Ανοιξε πάλι το ζήτημα της αξιολόγησης
Με αφορμή το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, η κυβέρνηση έχει ανοίξει και πάλι το ζήτημα των αξιολογήσεων των δημοσίων υπαλλήλων. Εδώ, προκύπτει όμως το θεμελιώδες ερώτημα: Έχουν οι επαγγελματίες πολιτικοί την ικανότητα να προτείνουν ένα έγκυρο και αξιόπιστο σύστημα αξιολογήσεων που να αφορά οποιονδήποτε; Διότι, αυτοί που φιλοδοξούν να δημιουργήσουν για τους άλλους ένα τέτοιο σύστημα, πρέπει πρώτα να έχουν αξιολογηθεί οι ίδιοι σαν ικανοί. Σε αυτό το θεμελιακό σημείο, αρχίζουν τα προβλήματα.
Η προβληματική αξιολόγηση των πολιτικών
Οι πολιτικοί ισχυρίζονται ότι οι βουλευτικές εκλογές είναι ένα τέτοιο σύστημα αξιολογήσεων που, με την εκλογή των πολιτών ως προς τα κόμματα και τους βουλευτές, δίνει τη δυνατότητα στην εκάστοτε Βουλή και στην εκάστοτε Κυβέρνηση να ισχυρίζονται ότι έχουν αξιολογηθεί θετικά και επομένως νομιμοποιούνται να παίρνουν αποφάσεις.
Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό είναι καταφανώς αναξιόπιστο. Διότι η ψήφος των πολιτών, προς ένα κόμμα ή ένα πολιτικό, δεν σημαίνει και απαραίτητα θετική αξιολόγηση για αυτό το κόμμα και αυτό τον πολιτικό.Οι πολίτες, στις βουλευτικές εκλογές, βρίσκονται μπροστά σε κόμματα και πολιτικούς τους οποίους δεν έχουν οι ίδιοι επιλέξει προς εκλογή και, επομένως, πάντα υπάρχει η περίπτωση της ψήφου που έχει τη σημασία του «το μη χείρον βέλτιστο».
Σε αυτή τη περίπτωση, ασφαλώς δεν υπάρχει θετική αξιολόγηση κομμάτων ή πολιτικών, αλλά μια λύση απελπισίας, όπου ο πολίτης προσπαθεί να επιλέξει την λιγότερο κακή επιλογή.Πολλοί, μάλιστα, θα ισχυριστούν ότι μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων αποφασίζει ακριβώς με τη λογική του «το μη χείρον βέλτιστο».
Επιπροσθέτως, πολλοί είναι πρόθυμοι να ισχυριστούν και αυτό δείχνουν και πλήθος ερευνών, ότι η μεγάλη αποχή στις εκλογές, στην οποία είναι συνηθισμένες οι δυτικές δημοκρατίες, προκύπτει, ακριβώς από την πεποίθηση ότι τα κόμματα και οι πολιτικοί, που προτείνονται στις εκλογές, δεν αποτελούν επιθυμητή επιλογή.
Επομένως, αν συνυπολογίσουμε αυτούς τους δύο ισχυρισμούς, βρισκόμαστε μπροστά στο ενδεχόμενο,η, μέσω εκλογών, επιλογή κομμάτων, βουλευτών και τελικά κυβέρνησης, να μην σημαίνει απαραίτητα και αντίστοιχη θετική αξιολόγηση. Αυτό το ενδεχόμενο, με την σειρά του, αφενός μεν σημαίνει μεγάλη αμφιβολία ως προς την ικανότητα των επαγγελματιών πολιτικών να αποφασίζουν με αξιόλογο τρόπο και αφετέρου αποτελεί διαρκή αιτία απονομιμοποίησης των όποιων αποφάσεων τους.
Κάτι σημαντικό: Οι ίδιοι οι πολιτικοί επιμένοντας στον ισχυρισμό ότι οι εκλογές αποτελούν, οπωσδήποτε, διαδικασία θετικής αξιολόγησης γι αυτούς και για τα κόμματα τους και αγνοώντας, κάποιοι γιατί αδυνατούν απλώς να τα κατανοήσουν, τα προηγούμενα επιχειρήματα, επιβεβαιώνουν πανηγυρικά ότι δεν είναι σε θέση να αποφασίζουν με επάρκεια. Διότι αποτελεί θεμελιώδες καθήκον ενός πολιτικού να συλλογιέται συστηματικά και πέρα από τη δύναμη της συνήθειας, πάνω στους ίδιους τους μηχανισμούς των πολιτικών αποφάσεων και τελικά να στοχάζεται και κυρίως να αναστοχάζεται πάνω στο ζήτημα της Δημοκρατίας. Όταν επομένως δεν είναι σε θέση να εκπληρώνουν ένα τέτοιο θεμελιακό καθήκον, αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν και την απαιτούμενη επάρκεια για να παίρνουν, γενικότερα, αποφάσεις.
