Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η κυβέρνηση των ΗΠΑ απελευθέρωσε τον κλάδο των αεροπορικών εταιρειών, καταργώντας τον ομοσπονδιακό έλεγχο στους ναύλους, στα δρομολόγια και στην είσοδο νέων αεροπορικών εταιρειών στην αγορά.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εμφανιστεί ένας ορυμαγδός νέων αεροπορικών εταιρειών από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Μερικές από αυτές ήταν απίθανες, κι όμως αληθινές.
Pet Airways
Η Pet Airways, η οποία ιδρύθηκε το 2009 στη Φλόριντα, ήταν μια αεροπορική εταιρεία αποκλειστικά αφιερωμένη σε κατοικίδια, όπως γάτες και σκύλους.
Τα ζώα πετούσαν χωρίς τους ιδιοκτήτες τους, σε μια ειδικά διαμορφωμένη καμπίνα, όπου τα καθίσματα είχαν αντικατασταθεί από κλουβιά.
Κάθε αεροσκάφος μπορούσε να μεταφέρει περίπου 50 κατοικίδια, με τους «Ζωοσυνοδούς» (Pet Attendants) να τα ελέγχουν κάθε 15 λεπτά. Πριν από την απογείωση, τα ζώα έκαναν βόλτα και ένα διάλειμμα στο μπάνιο, στα ειδικά διαμορφωμένα σαλόνια του αεροδρομίου.
Η ιδέα ήταν ότι οι ενδιαφερόμενοι ιδιοκτήτες να πετούν με ξεχωριστές πτήσεις από τα κατοικίδιά τους, αντί να τα έχουν μαζί τους στο χώρο αποσκευών - μια πρακτική που ο ιστότοπος της Pet Airways είχε επισημάνει ως «επικίνδυνη», επικαλούμενη τις ακραίες εναλλαγές θερμοκρασίας και την έλλειψη σωστού φωτισμού.
Η αεροπορική εταιρεία λειτούργησε για περίπου δύο χρόνια, εξυπηρετώντας δεκάδες πόλεις των ΗΠΑ, όπως η Νέα Υόρκη, το Λος Αντζελες, το Ντένβερ, το Σικάγο και η Ατλάντα.
Οι ναύλοι ξεκινούσαν από 150 δολάρια και μπορούσαν να φτάσουν έως και 1.200 δολάρια, ανάλογα με το μέγεθος του ζώου.
Το 2012, η εταιρεία αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα και άρχισε να ακυρώνει πτήσεις, προτού διακόψει εντελώς τις δραστηριότητές της το επόμενο έτος, αφού είχε μεταφέρει περίπου 9.000 κατοικίδια συνολικά.
Ωστόσο, ο ιστότοπός της εξακολουθεί να είναι ενεργός και ένα μήνυμα αναφέρει «έναρξη πτήσεων, μετά την Covid, ελπίζουμε στα μέσα του 2022», υποδηλώνοντας ότι μπορεί να υπάρξει μια δεύτερη ζωή στον ορίζοντα για την αεροπορική εταιρεία που είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στα κατοικίδια.
Hooters Air
Το 2002, ο Ρόμπερτ Μπρούκς, πρόεδρος της διάσημης αλυσίδας εστιατορίων Hooters, εξαγόρασε την Pace Airlines, μια εταιρεία τσάρτερ με στόλο οκτώ αεροσκαφών, κυρίως Boeing 737. Την επόμενη χρονιά την μετέτρεψε σε Hooters Air, μια αεροπορική εταιρεία που σχεδιάστηκε σύμφωνα με την αλυσίδα εστιατορίων.
Εκτός από το χαρακτηριστικό πορτοκαλί χρώμα και το λογότυπο με την κουκουβάγια των Hooters, στο αεροσκάφος επέβαιναν τα λεγόμενα «Hooter’s girls» που συναναστρέφονταν με τους επιβάτες, φορώντας την πασίγνωστη αποκαλυπτική τους στολή.
Ωστόσο, δεν σέρβιραν φαγητό ούτε είχαν άλλα καθήκοντα, καθώς επί του σκάφους υπήρχαν τρεις αεροσυνοδοί πιστοποιημένοι από την FAA (Ομοσπονδιακή Διοίκηση Αεροπορίας των ΗΠΑ).
Η αεροπορική εταιρεία είχε έδρα στη Νότια Καρολίνα, έναν δημοφιλή προορισμό διακοπών γνωστό για τα γήπεδα γκολφ και τα παραθαλάσσια θέρετρα.
