Πέντε ιστορίες Ελλήνων που βίωσαν με το δικό τους τρόπο από διαφορετικά σημεία του πλανήτη τις πρώτες μέρες της πανδημίας του κορονοϊού.
Ο Μπάμπης και ο ‘γύρος του κόσμου’.. σε 80 ημέρες
Από 25/2-9/5/2020 δυο νεαροί Έλληνες μηχανικοί (commission engineers) έκαναν, άθελά τους, το γύρο του κόσμου. Ο Μπάμπης και ο Βλάσης βρέθηκαν εγκλωβισμένοι πάνω σε ένα δεξαμενόπλοιο όταν, η μία μετά την άλλη, οι χώρες έκλειναν τα σύνορά τους εν μέσω μιας ραγδαία εξαπλούμενης πανδημίας κορονοϊού.
Το ραντεβού τους με το πλοίο (τύπου Suez Max) ήταν στη Σιγκαπούρη όπου έφτασαν αεροπορικώς από Αθήνα. Επρόκειτο να συντονίσουν (tuning) ένα scrabber (μια πλυντηρίδα), δηλαδή το σύστημα που καθαρίζει τα καυσαέρια των μηχανών από ζημιογόνα οξείδια του θείου. Η δουλειά αυτή απαιτούσε εργασία πέντε ημερών ενόσω το πλοίο θα βρισκόταν εν πλω. Δεδομένου όμως ότι το πλοίο ήταν χωρίς ναύλο, δεν έγινε σαφές εξαρχής ποιος θα ήταν ο προορισμός του (deviation point) και που θα μπορούσαν να κατέβουν οι δυο Έλληνες μηχανικοί. Όταν έμαθε τη ρότα του αποφασίστηκε ότι θα κατέβαιναν στο Port Elisabeth στη Νότιο Αφρική και στη συνέχεια θα επέστρεφαν αεροπορικώς στην Ελλάδα. Πλησιάζοντας εκεί θα μετρούσαν ήδη αρκετές μέρες πάνω στο πλοίο. Μια λάντζα (service boat), θα πλησίαζε να φέρει προμήθειες, και θα τους παραλάμβανε να τους βγάλει στην ακτή. Όμως, στις 18 Μαρτίου 2020, ενημερώθηκαν ότι ο πρόεδρος Cyril Ramaphosa της Νοτίου Αφρικής εξέδωσε εντολή με την οποία έκλεινε τα σύνορα, οπότε ήταν αδύνατο να αποβιβαστούν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η υποσαχάρια Αφρική είχε αποφύγει τα χειρότερα (υπήρχαν μόνο 100 κρούσματα σε 20 χώρες) ενώ η πανδημία ήδη μετρούσε 160.000 κρούσματα παγκοσμίως και 6.000 θανάτους. Έτσι και οι χώρες αυτές αναγκάστηκαν να οχυρωθούν απέναντι στην πανδημία που είχε αρχίσει να επελαύνει. Το πλήγμα υπήρξε μεγάλο για τη Νότιο Αφρική που τα έσοδα από τον τουρισμό αντιστοιχούν στο 10% του ΑΕΠ της.
Πλέον οι δυο μηχανικοί ήταν αναγκασμένοι να ακολουθήσουν την πορεία του πλοίου που τώρα θα κατευθυνόταν προς τα δυτικά χωρίς να είναι ξεκαθαρισμένο αν θα πήγαινε προς Ουρουγουάη ή Βραζιλία ή κάποια άλλη χώρα της Ανατολικής Νοτίου Αμερικής.
Στο μεταξύ οι οικογένειες των δυο μηχανικών στην Ελλάδα είχαν αρχίσει να ανησυχούν με το παρατεινόμενο και αβέβαιο πλαίσιο του ταξιδιού τους. Τηλέφωνο δεν μπορούσαν να πάρουν. Μπορούσαν μόνο να επικοινωνήσουν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και αυτό όχι ανά πάσα στιγμή. Οι ίδιοι δεν ήταν σε θέση να τους πουν κάτι σίγουρο, βρισκόμενοι πάνω σε ένα εμπορικό δεξαμενόπλοιο που την πορεία του καθορίζουν παράγοντες όπως οι διακυμάνσεις των τιμών του πετρελαίου και τα συμφέροντα της εταιρίας που το ναυλώνει.
