Πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς

Ή νέες και δημιουργικές λύσεις, ή ένας κόσμος μεγαλύτερος, με ανίσχυρες συμμαχίες, όπου τα κράτη πλέον θα έχουν τόσο μεγάλες τεχνολογικές αποστάσεις ώστε ο πόλεμος, ακόμα και στο δυτικό κόσμο, θα μπορεί να γίνει μια πραγματικότητα.
wildpixel via Getty Images

Στη Μεγάλη Βρετανία, μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, κάποιος έπαιρνε ένα προσωπικό τηλεγράφημα από τη Βασίλισσα αν περνούσε τα 100. Σήμερα στο νησί, οι εκατοντάχρονοι είναι τόσοι πολλοί που πλέον κάποιος πρέπει να κάνει αίτηση για το τηλεγράφημα. Ο κόσμος μας έχει αλλάξει πολύ και πολύ γρήγορα. Ζούμε περισσότερο και καλύτερα από τις προηγούμενες γενιές, σπουδάζουμε ευκολότερα, δουλεύουμε λιγότερο, πληροφορούμαστε καλύτερα και οι αποστάσεις είναι εκμηδενισμένες. Δεν δουλεύουμε σε εργοστάσια 16 ώρες, αλλά σε υπηρεσίες οκτάωρο. Κάθε γενιά πλέον απέχει μίλια από την προηγούμενη.

Όμως οι δημοσκοπήσεις και οι πολιτικές επιλογές των τελευταίων χρόνων δεν δείχνουν ικανοποιημένους πολίτες, οι οποίοι όλο και περισσότερο στρέφονται σε λιγότερο δοκιμασμένες λύσεις για την επίλυση των προβλημάτων τους. Για να καταλάβουμε την έλλειψη ικανοποίησης, δεν έχουμε παρά μόνο να κοιτάξουμε την ποιότητα των λύσεων που προσφέρονται. Οι λύσεις αυτές συχνά μένουν εγκλωβισμένες σε πολιτικοκοινωνικά δόγματα που η εποχή έχει ξεπεράσει.

“Σε όλες τις δημοκρατικές εκλογές του κόσμου, από τις ΗΠΑ μέχρι το Ηνωμένο Βασίλειο, και από τη Γουατεμάλα μέχρι τις Φιλιππίνες προσπαθούμε να λύσουμε κάθε πρόβλημα του σύγχρονου κόσμου με ένα μονοσήμαντο δίπολο: «περισσότερο ή λιγότερο κράτος;»”

Παρά τα τεχνολογικά και κοινωνιολογικά άλματα, σε επίπεδο πολιτικής θεωρίας και πράξης, τα τελευταία 150 χρόνια είναι σαν να μην υπάρχουν. Οι έννοιες της Δεξιάς και της Αριστεράς, συχνά σε πρωτογενή και αποστεωμένη μορφή, κυριαρχούν σε κάθε κοινοβούλιο του πλανήτη. Σε όλες τις δημοκρατικές εκλογές του κόσμου, από τις ΗΠΑ μέχρι το Ηνωμένο Βασίλειο, και από τη Γουατεμάλα μέχρι τις Φιλιππίνες προσπαθούμε να λύσουμε κάθε πρόβλημα του σύγχρονου κόσμου με ένα μονοσήμαντο δίπολο: «περισσότερο ή λιγότερο κράτος;».

Μειωμένη παραγωγικότητα; «Περισσότερο ή λιγότερο κράτος;».

Πανδημία; «Λιγότερο ή περισσότερο κράτος;».

Χρέος; «Περισσότερο ή λιγότερο κράτος».

Κλιματική αλλαγή; «Περισσότερο ή λιγότερο κράτος;».

«Αν έχεις ένα μόνο ένα σφυρί» είπε ο σπουδαίος ψυχολόγος Αβραάμ Μάσλοου, «τότε κάθε πρόβλημα μοιάζει με καρφί». Χρησιμοποιώντας το ίδιο εργαλείο, κατασκευής 19ου αιώνα με σκοπό να εξυπηρετήσει μια πρωτο-βιομηχανική κοινωνία που οι άνθρωποι ζούσαν μέχρι τα 50, δούλευαν κανονικά όλη την εβδομάδα, το εργοστάσιο ήταν ακόμα μια καινούρια έννοια και η σύνταξη άγνωστη, δοκιμάζουμε να λύσουμε οικονομικά και γεωπολιτικά θέματα που αντιμετωπίζουν μετά-βιομηχανικές κοινωνίες υπηρεσιών, στην εποχή της πληροφορίας, των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων και της ροής του χρήματος με εξωπραγματικές ταχύτητες.