Λόγω των φθηνών εισιτηρίων και των απευθείας συνδέσεων με πόλεις όπως η Ατλάντα, το Νιούαρκ και η Βαλτιμόρη, η Hooters Air προσέλκυσε επιβάτες κάθε είδους - κυρίως παίκτες γκολφ και τουρίστες, αλλά και οικογένειες.
Ωστόσο, ποτέ δεν ήταν αρκετά επιτυχημένη για να βγάλει χρήματα και σταμάτησε τη λειτουργία της στις αρχές του 2006, λόγω της αύξησης των τιμών των καυσίμων μετά τους τυφώνες Κατρίνα και Ρίτα.
The Lord’s Airline
Αυστηρά χωρίς αλκοόλ στο αεροσκάφος, με Βίβλους και Τορά (σ.σ. οι διδασκαλίες που έδωσε ο Μωυσής στους Εβραίους στην Πεντάτευχο) αντί για περιοδικά κατά την πτήση, και μόνο θρησκευτικές ταινίες να προβάλλονται, το ένα τέταρτο των ναύλων προοριζόταν για τη χρηματοδότηση του ιεραποστολικού έργου.
Αυτά ήταν τα μοναδικά χαρακτηριστικά της αεροπορικής εταιρείας The Lord’s Airline (μτφ. Η αεροπορική του Κυρίου) που ιδρύθηκε από τον επιχειρηματία από το Νιου Τζέρσεϊ, Αρι Μάρσαλ, το 1985.
Ολα ξεκίνησαν όταν αγόρασε ένα παλιό DC-8, που προοριζόταν να είναι το μοναδικό αεροσκάφος της αεροπορικής εταιρείας. Το σχέδιο ήταν να πραγματοποιούνται τρεις εβδομαδιαίες πτήσεις από το Μαϊάμι προς το αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν στο Ισραήλ, προσφέροντας απευθείας δρομολόγιο προς την Ιερουσαλήμ, περίπου 30 μίλια μακριά.
Εκείνη την εποχή, οι θρησκευτικοί προσκυνητές που ήθελαν να φτάσουν στους Αγίους Τόπους έπρεπε να πάρουν μια πτήση ανταπόκρισης στη Νέα Υόρκη. «Οι Ρώσοι έχουν την δική τους αεροπορική τους εταιρεία. Οι Βρετανοί έχουν επίσης μια. Το ίδιο και το Playboy. Γιατί λοιπόν ο Κύριος να μην έχει μια αεροπορική εταιρεία αποκλειστικά δική του;» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Μάρσαλ το 1986.
Μέχρι το 1987, ωστόσο, η αεροπορική εταιρεία είχε αποτύχει να πληροί τις προϋποθέσεις για να λάβει άδεια λειτουργίας, λόγω ημιτελών τροποποιήσεων και εργασιών συντήρησης στο αεροσκάφος.
Οι επενδυτές έγιναν νευρικοί και απομάκρυναν τον Μάρσαλ, εγκαθιστώντας ένα νέο διοικητικό συμβούλιο για να προχωρήσουν το εγχείρημα.
Ο νέος πρόεδρος, Θιοντόρ Λισζάζ δεν τα βρήκε με τον Μάρσαλ και οι δυο τους άρχισαν να τσακώνονται.
Τελικά, ο Λισζάζ και ο αδερφός του εμφανίστηκαν στο σπίτι του Μάρσαλ ζητώντας εταιρικά αρχεία, κάτι που οδήγησε, σύμφωνα με δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής, σε συμπλοκή.
Ο Μάρσαλ τους μήνυσε, εκείνοι αθωώθηκαν αλλά η Lord’s Airline τελικά ναυάγησε και το αεροσκάφος κατέληξε να διαλυθεί.
Smokers Express & SmintAir
Η FAA απαγόρευσε το κάπνισμα σε όλες τις εσωτερικές πτήσεις στις ΗΠΑ το 1990, αλλά οι Γουίλιαμ Γουάλτς και Τζορτζ Ρίτσαρντσον, δύο επιχειρηματίες από την κομητεία Μπρέβαρντ της Φλόριντα, δεν ήταν ευχαριστημένοι με αυτό.
Στις αρχές του 1993 αποφάσισαν να παρακάμψουν τον κανόνα, ιδρύοντας μια αεροπορική εταιρεία βασισμένη σε μια ιδιωτική λέσχη. Απαιτούσε συνδρομή 25 δολαρίων και ήταν ανοιχτή μόνο για άτομα άνω των 21 ετών.