Η μητέρα του Μπάμπη, η κυρία Νίκη μοδίστρα στο επάγγελμα, στα 65 της αναγκάστηκε να ασχοληθεί με το Internet για να παρακολουθεί το στίγμα και την πορεία του πλοίου διαδικτυακά. Εκεί που έραβε, σηκωνόταν από τη ραπτομηχανή και έτρεχε στον υπολογιστή του Μπάμπη να δει αν της έστειλε κανένα email. Έλεγχε αδιαλείπτως για εισερχόμενα μηνύματα. Ο Μπάμπης ήταν λακωνικός και καθησυχαστικός και της έγραφε ότι δεν υπάρχει λόγος να ανησυχεί. Επιπλέον εξήγησε ότι είχε περιορισμένη πρόσβαση στο Internet για να επαρκεί να το μοιράζονται όλοι στο καράβι. Μόνο ο καπετάνιος είχε ξεχωριστή δορυφορική σύνδεση. Παρόλα αυτά, από τις μεταξύ τους συζητήσεις, μέχρι το τέλος της ημέρας οι συν-επιβαίνοντες είχαν πλήρη εικόνα για το τι γίνεται στον κόσμο. Τι άλλο χειρότερο, από τη ραγδαία εξάπλωση του κορονοϊού. Την ίδια στιγμή στο βόρειο ημισφαίριο γνωστοί και φίλοι τηλεφωνούσαν στα σπίτια των δυο μηχανικών και ρωτούσαν τι θα γίνει επιτέλους με τα παιδιά.
Τελικά το πλοίο διασχίζοντας το Νότιο Ατλαντικό έφτασε στις 3 Απριλίου ανοιχτά της Ουρουγουάης περιμένοντας στα ανοιχτά μέχρι να φορτωθεί με αργό πετρέλαιο. Μετά από αναμονή μερικών ημερών για την άφιξη του φορτίου και εκ νέου αναμονή μέχρι να υπάρξουν οι κατάλληλες καιρικές συνθήκες για την από πλοίο σε πλοίο (ship to ship) μεταφορά του, η φόρτωση ξεκίνησε στις 16 Απριλίου. Αναχώρησαν στις 18 Απριλίου, Μεγάλο Σάββατο, με πορεία προς τα Ανατολικά, ενδεχομένως για Κίνα. Γιόρτασαν το Πάσχα εν πλω, με ψητά, αρνιά, τσουρέκια και μπύρες. Στην ουσία το τελικό λιμάνι ήταν πάλι άγνωστο ώστε η ναυλώτρια εταιρία, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι και πετρελαιοπαραγωγός, να έχει την ευελιξία να επιλέξει την κατάλληλη στιγμή πελάτη ανάλογα με τα συμφέροντά της και τις διακυμάνσεις των τιμών του πετρελαίου. Αλλά ακόμη και αν η Κίνα ήταν ο προορισμός του πλοίου, οι δυο Έλληνες δεν θα μπορούσαν να αποβιβαστούν εκεί για τους γνωστούς λόγους. Το ίδιο και κατά τη διέλευση από Νότιο Αφρική ή Σιγκαπούρη. Προφανώς το πρόβλημά τους δεν θα μπορούσε να απασχολήσει περισσότερο τους ναυλωτές, καθότι τα χρηματικά μεγέθη που διακυβεύονται σε αυτές τις περιπτώσεις δεν επιτρέπουν καμία παρέκκλιση από την πορεία και τους επιδιωκόμενους στόχους που μεγιστοποιούν τα κέρδη των τους.