Θα ήταν σχεδόν κωμικό για τις μελλοντικές γενιές που θα διαβάζουν την ιστορία μας, αν οι συνέπειες αυτής της πνευματικής ένδειας, δεν ήταν τόσο σοβαρές.

Γιατί σταμάτησε η πολιτική θεωρία;

Revolution
Revolution
idildemir via Getty Images

Ο λόγος που η πολιτική θεωρία έχει κολλήσει στις αρχές του εικοστού αιώνα είναι σχετικά απλός. Από την τελική κατάπτωση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας κοντά στο 50 π.χ. , μέχρι και περίπου τον 17ο αιώνα, για πάνω από 1700 χρόνια, η πολιτική θεωρία ήταν πρακτικά άχρηστη, αφού οι μόνες τριβές στην διακυβέρνηση ήταν μεταξύ των μοναρχών, του κλήρου και των φεουδαρχών τους, των περίφημων «τριών καστών».

Όταν πρώτα οι Άγγλοι το 1649 και μετά οι Γάλλοι το 1789 αμφισβήτησαν το δικαίωμα των «πεφωτισμένων από το Θεό» μοναρχών να κυβερνούν ανεξέλεγκτα, άρχισαν δειλά-δειλά να αναπτύσσονται πολιτικές θεωρίες που θα στήριζαν μια πιο ευρεία βάση λήψης αποφάσεων. Με εφαλτήριο τους κλασσικούς, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Κικέρωνα, ο Χόμπς, ο Λόκ, ο Ρουσώ, ο Βολταίρος, ακόμα και ο Προυντόν, αναγέννησαν και διαμόρφωσαν τις βάσεις της μοντέρνας πολιτικής θεωρίας.

Για τους Άγγλους, άρχοντες της θάλασσας και του εμπορίου, η θεωρία περιστρεφόταν γύρω από τη δυνατότητα της μεσαίας τάξης να μετέχει στη λήψη αποφάσεων.

Για τους Γάλλους, κουρασμένους από τον απολυταρχισμό των Βουρβόνων, γύρω από την ατομική ελευθερία.

Η βιομηχανική επανάσταση, όπως σήμερα η τεχνολογική, έγινε ο καταλύτης που επιτάχυνε τις εξελίξεις.

Ο Σκωτσέζος οικονομολόγος Άνταμ Σμίθ διέτεινε πως οικονομίες ελεύθερες από τους δεσμούς ενός αυταρχικού κράτους, οδηγούσαν σε ελεύθερους ανθρώπους, βάζοντας έτσι την οικονομική θεωρία μέσα στην πολιτική.

Ο Μάρξ και ο -πανέξυπνος- Έγκελς στο τέλος του 19ου αιώνα από την άλλη, παρατηρώντας την πραγματικότητα της ζωής στις βιομηχανικές πόλεις, αμφισβήτησαν κατά πόσο μια ελεύθερη αγορά θα οδηγούσε σε πραγματικά ελεύθερους ανθρώπους.

Κάπου εκεί η πολιτική θεωρία άρχισε να επιβραδύνει. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι σε είκοσι χρόνια έστρεψαν το ανθρώπινο ενδιαφέρον μακριά από θεωρίες και στην φυσική προσπάθεια να μη διαλυθεί τελείως η κοινωνία και η πρόοδος που είχε επιτευχθεί μέχρι τότε.

Το τέλος της σκέψης

Marcus Kay via Getty Images

Το τέλος την ανάπτυξης της πολιτικής σκέψης συμπίπτει με την επίσημη έναρξη του ψυχρού πολέμου. Η επικράτηση του Λενινισμού και του Σταλινισμού, κάτω από το λάβαρο ενός ψευδεπίγραφου Μαρξισμού, τρόμαξε τη Δύση, η οποία σφιχταγκάλιασε τη δική της θεωρία της ελεύθερης αγοράς. Η πολιτική θεωρία υποτάχθηκε για τα καλά στην οικονομική, συνθηκολογώντας το τέλος της, λίγους μήνες μετά την παράδοση της Ιαπωνίας.