Τα προσόντα των πολιτικών
Ποια, όμως, πρέπει να είναι τα κύρια προσόντα των πολιτικών, που με βάση αυτά πρέπει να κρίνονται; Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι τέτοια συστηματική και σε βάθος συζήτηση δεν υπάρχει και αυτό δείχνει ότι όλο το πλαίσιο της λεγόμενης πολιτικής ζωής είναι χαμηλού επιπέδου, ενισχύοντας τα επιχειρήματα για τις χαμηλού επιπέδου ικανότητες των πολιτικών.
Εδώ, θα αναφερθούμε σε δύο μόνο από τα απολύτως απαραίτητα προσόντα των πολιτικών, αλλά βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν μόνο αυτά. Η επικέντρωση σε αυτά γίνεται αφενός μεν διότι, πράγματι, είναι θεμελιώδη, αφετέρου διότι, παρότι θεμελιώδη, συνήθως αγνοούνται.
Η μεγάλη ενσυναίσθηση
Η μεγάλη ενσυναίσθηση πρέπει να είναι το πρώτο και το πιο θεμελιώδες προσόν και χωρίς αυτό κανένα άλλο προσόν ΔΕΝ έχει σημασία. Διότι ο πολιτικός, για να μπορεί να αποφασίζει σωστά για τους ανθρώπους, πρέπει να έχει την ικανότητα να μπορεί να νοιώθει βαθειά την ψυχή και τα συναισθήματα των ανθρώπων που οι αποφάσεις του, κάθε φορά, αφορούν. Ο πολιτικός οφείλει να είναι ο μεγάλος συμπάσχων και μόνο μέσα από τέτοια ψυχική διαδικασία, της μεγάλης ενσυναίσθησης, να καθοδηγείται στις αποφάσεις του. Ο πολιτικός οφείλει να βιώνει τον πόνο, την αγωνία και τα προβλήματα των συνανθρώπων του, διότι μόνο μέσα από τέτοια βιώματα μπορεί να καθοδηγηθεί σε λύσεις που είναι ωφέλιμες για τη ζωή των ανθρώπων. Η πολιτική για τον πολιτικό δεν μπορεί να είναι απλή απόλαυση. Παρά μόνο, απόλαυση μέσω της οδύνης της ενσυναίσθησης.
Ισχύει τίποτα από τα παραπάνω για τους επαγγελματίες πολιτικούς; Εύκολα αποδεικνύεται η περιφρόνηση τους για αυτό το κορυφαίο και πιο θεμελιώδες από όλα τα προσόντα που πρέπει να έχουν: Διότι, αν, πράγματι, είχαν σε επάρκεια το θεμελιώδες προσόν της μεγάλης ενσυναίσθησης, τότε, κατανοώντας την μεγάλη αξία της, η ενσυναίσθηση θα έπρεπε να ήταν το κορυφαίο μάθημα στα σχολεία. Διότι η ενσυναίσθηση και η αγάπη καλλιεργούνται και μαθαίνονται. Όλοι έχουν την ενσυναίσθηση και την αγάπη σαν δυνατότητες, ωστόσο, για να πραγματοποιηθούν σαν συγκεκριμένες ανθρώπινες ικανότητες υψηλού επιπέδου, χρειάζονται καλλιέργεια και εκπαίδευση και όχι την εγκατάλειψη τους στον αυτόματο πιλότο της καθημερινής ζωής. Μιας καθημερινής ζωής που πολλές φορές είναι βάρβαρη και εκπαιδεύει στα αντίθετα της αγάπης και της ενσυναίσθησης. Όμως, κοινωνίες και πολιτικοί περιφρονούν τέτοια αντικείμενα και τέτοιες διαδικασίες μάθησης και αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος που κοινωνία και πολιτικοί είναι αυτά που είναι. Έτσι, καταλήγουμε στο «σκονάκι του Καραμανλή», δηλαδή ως κορυφαίο προσόν των επαγγελματιών πολιτικών να θεωρείται το προσόν της επικοινωνιακής ικανότητας, ακόμη και στις πιο χυδαίες μορφές του.