Για καλή τους τύχη όμως ...μια εβδομάδα αργότερα ενημερώθηκαν ότι υπάρχει η δυνατότητα να αποβιβαστούν στο Reunion, ένα νησάκι στον Ινδικό ωκεανό, που ανήκει στα υπερπόντια εδάφη της Γαλλίας, στην Ανατολική Αφρική, και βρίσκεται νοτιοδυτικά του Μαυρίκιου και ανατολικά της Μαδαγασκάρης. Εκείνη τη μέρα η κυρία Νίκη είδε στην οθόνη του υπολογιστή το πλοίο να προσεγγίζει ένα νησάκι που της ήταν άγνωστο και να ξαναφεύγει πολύ σύντομα στη συνέχεια. Αχ.. και να είχε κάποια σχέση με τα παιδιά αυτή η στάση σκέφτηκε από μέσα της. Πράγματι οι δυο μηχανικοί αποβιβάστηκαν εκεί στις 7 Μαΐου και την ίδια μέρα πέταξαν με Air France για Παρίσι. Δεν χρειάστηκαν καν βίζες μιας και το νησί αυτό ανήκει στην Ευρωζώνη! Στη συνέχεια πήραν άλλη πτήση για Γενεύη και από εκεί έφτασαν Ελλάδα το Σάββατο 9 Μαΐου 2020. Συνολικά, από τη στιγμή που είχαν φύγει από τα σπίτια τους μέχρι την επιστροφή τους είχε παρέλθει διάστημα λίγο μικρότερο των 80 ημερών. Τα 14900 μίλια που διένυσαν δια θαλάσσης και άλλα 12750 δια αέρος, συνολικά καλύπτουν μια απόσταση μεγαλύτερη από την περίμετρο της γης στον ισημερινό. Επομένως εύκολα μπορεί να πει κανείς ότι έκαναν το γύρο του κόσμου σε λιγότερες από 80 ημέρες. Αν και οι χρόνοι αυτοί είναι αρκετά συνηθισμένοι για τα πληρώματα των δεξαμενόπλοιων, για τους δυο Έλληνες μηχανικούς η εμπειρία ήταν πρωτόγνωρη. Σε κάθε περίπτωση το στοίχημα ήταν να επιστέψουν στην Ελλάδα υγιείς χωρίς να χρειαστεί να κάνουν και δεύτερο γύρο!
Ο Γιάννης
Ο Γιάννης είναι ένας Έλληνας φοιτητής που κάνει το μεταπτυχιακό του στο Πανεπιστήμιο ‘University of California San Diego’, στο San Diego της Καλιφόρνια, ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια για μηχανικούς στην Αμερική. Όλα πήγαιναν καλά, παρά τους γρήγορους ρυθμούς και τις υψηλές απαιτήσεις του εκπαιδευτικού συστήματος. Ήδη πλησίαζε το τέλος του πρώτου εξαμήνου και ο Γιάννης ήταν χαρούμενος που θα τον επισκεπτόταν η οικογένειά του από την Ελλάδα και μαζί θα είχαν την ευκαιρία να εξερευνήσουν τη δυτική ακτή των ΗΠΑ για όσο θα διαρκούσε το διάλειμμά του. Όλα, όπως αεροπορικά εισιτήρια, ξενοδοχεία και ένα πρόγραμμα με στοχευμένες επισκέψεις σε μουσεία και αξιοθέατα, ήταν δρομολογημένα. Τελευταία θα έμενε η επίσκεψη στο Πανεπιστήμιο του Γιάννη, στις βιβλιοθήκες και στους καθηγητές του πριν η οικογένεια αναχωρήσει για την Ελλάδα. Και εκεί ο κορονοιός άρχισε να δείχνει τα δόντια του βάζοντας την Καλιφόρνια από τις πρώτες περιοχές στο κάδρο. Πολύ σύντομα ο κυβερνήτης Gavin Newsom κήρυξε την πολιτεία σε έκτακτη ανάγκη ενώ και οι, μια μετά την άλλη, πολιτείες και χώρες άρχισαν να βλέπουν το νέο εισβολέα να έρχεται. Με μια ξαφνική και μονομερή απόφαση ο πρόεδρος Τραμπ έκλεισε τα σύνορα με την Ευρώπη και το ταξίδι της οικογένειας ναυάγησε.