“Η αμφισβήτηση των οικονομικών δογμάτων ήταν συνώνυμη της προδοσίας και κυνηγήθηκε με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο.”

Από ελεύθερες ιδέες ελεύθερων ανθρώπων, οι οικονομικό-πολιτικές πλέον θεωρίες μετετράπησαν σε οικονομικά δόγματα επικράτησης των δύο ψυχροπολεμικών αντιπάλων με σκοπό να κρατήσουν τους συμμάχους τους ενεργοποιημένους, και να προσελκύσουν ή να αποπροσανατολίσουν τους αντιπάλους. Η ιδέα των «άλλων», δεν ήταν κάτι για να εξεταστεί, να επεξεργαστεί, να βελτιωθεί, να εμπλουτίσει τη δική μας, αλλά μόνο να κατατροπωθεί. Η αμφισβήτηση των οικονομικών δογμάτων ήταν συνώνυμη της προδοσίας και κυνηγήθηκε με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο. Τα δόγματα, άλλωστε, από τη φύση τους δεν αμφισβητούνται, δεν προσαρμόζονται, εξελίσσονται μόνο προς μια κατεύθυνση, αυτή της τελικής επικράτησης.

Στη Σοβιετική Ένωση, το Κόμμα έγινε φύλακας της απόλυτης αλήθειας, η οποία γράφτηκε στην πέτρα, απαράλλακτη, μέχρι που η αμφισβήτηση του Γκορμπατσώφ, η «Περεστρόικα» και η «Γκλάσνοστ», οδήγησε στην κατάρρευση της.

“Ο υπαρκτός σοσιαλισμός έγραψε το τέλος του στις αχτίδες ήλιου που πέρασαν από το Τείχος τους Βερολίνου το 1989 και στους ήχους της ερπύστριας στα σκαλιά της Σοβιετικής Δούμας το 1991.”

Στη Δύση, η φιλοσοφία των ελεύθερων αγορών ενισχύθηκε από την εγκατάλειψη του στάνταρ του Χρυσού και την μοντέρνα μονεταριστική θεωρία, τις νεοφιλελεύθερες θεωρίες του Μίλτον Φρίντμαν και την απελευθέρωση του τραπεζικού δανεισμού, οδηγώντας την στο ακριβώς αντίστροφο δίπολο από τον Σοβιετικό αντίπαλο τους.

Από τη μία, η απόλυτη ποδηγέτηση της οικονομικής και πολιτικής δραστηριότητας. Από την άλλη, η ασυδοσία συνοδευόμενη από την σχεδόν θρησκευτική πεποίθηση πως το «αόρατο χέρι των αγορών» θα διόρθωνε τα πάντα.

Η νέα πραγματικότητα

claffra via Getty Images

Ο υπαρκτός σοσιαλισμός έγραψε το τέλος του στις αχτίδες ήλιου που πέρασαν από το Τείχος τους Βερολίνου το 1989 και στους ήχους της ερπύστριας στα σκαλιά της Σοβιετικής Δούμας το 1991.

Από το 1991, έμεινε πλέον μόνο μια θεωρία άτεγκτη, η καπιταλιστική. Ο κομμουνισμός προσαρτήθηκε από το δυτικό σοσιαλισμό, και ο κόσμος πήρε και πάλι το δρόμο του.

Όμως η «ειρήνη» δεν άντεξε πολύ. Από το 2000 και ένθεν, το Ιντερνετ έφερε κοντά και ένα νέο παίκτη στο στερέωμα, την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, ένα υβρίδιο κομμουνιστικής θεωρίας και σκληρού καπιταλισμού των ημετέρων.

Ο ανταγωνισμός αλλά και ο επί χρόνια ανεξέλεγκτος δανεισμός, οδήγησαν στην ουσιαστική κατάρρευση του καπιταλισμού όπως τον ξέραμε. Το «αόρατο χέρι» έγινε πολύ ορατό χέρι των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών, και η ιδέα της «αποτελεσματικής αγοράς» (efficient market) θάφτηκε σιωπηλά της στα ερείπια της Lehman Brothers, όταν οι τράπεζες πρακτικά εθνικοποιήθηκαν το 2008.

Από το τέλος της θητείας του Τζ. Μπούς του νεώτερου και ένθεν, οι κεντρικές τράπεζες εν πολλοίς στηρίζουν την όποια ελάχιστη ανάπτυξη στη Δύση, η οποία πριν την Κρίση του Κορωνοϊού είχε μειωθεί σε επίπεδα κάτω του 2%-2,5% ετησίως για τις αναπτυγμένες χώρες.