Η αεροπορική εταιρεία επρόκειτο να εδρεύει στο περιφερειακό αεροδρόμιο Space Coast, στο Τίτουσβιλ της Φλόριντα και το σχέδιο ήταν να προσφέρει μπριζόλες και χάμπουργκερ στο αεροπλάνο μαζί με δωρεάν τσιγάρα.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά την ανακοίνωσή της, ωστόσο, η αεροπορική εταιρεία δεν διέθετε ακόμη άδεια ούτε αεροπλάνο, και παρόλο που οι ιδρυτές ισχυρίστηκαν ότι είχαν συγκεντρώσει περισσότερες από 5.000 συνδρομές, οι ρυθμιστικές αρχές αρνήθηκαν την άδεια λειτουργίας της Smokers Express, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί όπως ο καπνός του τσιγάρου, χωρίς να απογειωθεί ποτέ.
Το 2006, η ιδέα επανήλθε από τον Γερμανό επιχειρηματία, Αλεξάντερ Σόπμαν, ο οποίος δήλωσε την πρόθεσή του να ξεκινήσει την Smoker’s International Airways, ή για συντομία SmintAir.
Ο Σόπμαν, ο οποίος κάπνιζε 30 τσιγάρα την ημέρα, ήθελε να ξεκινήσει μια καθημερινή πτήση μεταξύ του Τόκιο και του Ντίσελντορφ, της γενέτειράς του, όπου κατοικεί μεγάλος αριθμός Ιαπώνων ομογενών και βρίσκονται τα ευρωπαϊκά γραφεία εκατοντάδων ιαπωνικών εταιρειών.
Και οι δύο χώρες είχαν ακόμη σημαντικό αριθμό καπνιστών εκείνη την εποχή. Ωστόσο, η SmintAir είχε την ίδια μοίρα με την Smokers Express: απέτυχε να συγκεντρώσει το απαιτούμενο κεφάλαιο για να ξεκινήσει τη λειτουργία της και δεν εμφανίστηκε ποτέ στον αέρα.
MGM Grand Air
Η MGM Grand Air εγκαινιάστηκε το 1987, ως μια μοναδική, υπερπολυτελής αεροπορική εταιρεία πρώτης κατηγορίας που αρχικά κάλυπτε ένα μόνο δρομολόγιο - μεταξύ του Διεθνούς Αεροδρομίου του Λος Αντζελες και του Διεθνούς Αεροδρομίου Τζον Κέννεντυ της Νέας Υόρκης - χρησιμοποιώντας αεροσκάφη Boeing 727 και Douglas DC-8 σε πολυτελείς συνθήκες: ο κανόνας ήταν ότι καμία πτήση δεν μπορούσε να έχει περισσότερους από 33 επιβάτες, αν και τα αεροπλάνα μπορούσαν να μεταφέρουν 100 ή περισσότερους υπό κανονικές συνθήκες.
Η αεροπορική εταιρεία υποσχέθηκε ότι δεν θα υπάρχουν ουρές, κανένα check-in και καμία αναμονή για τις αποσκευές και μάλιστα πρόσφερε προαιρετική υπηρεσία λιμουζίνας, η οποία μετέφερε τους εκλεκτούς πελάτες από την πόρτα του οχήματος απευθείας στην πόρτα του αεροσκάφους. Ειδικά σαλόνια και στα δύο αεροδρόμια πρόσφεραν, επίσης, πολυτελείς ανέσεις και υπηρεσίες.
Στην καμπίνα υπήρχαν πέντε αεροσυνοδοί και ένα μπαρ, καθώς και ιδιωτικά δωμάτια για συναντήσεις.
Ενα πλήρες γεύμα με καλό κρασί και σαμπάνια ήταν πάντα διαθέσιμο και η τουαλέτα είχε χρυσές βρύσες και σαπούνι με μονόγραμμα. Ολα αυτά προσφέρονταν για κάτι περισσότερο από το κόστος του εισιτηρίου της πρώτης θέσης σε άλλες αεροπορικές εταιρείες.
Αρχικά δημοφιλής στους διάσημους και τους πολύ πλούσιους, η MGM Grand Air δημιούργησε τελικά περισσότερα δρομολόγια, αλλά δυσκολευόταν να γεμίσει και τις 33 θέσεις στα αεροπλάνα της.
Η λειτουργία της επιβραδύνθηκε τη δεκαετία του 1990, καθώς τα ιδιωτικά τζετ έγιναν πιο διαδεδομένα και το 1995 η αεροπορική εταιρεία πωλήθηκε και άλλαξε το όνομά της σε Champion Air, προσφέροντας ναυλωμένες πτήσεις σε αθλητικές ομάδες και κυβερνητικές υπηρεσίες. Τελικά έκλεισε εντελώς το 2008.
(με πληροφορίες από CNN)