Η απογοήτευση του Γιάννη ήταν μεγάλη. Όχι μόνο δεν θα έβλεπε την οικογένειά του αλλά θα έπρεπε να μείνει απομονωμένος στο δωμάτιό του αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες της καραντίνας σε μια ξένη για εκείνον χώρα στην οποία μόλις είχε δειλά προλάβει να κάνει τα πρώτα του βήματα. Τα συναισθήματα και από την πλευρά της οικογένειας που, νοητά πολλές φορές μέχρι εκείνη την ώρα είχε ήδη συναντηθεί με το Γιάννη κάνοντας μαζί του αρκετές από τις διαδρομές που προέβλεπε το ταξίδι, ήταν ανάμεικτα. Λύπη για την ακύρωση του ταξιδιού από τη μία, φόβος για τις συνέπειες της πανδημίας αλλά και θυμός για την αντιμετώπισή τους από αεροπορικές εταιρίες που δεν προχώρησαν σε επιστροφές χρημάτων παρά την ακύρωση των πτήσεων. Τα ξενοδοχεία ήταν συνεπέστερα τηρώντας τους κανόνες ως προς τις ακυρώσεις, ενώ κάποιες κρατήσεις μέσω airbnb ανέδειξαν όλη την προχειρότητα και ασυνέπεια του διάτρητου αυτού συστήματος. Φίλοι από την Αμερική είχαν προειδοποιήσει ότι τα πράγματα χειροτερεύουν. Αν είχαν προλάβει να φύγουν πριν το κλείσιμο των συνόρων πιθανότατα θα είχαν εγκλωβιστεί επ’ αόριστο σε μια χώρα με δυσανάλογο, σε σχέση με τα Ελληνικά και Ευρωπαϊκά δεδομένα, κόστος διαμονής και περίθαλψης. Επιπλέον ο κορονοϊός αφενός δεν καλύπτεται από καμία ταξιδιωτική ασφάλεια αφετέρου, σε πρώτη φάση, τα εκεί συστήματα υγείας δεν επαρκούσαν να καλύψουν τις ανάγκες του εγχώριου πληθυσμού. Από αυτή την πλευρά αισθάνθηκαν ότι είναι πολύ πιο ασφαλείς παραμένοντας, άθελά τους, εντός συνόρων.
Με την έναρξη του δευτέρου εξαμήνου οι σπουδές του Γιάννη συνεχίστηκαν μέσω zoom, σταθερά από το δωμάτιό του, σε ένα κλίμα αποξένωσης από τους διδάσκοντες και συμφοιτητές του. Τα σουπερμάρκετ με ελλείψεις και ουρές. Ο Γιάννης χωρίς αυτοκίνητο ήταν αδύνατο να δημιουργήσει ένα απόθεμα, κουβαλώντας όλα τα ψώνια του, λόγω των μεγάλων αποστάσεων. Οι δημόσιες υπηρεσίες που θα μπορούσαν να εκδώσουν Αμερικανικό δίπλωμα οδήγησης παρέμειναν για μήνες κλειστές και υπήρχε μεγάλη αποδιοργάνωση σε ολόκληρο τον δημόσιο τομέα η οποία δημιουργούσε διαρκώς προβλήματα στους πολίτες.
Η οικογένεια, μέσω skype, τον ενθάρρυνε στις προσπάθειές του, και του έδειχνε την αγάπη τους. Παράλληλα οι γονείς, που διατηρούν ξενώνα σε παραδοσιακό οικισμό στην Ήπειρο, στο πλαίσιο των περιορισμών που επιβλήθηκαν, αναγκάστηκαν να κρατήσουν την επιχείρησή τους κλειστή. Οι ίδιοι είδαν τα έσοδά τους να καταρρέουν σε μια μέρα, όπως και πολλοί ακόμη επαγγελματίες του κλάδου της εστίασης και τουρισμού. Το γεγονός αυτό προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία και ανασφάλεια στο Γιάννη. Παρότι ήταν σε θέση να καλύπτει ένα μέρος των εσόδων του, μέσω υποτροφίας που έλαβε από το Ίδρυμα Μποδοσάκη, θεωρεί καθήκον του να ολοκληρώσει τις σπουδές του για να απαλλάξει την οικογένειά του από τα επιπλέον έξοδα δεδομένου ότι το κόστος σπουδών στην Αμερική είναι υψηλό.
Όταν πλησίαζε και το τέλος του δευτέρου εξαμήνου, γύρω στον Ιούνιο, στο πλαίσιο του Master οι φοιτητές έπρεπε να κάνουν πρακτική άσκηση σε εταιρία του κλάδου της μηχανικής. Να όμως που οι περισσότερες εταιρίες βρισκόταν με δεμένα τα χέρια λόγω κορονοϊού και μόνο να κάνουν προσλήψεις δεν σκεφτόταν. Ο Γιάννης είδε πολλούς από τους συμφοιτητές του να χάνουν τις θέσεις πρακτικής μένοντας μετέωροι. Ο ίδιος κατάφερε τελικά να προσληφθεί με μερική απασχόληση σε μια εταιρία που πραγματοποιεί μελέτες γεφυροποιίας.
Όταν τελειώσει και αυτή η φάση θα ήθελε πολύ να γυρίσει για λίγο στην Ελλάδα να δει την οικογένειά του και τους φίλους του. Εντούτοις φοβάται ότι ο κίνδυνος μιας δεύτερης καραντίνας είναι υπαρκτός, κάτι το οποίο μπορεί να εμποδίσει ακόμη και οριστικά την επιστροφή του στις Η.Π.Α. για τη συνέχιση του τρίτου εξαμήνου σπουδών.