“Μετά την οικονομική κρίση του 2008 οι σημαντικές οικονομικές αποφάσεις λαμβάνονται από τις κεντρικές τράπεζες και αφορούν κυρίως χρηματιστηριακές παρεμβάσεις, προκειμένου οι αγορές να μη στρέφονται έναντι των κυβερνήσεων.”

Σταθερά, για πάνω από μια δεκαετία, το λεγόμενο «Δυτικό Μπλόκ», χωρίς εμφανή εχθρό και χωρίς την ευμάρεια που είχε υποσχεθεί, έμεινε χωρίς ένα θεωρητικό υπόβαθρο για να στηρίξει την ύπαρξη του. Λογικό αποτέλεσμα ήταν πως όταν η ανάπτυξη στέρεψε, τότε ακόμα και σύμμαχοι (G7, NATO) στράφηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο διεκδικώντας ένα κομμάτι από μια πίτα που μειώνεται συνέχεια. Οι «εμπορικοί πόλεμοι» του Ντ. Τράμπ, ο οποίος πριν την πανδημία είχε στοχοποιήσει τις γερμανικές εξαγωγές, ήταν φυσικό επακόλουθο ενός τέτοιου κόσμου.

Καπιταλισμός των ολίγων

nuvolanevicata via Getty Images

Στις δημοκρατίες, οι πολιτικές θεωρίες σχετίζονται κατά κύριο λόγο με την διανομή των πόρων. Τα αποτελέσματα της έλλειψης μιας δυνατής πολιτικής θεωρίας για τη ζωή των ανθρώπων είναι καταλυτικά. Μετά την οικονομική κρίση του 2008 οι σημαντικές οικονομικές αποφάσεις λαμβάνονται από τις κεντρικές τράπεζες και αφορούν κυρίως χρηματιστηριακές παρεμβάσεις, προκειμένου οι αγορές να μη στρέφονται έναντι των κυβερνήσεων. Το κράτος, εγκλωβισμένο στο δόγμα των ελεύθερων αγορών, παρακολουθεί αμήχανα το οικονομικό σύστημα να αποτυγχάνει.

Ιδού τι λένε τα νούμερα:

Από το τέλος του 1999 και μετά, μετά τον πληθωρισμό, οι παγκόσμιες οικονομίες έχουν σχεδόν υπερδιπλασιάσει τα κέρδη τους (+117%), όσο ακριβώς και οι μετοχικές αγορές.

Οι ομολογιακές αγορές έχουν αυξηθεί κατά τι λιγότερο (70%). Από την άλλη, η πραγματική αγοραστική δύναμη της μέση τάξης έχει μείνει στάσιμη σχεδόν σε όλο το δυτικό κόσμο (1).

Το αποτέλεσμα; Οι κάτοχοι μετοχών και ομολόγων, στις περισσότερες χώρες το υψηλότερο ποσοστό εισοδημάτων, όχι μόνο να βλέπουν τα κέρδη τους να αυξάνονται σημαντικά, αλλά έχουν και μικρότερα κίνητρα να επενδύουν στην νωθρή πραγματική οικονομία, αφού στο χρηματιστήριο το κράτος (με την μορφή των κεντρικών τραπεζών) εγγυάται υπερ-κέρδη.

Οι πραγματικές επενδύσεις την αγορά, οι κεφαλαιουχικές (μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις σε εργοστάσια, υποδομές κλπ), εκτός Κίνας, έχουν μειωθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία. Από το 2005 έως το 2008, όταν ο κόσμος ανέκαμπτε από την προηγούμενη κρίση, οι παγκόσμιες επενδύσεις πλην τραπεζών είχαν αυξηθεί κατά 58%. Από το 2009 έως και το τέλος του 2019, αυτές είχαν συνολικά συρρικνωθεί κατά 7% από τα επίπεδα του 2008, χωρίς να συνυπολογίζουμε τις συνέπειες του Covid-19 (2).

“Η σημαντικότερη επίπτωση όμως είναι πως η πανδημία δίνει σάρκα και οστά σε κάτι που έως το Φεβρουάριο ήταν απλώς ένα πολιτικό όνειρο: την από-παγκοσμιοποίηση.”