Βέβαια, πρέπει να το επισημάνουμε, οι επαγγελματίες πολιτικοί διακρίνονται για μια ορισμένη ικανότητα ενσυναίσθησης. Μόνο που δεν αφορά την ενσυναίσθηση προς τους ανθρώπους, αλλά την ενσυναίσθηση προς την εξουσία. Αντί να μπαίνουν στο πετσί των ανθρώπων, αντί να κάνουν προσομοίωση στα συναισθήματα ανθρωπίνων ψυχών, μπαίνουν στο πετσί της εξουσίας και κάνουν προσομοίωση στις τεχνικές και τις ίντριγκες της εξουσίας. Το πάθος τους, μοιραία, δεν είναι οι άνθρωποι, αλλά η εξουσία. Και είναι τέτοιοι οι μηχανισμοί της εξουσίας που όποιος επιθυμεί να έχει πάθος τον άνθρωπο, τότε συντρίβεται. Η αρχετυπική τραγωδία του Σοφοκλή, η Αντιγόνη, μιλά καλά γι αυτό.
Η γνώση πολιτικής φιλοσοφίας
Ένα κατεξοχήν αντικείμενο των πολιτικών είναι οι ίδιες οι πολιτικές διαδικασίες.Πρόκειται για το πρωταρχικό αντικείμενο του στοχασμού τους. Από αυτό ξεκινούν όλα. Και ως προς αυτό είναι κορυφαίο το ζήτημα της δημοκρατίας. Δηλαδή, ο στοχασμός και ο αναστοχασμός πάνω στο ζήτημα της δημοκρατίας, εφόσον έχουμε καταστατικά αποφασίσει να ζούμε σε δημοκρατικά καθεστώτα. Ερωτήματα, όπως «τι είναι δημοκρατία», «πως αναπτύσσεται ή πως περιορίζεται η δημοκρατία», «υπάρχουν και ποια μπορεί να είναι τα όρια της δημοκρατίας;», «ποιοι είναι οι κίνδυνοι και πως μπορεί να κινδυνεύσει η δημοκρατία», πρέπει να αποτελούν αντικείμενο καθημερινού στοχασμού των πολιτικών. Όπως, άλλωστε, και κάθε πολίτη, αφού οι απαντήσεις σε αυτά και παρόμοια ερωτήματα καθορίζουν τα πλαίσια της ζωής όλων μας και μόνο συλλογιζόμενος τέτοια ερωτήματα ο άνθρωπος αποκτά την ιδιότητα του πολίτη.
Στα πλαίσια του αναστοχασμού, το πρώτο ερώτημα που πρέπει να γίνεται είναι αυτό: Είναι, πράγματι δημοκρατικά τα καθεστώτα στα οποία ζούμε σαν πολίτες και σαν άνθρωποι;
Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών και οπωσδήποτε αυτών που ανήκουν σε κόμματα που έχουν κυβερνήσει, θα σπεύσει να απαντήσει καταφατικά, ότι δηλαδή το πολίτευμα μας είναι,πράγματι, δημοκρατικό.Μια μεγάλη μερίδα από αυτούς θα ισχυρισθεί ότι η απόδειξη γι αυτό είναι η ελευθερία λόγου που υπάρχει στα δυτικά καθεστώτα. Αυτή την απόδειξη, άλλωστε, χρησιμοποιούν και πολλοί δημοσιολογούντες. Ωστόσο, η ελευθερία λόγου είναι, πράγματι, αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη. Δηλαδή, η ελευθερία λόγου, καθόλου δεν αρκεί προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα πολίτευμα σαν δημοκρατικό.
Για να δείξουμε αποφασιστικά το ολέθριο σφάλμα μιας τέτοιας άποψης, θα παρουσιάσουμε ένα θεμελιωδώς αναγκαίο χαρακτηριστικό της δημοκρατίας που, όμως, πάντα αγνοείται και στα λόγια και στις πράξεις: Στην δημοκρατία οι πολίτες πρέπει να έχουν ίση ή σχεδόν ίση, μεταξύ τους, ισχύ. Διότι, διαφορετικά, οι μεγάλες ανισότητες ισχύος μεταξύ των πολιτών σημαίνουν ότι εκείνοι που έχουν μεγαλύτερη ισχύ μπορούν να επηρεάσουν περισσότερο, προς όφελος τους, τις αποφάσεις. Και όσο περισσότερη ισχύ έχει κάποιος, τόσο περισσότερο μπορεί να επηρεάσει τις αποφάσεις. Και εξ ορισμού, η μεγάλη ανισότητα, μεταξύ των πολιτών, στη δυνατότητα επηρεασμού των αποφάσεων,απαγορεύει να ονομασθεί το πολίτευμα ως δημοκρατικό. Αλλά, με βάση αυτό το θεμελιώδες κριτήριο, για τον χαρακτηρισμό ενός πολιτεύματος σαν δημοκρατικού, ποια είναι η κατάσταση στις δυτικές κοινωνίες; Άραγε εκπληρώνουν αυτό το θεμελιώδες κριτήριο;
Καταρχήν,στις κοινωνίες αυτές υπάρχουν πολύ μεγάλες οικονομικοκοινωνικές ανισότητες. Μάλιστα, όλες οι έρευνες δείχνουν ότι αυτές οι ανισότητες αυξάνουν. Οι πολύ μεγάλες οικονομικοκοινωνικές ανισότητες, όμως, σημαίνουν και αντίστοιχη εξαιρετικά άνιση κατανομή ισχύος ανάμεσα στα μέλη των κοινωνιών, ανάμεσα στους πολίτες.Το εξής απλό παράδειγμα: Όσο πιο μεγάλη οικονομική δύναμη έχει κάποιος σε σχέση με κάποιον άλλον, τόσο περισσότερο μπορεί να χρηματοδοτήσει, με διάφορους τρόπους, την προώθηση των δικών του απόψεων και θέσεων, σε σχέση πάντα με τον πιο αδύναμο οικονομικά. Επίσης, με την μεγαλύτερη οικονομική ισχύ μπορούν να επηρεασθούν, με πολλούς τρόπους, περισσότερο, οι επαγγελματίες πολιτικοί.