Ο Μίκης
Ο Μίκης είναι 70 χρονών, ζει σε ένα Αθηναϊκό προάστιο, και φυσικά θεωρεί τον εαυτό του ότι ανήκει στις ευπαθείς ομάδες. Στην αρχική φάση της καραντίνας ο κορονοϊός τον έκλεισε κυριολεκτικά στο σπίτι του για 1,5 μήνες, κάτι που όμως κρίθηκε αναγκαίο. Εντούτοις η περίπτωσή του είναι ειδική μιας και ο Μίκης είναι τελείως τυφλός. Η μόνη του διέξοδος εντός σπιτιού ήταν να βγαίνει να καπνίσει στη βεράντα του, κουκουλωμένος στην περίπτωση μιας κρύας μέρας, και να ενημερώνεται μέσω ραδιοφώνου. Μιλώντας στο τηλέφωνο με φίλους όλοι είχαν να του πουν για πρωτόγνωρες καταστάσεις που βίωναν όπως για τους νέους τρόπους εργασίας από το σπίτι μέσω zoom. Άλλοι πάλι ήταν τελείως αποκομμένοι από τις δουλειές τους και καταβρόχθιζαν τη μια μετά την άλλη τις σειρές στο Netflix, κάποιοι ανησυχούσαν για τα παιδιά τους που δεν μπορούσαν να τους επισκεφτούν, και κάποιοι άλλοι δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν. Τους άκουγε γιατί πάντα θέλει να μαθαίνει τι γίνεται ‘έξω’ από τον δικό του κόσμο χωρίς εκείνος ποτέ να προβάλει τα δικά του ΄θέλω’, τα δικά του ‘μπορώ ή ‘δεν μπορώ’.
Θα αναρωτηθεί κανείς πόσα είναι αυτά που μια καραντίνα μπορεί να στερήσει ακόμη από έναν τυφλό άνθρωπο; Στην περίπτωση του Μίκη η απάντηση είναι «πολλά!»
Ο Μίκης δεν είναι ένας συνηθισμένος τυφλός. Η τύφλωσή του επήλθε σταδιακά και έφτασε να μην βλέπει καθόλου σε ηλικία 45 ετών. Επομένως ξέρει πολύ καλά πως είναι η γειτονιά του, η Αθήνα, και πολλοί ακόμη τοπικοί ή ξένοι προορισμοί. Μπορεί πολύ εύκολα να σου δώσει οδηγίες πως θα πας από εδώ εκεί ακόμη και τι να αποφύγεις. Όταν κάνει καλό καιρό κατεβαίνει, συνοδευόμενος πάντα από τη Μάρη, στο κέντρο της πόλης και απολαμβάνει το καφεδάκι του σε κεντρικό ζαχαροπλαστείο της Αθήνας ή κάνει και άλλες δουλειές που δεν γίνονται στη γειτονιά του.
Όλα αυτά δεν μας προκαλούν ιδιαίτερη έκπληξη. Να όμως που ο Μίκης δεν αρκείται σε αυτά. Πάνω από όλα του αρέσει να ταξιδεύει και να απολαμβάνει ακόμη και μακρινούς ή εξωτικούς προορισμούς όπως Μαυρίκιο, Ιαπωνία κ.α. Η επιλογή τους κάθε φορά γίνεται πολλούς μήνες πριν το ταξίδι γιατί θέλει να έχει κάτι να σκέφτεται μπροστά στο χρόνο και να το περιμένει με χαρά. Ακόμη και το τι θα πάρει μαζί στη βαλίτσα του, πως θα πάει στο αεροδρόμιο και τι θα κάνει φτάνοντας στην άλλη χώρα, αποτελούν θέματα έγκαιρης επεξεργασίας. Προφανώς χρωματίζει με το δικό του τρόπο το σημείο και τη χώρα προορισμού κάτι που άλλωστε κάνουμε όλοι μας σαν κομμάτι της αυτόματης συνείδησης που μας επιτρέπει να ταξιδεύουμε νοερά στον χρόνο. Νιώθει το άγχος του ταξιδιού πολύ πριν το ταξίδι, την ώρα της απογείωσης και προσγείωσης του αεροπλάνου, και οσφραίνεται νέους εξωτικούς αέρηδες. Θα είναι κάπως έτσι η στιγμή που θα κατεβαίνουν από το αεροπλάνο; Η περιέργειά του τον ωθεί να φανταστεί τα πάντα από πριν, τη βοή της πόλης, τα ακούσματα της εξοχής, τις νέες μυρωδιές των φαγητών, των ανθρώπων, των διαδρόμων του ξενοδοχείου. Η καρδιά του είναι ανοιχτή σε νέες προκλήσεις.