Μιλάμε λοιπόν πλέον για ένα οικονομικό σύστημα το οποίο όχι μόνο δεν λειτουργεί προς τη βέλτιστη κατανομή πόρων, αλλά ενεργά επιβαρύνει την πραγματική οικονομία εις βάρος της χρηματιστηριακής. Τυπώνονται τεράστια ποσά χρήματος, ο δανεισμός αυξάνεται για όλη την φορολογική βάση, αλλά τα κέρδη μένουν σε περιορισμένο αριθμό πολιτών. Η λεγόμενη «εισοδηματική ανισότητα» είναι φαινόμενο για το οποίο το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ, η Παγκόσμια Τράπεζα αλλά ακόμα και οι κεντρικές τράπεζες χωρών, οι σημαντικότεροι πρέσβεις του καπιταλισμού, προειδοποιούν έντονα.

Προσθέτοντας στις πιέσεις, η ηλεκτρονική πληροφόρηση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία συχνά και κατά παρέκκλιση από τα ως την εποχή μας ειωθώτα οι κατέχοντες διαφημίζουν τον τρόπο ζωής τους, φροντίζουν να υπενθυμίζουν στους υπόλοιπους πόσο αληθινό είναι αυτό το χάσμα. Εισοδηματικά χάσματα υπήρχαν και θα υπάρχουν καθόλη τη διάρκεια του ανθρώπινου πολιτισμού.

Όμως η ευρεία δημοκρατία (universal suffrage) είναι σχετικά καινούριο πείραμα, μόλις 100-150 χρόνων. Είναι λογικό όταν οι ψήφοι είναι ίσοι, οι πολίτες, που στην συντριπτική τους πλειονότητα δεν κατέχουν μετοχές και ομόλογα και έχουν δει τα πραγματικά τους εισοδήματα τα μένουν στάσιμα, να απαιτούν τουλάχιστον ίσες ευκαιρίες στην απόκτηση πλούτου. Ιστορικά, αυτή η απαίτηση υπήρξε κινητήριος μοχλός πολιτικών εξελίξεων τα τελευταία 50 χρόνια.

Η αποτυχία του υπάρχοντος οικονομικού συστήματος να εξασφαλίσει έστω την επίφαση των οικονομικών ίσων ευκαιριών εξηγεί την στροφή των εκλογικών σωμάτων σε πολιτικά σχήματα και ηγέτες που υπόσχονται να «σπάσουν το σύστημα», ακόμα και αν σχεδόν ποτέ είτε δεν αναφέρουν με τι θα το αντικαταστήσουν είτε προωθούν την αναπαλαίωση ήδη αποτυχημένων συστημάτων. Στην Ιταλία, την Ισπανία, τις ΗΠΑ, τη Μ. Βρετανία, την Αυστρία, την Ολλανδία, σε κάποιες σκανδιναβικές χώρες αλλά και στη Βραζιλία, ανέλαβαν την εξουσία ηγέτες και κινήματα που έχουν ελαφρά χαρακτηριστεί «λαϊκίστικα», γιατί υπόσχονται εύκολες λύσεις. Είναι όμως στην πραγματικότητα τόσο εξίσου δύσκολο να βρεθούν λύσεις από το λεγόμενο «συστεμικό χώρο», που πρακτικά η διαφορά των δύο εξαντλείται στην αισθητική, την εμπειρία και συνεπώς στην αντιμετώπιση μη οικονομικών θεμάτων και κρίσεων.

Ο Covid-19 ως καταλύτης

Andriy Onufriyenko via Getty Images

Σε αυτό το περιβάλλον ξέσπασε μια πανδημία, για την οποία δεν υπάρχουν φάρμακα και ανοσία, και η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με απλή αντιβίωση. Οι οικονομικές συνέπειες είναι ανυπολόγιστες με το δεύτερο τρίμηνο του 2020 να είναι το χειρότερο μετά τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας στον Κόλπο του Τόκυο το 1945. Για το έτος έως τον Ιούνιο του 2020 η Αμερικανική οικονομία συρρικνώθηκε 10%, η Ευρωπαϊκή 12%-13% και η Βρετανική ένα απίστευτο 20,4%. Οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες έχουν υποστεί ζημιές και σε μερικές περιπτώσεις έχουν καταρρεύσει πλήρως, καθώς το παγκόσμιο εμπόριο έχει πλέον μειωθεί κατά πολύ.

