυτού υπογραμμίζεται πως η ομοσπονδία, ούτως ή άλλως, αποτυπώνει μία διαφορετική φιλοσοφία από ότι η συνομοσπονδία, καθότι η ομοσπονδιακή διάρθρωση εκδηλώνει την ύπαρξη ενός λαού, πέραν των δύο ή παραπάνω αυτονόμων περιοχών, ενώ η συνομοσπονδία παραπέμπει σε δύο ή περισσότερες αυτόνομες και εν πολλοίς ανεξάρτητες κρατικές οντότητες, οι οποίες συνυπάρχουν στο πλαίσιο ενός κοινού, κατά το μάλλον ή ήττον, πολιτειακού πλαισίου.
«Κυριαρχική ισότητα»: Να γίνει η Κύπρος δορυφόρος της Άγκυρας και να εμπεδωθεί η τουρκική κυριαρχία στην νοτιανατολική Μεσόγειο
Πρέπει να υπογραμμίσουμε πως η Άγκυρα για πρώτη φορά έθεσε ενώπιον του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ επισήμως και άνευ περιστροφών θέμα «κυριαρχικής ισότητας», μεταξύ των δύο πλευρών, δηλαδή μεταξύ της ελληνικής και τουρκικής διάστασης του κυπριακού χώρου, όπερ παραπέμπει σε συνομοσπονδία.
Μέχρι τώρα αυτή η προσέγγιση ήταν στο πλαίσιο ρητορικών σχημάτων της τουρκοκυπριακής πλευράς, το οποίο αποτύπωνε και την ίδια τη στρατηγική στόχευση της Άγκυρας.
Παλαιόθεν, η τουρκική στρατηγική επιδιώκει τη μετατροπή ολόκληρης της Κύπρου σε δορυφόρο της Άγκυρας, τον οποίο να ελέγχει απολύτως η ίδια.
Η ανωτέρω αντίληψη παραπέμπει σε μια διαχρονικά υφιστάμενη πολιτική εκβιασμών της Άγκυρας έναντι των Αθηνών και ταυτόχρονα στην εμπέδωση συνθηκών τουρκικής κυριαρχίας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο μέσω Κύπρου.
Τούτο μπορεί να επιτευχθεί ως τουρκικός στόχος με τη δημιουργία δύο κρατών, που να συνδέονται με μία κοινή εκπροσώπηση προς τα έξω, κυρίως στην ΕΕ.
Κομβικό, επομένως, είναι το να εμπεδωθεί ένας τέτοιος μηχανισμός, όπου η λειτουργία της κοινής εκπροσώπησης να εξαρτάται από τη βούληση του τουρκοκυπριακού κρατιδίου, δηλαδή της Άγκυρας.
Επομένως, στην τουρκική θέαση του κυπριακού μέλλοντος, ουδόλως υπάρχει η διάσταση του λαού ή της πολιτικής επικράτειας του πολιτικού συστήματος, αλλά ουσιαστικά διεκδικείται ένα συνομοσπονδιακό μοντέλο οργάνωσης ενός sui generis πολιτειακού σχήματος, που νομιμοποιεί την τουρκική κατοχή.
Η πραγμάτωση του ως άνω σκεπτικού εκφράζεται ως περιεχόμενο στο σχήμα «κυριαρχική ισότητα», που καταγράφει τη θέση της τουρκοκυπριακής και της τουρκικής πλευράς εν γένει στις διαπραγματεύσεις.
Μια τέτοια διάσταση πολιτικής αποτυπώνεται στην τουρκική οπτική ως απόλυτος έλεγχος του βορείου τμήματος της Κύπρου και σταδιακή εμπέδωση ελέγχου ενός μετέωρου κατά ταύτα νότου, που δεν θα έχει δυνατότητες υπαρξιακής στήριξής του, δεδομένης μιας εν τοις πράγμασι απούσας στο στρατιωτικό επίπεδο, Αθήνας.
Που είναι η Ε.Ε.;
Ως προς την απουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την πενταμερή, τούτη άπτεται της καθεαυτής άρνησης της τουρκικής πλευράς για παρουσία της ΕΕ στις συζητήσεις, θεωρώντας ότι αυτή συνιστά ένα «φιλικό» προς την ελληνική πλευρά σχήμα.
Η Ελλάδα και η Κύπρος είναι μέλη της ΕΕ και οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να συνάδει προς τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές και το διεθνές δίκαιο, δηλαδή κανόνες που διέπουν τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.
Διά της κραυγαλέας απουσίας της ΕΕ, καθίσταται πιο ευχερές το να προωθείται ένα σχήμα λύσης, το οποίο δεν θα διαπνέεται από θεμελιώδεις αρχές και αξίες της ΕΕ, όπως το ευρωπαϊκό κεκτημένο, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις ατομικές ελευθερίες και τη δημοκρατική αρχή.
Αντ’ αυτού, εξυπηρετείται και τοιουτοτρόπως η ως άνω λογική περί «συνεταιρισμού», δηλαδή εφόσον θα δημιουργηθεί το κράτος του βορρά, τούτο να συνυπάρχει με το κράτος του νότου και αυτά τα δύο, να δύνανται να συναντώνται στο επίπεδο της εκπροσώπησης στην ΕΕ και στον ΟΗΕ.
Πέραν των ανωτέρω, σε σχέση με το εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου, η παρούσα κατάσταση του αδιεξόδου που κατά τα αναμενόμενα εκδηλώθηκε στην πενταμερή, ενδυναμώνει και τονίζει κραυγαλέες υφιστάμενες αντιθέσεις, στον βαθμό που μια ομάδα του κυπριακού πολιτικού προσωπικού υποστηρίζει μια ταχεία εκδοχή λύσης, ανεξαρτήτως περιεχομένου.
Διεθνείς πιέσεις
Τούτο παραπέμπει σε μία αδιανόητη αντίληψη πολιτικής, που θεωρεί πως πρέπει να επέλθει διέξοδος στο αδιέξοδο του κυπριακού, χωρίς να υπολογίζεται το δίκαιο της επιδιωκόμενης διαδικασίας επίλυσης ή η βιωσιμότητα του υπό δημιουργία κράτους και του λαού του.
Δεδομένης της πίεσης που ασκείται από τον διεθνή παράγοντα τα μέρη να εξακολουθήσουν να συζητούν ανεξαρτήτως του που οδηγεί η διαπραγματευτική διάσταση της συζήτησης, είναι πρόδηλο πως θα πρέπει να αναμένεται να επανέλθει μία νέα πενταμερής ή διαπραγματευτική προσέγγιση των μερών σε οποιαδήποτε μορφή στο προσεχές εγγύτερο χρονικό διάστημα.
Κλείνοντας, πρωταρχικής σημασίας ζήτημα που έπρεπε κατ’ εξακολούθηση να τίθεται στο παρόν και στο μέλλον είναι τι διεκδικεί η ελληνική πλευρά σε σχέση με την κατοχή και την απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων και των εποίκων, των οποίων η παρουσία συνιστά κατά το διεθνές δίκαιο έγκλημα πολέμου, η δε νομιμοποίηση τους επέρχεται επανερχόμενη εκ των πραγμάτων μέσα από τα διάφορα σχέδια που κατατέθηκαν στη διαδρομή του χρόνου.
***
Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης
Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Πάντειο Πανεπιστήμιο