Ενημερώνεται προκαταβολικά από φίλους για την οικονομία της χώρας και το επίπεδο ζωής. Φτάνοντας επιδιώκει να αντλήσει πληροφορίες από όπου μπορεί ακόμη και από τον ταξιτζή που τους μεταφέρει στο ξενοδοχείο. Επιστρέφοντας έχει να διηγηθεί σε φίλους τις εμπειρίες του με εκφράσεις που εκπλήσσουν ευχάριστα όπως «τότε που ‘είδαμε’ αυτό, πήγαμε εκεί και κάναμε εκείνο» και μάλιστα με τρόπο τόσο φυσικό που και η ίδια η Μάρη η οποία του τα περιέγραφε βήμα προς βήμα, είναι σα να ξαναβλέπει ζωντανή τη σκηνή μπροστά της!
Να λοιπόν που ο κορονοϊός έχωσε τη μύτη του ακόμη και εκεί που δεν θα φανταζόταν κανείς, ακυρώνοντας την ανάγκη ενός ανθρώπου να φωτίζει με εμπειρίες και αναμνήσεις το σκοτάδι του. Εγκλωβισμένος στο σπίτι του πλέον ο Μίκης επιμένει να εμπλουτίζει τη φαντασία του με νέα ‘κλασσικά εικονογραφημένα’. Τη μια μέρα οδηγεί αυτοκίνητο cabrio και την άλλη βρίσκεται στο γήπεδο παρακολουθώντας όπως παλιά ‘με τα ίδια του τα μάτια’ ζωντανά έναν ποδοσφαιρικό αγώνα με την αγαπημένη του ομάδα τον ‘θρύλο’ Ολυμπιακό όπως λέει. «Όνειρα εαρινής νυκτός σε περίοδο πανδημίας» μονολογεί..
Η Βίκυ
Η Βίκυ είναι Ελληνίδα που τα τελευταία 26 χρόνια ζει στην Αγγλία. Μέχρι πρόσφατα εργαζόταν ως προπονήτρια στο Croydon, στο νότιο Λονδίνο, σε μια μεγάλη αλυσίδα γυμναστηρίων χωρίς συμβόλαιο ορισμένης εβδομαδιαίας απασχόλησης (zero hour contract). Από τις 20/3/2020 έκλεισαν όλα τα κολυμβητήρια. Στο τέλος Απριλίου την ενημέρωσαν ότι απολύεται και της ευχήθηκαν καλή τύχη στην αναζήτηση νέας εργασίας!.. Παράλληλα απολύθηκε και από ένα ιδιωτικό σχολείο όπου και εκεί εργαζόταν ως προπονήτρια κολύμβησης, λόγω των απρόβλεπτων συνθηκών της καραντίνας ..της εξήγησαν. Και στις δυο περιπτώσεις θεωρεί ότι δεν θα τους στοίχιζε το παραμικρό αν παρέμενε στα βιβλία τους αφού δεν εργαζόταν. Τα ‘zero hour contracts’ δεν πήραν καμία αποζημίωση από το furlough (αναστολή υπό κρατική ομπρέλα – άδεια μετ’ αποδοχών). Ως ελεύθερη επαγγελματίας της ζητήθηκαν οι φορολογικές δηλώσεις των τριών τελευταίων ετών των οποίων ο μέσος όρος θα αντιστοιχούσε σε ένα ποσοστό μηνιαίας αποζημίωσης της τάξης του 80% περίπου. Έτσι της βγήκε να πάρει ένα πολύ μικρό ποσό. Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκε τέτοια ανασφάλεια στα 26 χρόνια που βρίσκεται στην Αγγλία. Ξαφνικά βρέθηκε μετέωρη με εκκρεμότητες να τρέχουν, και δάνειο σπιτιού. Υπήρχε μια δυνατότητα να πάρει για ένα τρίμηνο ένα ‘holiday’ δάνειο αλλά αφενός θα έπρεπε να το εξοφλήσει αμέσως μετά και αφετέρου να πληρώσει τους επιπλέον τόκους τριών μηνών. Με όλα αυτά μαζεμένα δεν ήξερε αν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει χωρίς δουλειά ..