Οι οικονομικοί αναλυτές πολύ σωστά παρατηρούν πως η πανδημία είναι καταλύτης για την επιτάχυνση τάσεων που ήδη προϋπήρχαν: Δουλειά εξ’αποστάσεως και εκσυγχρονισμός της σχετικής νομοθεσίας, ψήφος εξ αποστάσεως, ηλεκτρονικό χρήμα και Blockchain, virtual services, μείωση του πληθυσμού των πόλεων.

Η σημαντικότερη επίπτωση όμως είναι πως η πανδημία δίνει σάρκα και οστά σε κάτι που έως το Φεβρουάριο ήταν απλώς ένα πολιτικό όνειρο: την από-παγκοσμιοποίηση.

“Όχι πλέον Δεξιά και Αριστερά. Όχι πλέον «πόσο κράτος» αλλά «πόση παγκοσμιοποίηση;», «πως τεχνολογία και δουλειές», «πως πραγματική ανάπτυξη», «πως υγεία και οικονομία μαζί».”

Η επιβράδυνση, ακόμα και η ανατροπή της παγκοσμιοποίησης αποτελεί πανάκεια για τις «απλές λύσεις» που προτείνουν αρκετά νεόκοπα κόμματα. Ιστορικά, εως πριν από λίγους μήνες, το κίνημα ήταν πιθανόν ανάλογο των αντιδράσεων για την βιομηχανική επανάσταση, τον 19ο αιώνα, όταν οι εργάτες πετούσαν ξύλινα παπούτσια (σαμπό), στις μηχανές, για να τις «σαμπο-ταρουν». Τότε, όπως και τώρα, η τεχνολογία επέβαλε την νέα πραγματικότητα και την αναπόδραστη αντίδραση σε αυτήν. Πλέον όμως, εξαιτίας του Covid-19, οι μετακινήσεις περιορίζονται, και μαζί τους αναπόφευκτα το κεφάλαιο. Αν κάποιος δεν μπορεί να πάει στη Μαλαισία απρόσκοπτα, δεν θα ανοίξει εργοστάσιο εκεί, ούτε θα προμηθευτεί πρώτες ύλες για την επιχείρηση του. Έτσι, πολλές επιχειρήσεις πλέον προσανατολίζονται στον επαναπατρισμό. Το κόστος θα είναι μεγάλο, καθώς ελλοχεύει πληθωρισμός, ενώ και η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και προϊόντων μπορεί να είναι κατώτερη, αφού οι κατασκευαστές θα έχουν λιγότερες επιλογές.

Οι νέες θεωρίες

Όσο η πανδημία επιμένει, τόσο ο κόσμος αλλάζει ριζικά. Όπως επανεξετάζουμε την δομή της υφηλίου μετά την πανδημία έτσι πρέπει να επανεξετάσουμε και τις πολιτικές μας θεωρίες που θα στηρίξουν και θα υποθάλψουν νέα αναπτυξιακά μοντέλα.

Όχι πλέον Δεξιά και Αριστερά. Όχι πλέον «πόσο κράτος» αλλά «πόση παγκοσμιοποίηση;», «πως τεχνολογία και δουλειές», «πως πραγματική ανάπτυξη», «πως υγεία και οικονομία μαζί». Ήρθε η ώρα να θάψουμε τον Friedman πλάι στο Μάρξ, και να βρούμε νέα μοντέλα για μια νέα πραγματικά οικονομία.

Οι πόροι για τέτοιου είδους έρευνα, όσο φιλοσοφική και εξωτική και αν ακούγεται είναι απαραίτητη. Χωρίς αυτές τις ιδέες η οικονομική και πολιτική δυσπραγία μπορεί να γίνει εκρηκτική, καθώς τα προβλήματα του νέου κόσμου δεν θα μπορέσουν να λυθούν με θεωρίες και ιδέες του παλιού.

Η επιλογή είναι απλή: ή νέες και δημιουργικές λύσεις, ή ένας κόσμος μεγαλύτερος, με ανίσχυρες συμμαχίες, όπου τα κράτη πλέον θα έχουν τόσο μεγάλες τεχνολογικές αποστάσεις ώστε ο πόλεμος, ακόμα και στο δυτικό κόσμο, θα μπορεί να γίνει μια πραγματικότητα.

  1. Στοιχεία από το Bloomebrg

  2. S&P Global Capex Report 2019

|

Δημοφιλή