Κατά δεύτερον, στις κοινωνίες αυτές, τα περισσότερα και μεγαλύτερα ΜΜΕ βρίσκονται στα χέρια ιδιωτών, κάτι που οδηγεί σε μεγάλη συγκέντρωση ισχύος σε αυτούς τους ιδιώτες. Μάλιστα, εύλογα, κάποιοι πολύ πλούσιοι είναι εκείνοι που ελέγχουν τα περισσότερα και μεγαλύτερα ΜΜΕ, πολλαπλασιάζοντας έτσι την ήδη μεγάλη ισχύ που έχουν σαν πολύ πλούσιοι.
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι το πολίτευμα στις δυτικές δημοκρατίες, σαφώς, ΔΕΝ είναι δημοκρατικό. Και επειδή η ισχύς είναι εξαιρετικά συγκεντρωμένη σε λίγα άτομα (ας θυμηθούμε το κίνημα Occupy Wall Street που κατήγγειλε τη συγκέντρωση πλούτου και ισχύος στο 1% του πληθυσμού), το πολίτευμα πρέπει ξεκάθαρα να θεωρηθεί Ολιγαρχικό.
Οι επαγγελματίες πολιτικοί είτε γιατί δεν τους συμφέρει και επομένως συνειδητά εξαπατούν, είτε και διότι δεν έχουν βασικές γνώσεις πολιτικής θεωρίας, αλλά, συνήθως και για τα δυο μαζί,δεν αναγνωρίζουν αυτή τη πολιτική πραγματικότητα, αποτυγχάνοντας στο καθήκον του ειλικρινούς στοχασμού και αναστοχασμού πάνω στις πολιτικές διαδικασίες.
Συμπεράσματα
- Απαντώντας στο αρχικό ερώτημα που θέσαμε:Οι επαγγελματίες πολιτικοί αποτυγχάνοντας στα δυο, ίσως κυριότερα, προσόντα που πρέπει να έχουν, πρέπει να κηρυχθούν ανίκανοι να ασκήσουν αυτό το επάγγελμα και επομένως, κατ’ επέκταση, ΔΕΝ είναι σε θέση να θεσπίσουν οποιαδήποτε έγκυρη διαδικασία αξιολόγησης που να αφορά άλλους.
- Μοιραία, όμως, από τα παραπάνω, προκύπτει και ένα άλλο πολύ σημαντικό συμπέρασμα:
Οι επαγγελματίες πολιτικοί ανέχονται τις ολιγαρχικές πολιτικές δομές και μάλιστα συμμετέχουν στην εκστρατεία παραπλάνησης των πολιτών, αφού εντελώς παραπλανητικά τις ονομάζουν δημοκρατία. Από την άλλη, τα συμφέροντα των πολλών εξυπηρετούνται μόνο από την πραγματική δημοκρατία. Και είναι η πραγματική δημοκρατία που πρέπει οι πολίτες να αναζητήσουν. Η αναζήτηση όμως αυτή ΔΕΝ μπορεί να γίνεται μέσω των επαγγελματιών πολιτικών και των κομμάτων τους.
Το Μανιφέστο της Ύπαρξης συμμετέχει σε αυτή την αναζήτηση. Σε προηγούμενη ανάρτηση είχαμε προτείνει συγκεκριμένες προτάσεις για τον εκδημοκρατισμό των ΜΜΕ. Ας συνεργασθούμε και ας γίνουμε συνοδοιπόροι σε αυτή τη προσπάθεια.