Ευτυχώς που ο σύζυγός της εργάζεται σαν προπονητής στο μοντέρνο πένταθλο στην Εθνική Αγγλίας και συνέχισε να πληρώνεται κανονικά. Μέχρι αυτή τη στιγμή η ίδια παραμένει άνεργη, εντούτοις από το Νοέμβριο θα δουλεύει ως επόπτρια σε οικοτροφείο θηλέων (house mistress σε boarding school) κοντά στο Gilford. Πλέον θεωρεί τυχερό τον εαυτό της που, σε ηλικία 43 ετών, βρήκε αυτή τη δουλειά και μάλιστα τη στιγμή που η αγορά έχει χτυπήσει κόκκινο.
Η Παναγιώτα
Μια φτωχή οικογένεια, με επτά παιδιά, ζει σε ένα μικρό ορεινό χωριό στην Ήπειρο. Η Παναγιώτα, ένα από τα κορίτσια της οικογένειας, είναι 13 ετών. Στη διάρκεια του σχολικού έτους ένα λεωφορείο, που μισθώνεται από το υπουργείο Παιδείας, συλλέγει μαθητές από ένα σύμπλεγμα γειτονικών χωριών με τελικό προορισμό το γυμνάσιο που βρίσκεται στο κεφαλοχώρι της περιοχής. Μαζί και η Παναγιώτα που, βρέξει χιονίσει, κάνει καθημερινά αυτό το ταξίδι. Πολλά από αυτά τα παιδιά, πέρα από τη δύσκολη καθημερινότητα που αντιμετωπίζουν, ελάχιστη υποστήριξη έχουν από τους γονείς τους που δεν είναι εγγράμματοι για να μπορούν να παρακολουθήσουν την πρόοδό τους.
Μια μέρα το περασμένο καλοκαίρι, η Παναγιώτα έλαβε ένα έξυπνο κινητό τηλέφωνο ως δώρο από έναν συγχωριανό της που ζει στην Αθήνα, ως ανταπόδοση για το γεγονός ότι επισκεπτόταν συχνά την ηλικιωμένη μητέρα του που ζει μόνη της στο χωριό. Το κοριτσάκι, με μεγάλη επιδεξιότητα, βρήκε γρήγορα τον τρόπο να μπαίνει στα κοινωνικά δίκτυα και να επικοινωνεί με τους συμμαθητές της, σε μια πρώτη προσπάθεια να διευρύνει τον μικρόκοσμό της. Μέχρι που μια μέρα, λίγο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, κάποιος της έκλεψε το κινητό ενώ βρισκόταν στο λεωφορείο προς το γυμνάσιο. Η απογοήτευσή της ήταν μεγάλη. Δεν σταματούσε να κλαίει…
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας τα παιδιά σε όλη τη χώρα, όπως σχεδόν παντού, έπρεπε να μείνουν στο σπίτι για να προστατευθούν από τον κορονοϊό. Επομένως η εκμάθηση, με την παραδοσιακή μέθοδο διδασκαλίας στην τάξη, διακόπηκε και αντικαταστάθηκε από διαδικτυακή επικοινωνία με το σχολείο. Η εξάπλωση του ιού επηρέασε τα εκπαιδευτικά περιβάλλοντα, αλλά ο αντίκτυπος σε παιδιά όπως η Παναγιώτα και τα αδέρφια της ήταν πλέον επιζήμια. Πρώτον, έχασαν την καθημερινή τους αλληλεπίδραση με τους καθηγητές και τους συμμαθητές τους, για αρκετό χρονικό διάστημα. Επιπλέον, χωρίς ηλεκτρονικό υπολογιστή στο σπίτι αποκλειόταν από κάθε σύνδεση με το περιβάλλον του σχολείου και τα μαθήματά τους. Ως έσχατη λύση, ένα έξυπνο τηλέφωνο θα ήταν κάτι, αλλά ακόμη και το κινητό της Παναγιώτας είχε κλαπεί. Περιπτώσεις σαν αυτή αναδεικνύουν τον αρνητικό αντίκτυπο της πανδημίας στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες και απειλεί με ακόμη μεγαλύτερη εκπαιδευτική και κοινωνική περιθωριοποίηση τα φτωχά παιδιά.