Το παρόν κείμενο είναι κάποιες σκέψεις μου προς τιμήν του Κώστα Γκοτζαμάνη, του ψυχίατρου που υπήρξε για μένα μεγάλος δάσκαλος. Δεν θα είχαν δημιουργηθεί, αν δεν είχα ακούσει ή διαβάσει δικές του σκέψεις, μα κυρίως αν δεν τις είχα γνωρίσει βιωματικά μέσα από τη θεραπευτική σχέση που είχα μαζί του για πολλά χρόνια. Οι σκέψεις αυτές είναι για την αγάπη.
Στο βιβλίο του, «Μεγαλώνοντας με το Παιδί μου» (Εκδόσεις Πατάκη) αλλά και σε ομιλίες του, ο Κώστας Γκοτζαμάνης έδειχνε με πολύ λίγα λόγια πόσο εύκολα μπορεί να γίνει καταστροφική η αγάπη. Σε ένα ταξί στην Κρήτη όταν ήταν φοιτητής, άκουσε τον οδηγό να λέει πως «πέθαινε από αγάπη για το νησί του». Την ίδια εκείνη στιγμή ο οδηγός αυτός πετούσε ένα αναμμένο τσιγάρο σε κάποιο δάσος, από το οποίο περνούσε το ταξί. Από αυτό το τσιγάρο το δάσος θα μπορούσε να καεί ολόκληρο και ο οδηγός ακόμη θα νόμιζε πως αγαπούσε τον τόπο του. Απέναντι σε αυτό το αφοπλιστικό παράδειγμα κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως όταν λέω πως αγαπώ κάποιον, μπορώ ταυτόχρονα με κάποιο τρόπο να τον καταστρέφω, χωρίς καθόλου να το συνειδητοποιώ.
Μέσα σε έναν κόσμο που μιλά διαρκώς για μια ωραιοποιημένη αγάπη, για αγάπη χωρίς όρια και ευθύνη, για αγάπη που θυσιάζεται ή παραβιάζει, τελικά πότε η αγάπη είναι κάτι αυθεντικό και πότε χάνει το νόημά της;
Αν αναλογιστούμε πώς είναι η αγάπη στην κοινωνία μας, δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε την αλήθεια στο σκεπτικό του Κώστα Γκοτζαμάνη. Πολλές φορές σήμερα η γονεϊκή αγάπη είναι πνιγηρή. Ο γονιός μπορεί να λειτουργεί περισσότερο ως διαρκής ελεγκτής της προσωπικότητας και της ζωής των παιδιών παρά ως συνοδοιπόρος, που τα δυναμώνει, ώστε να συνεχίσουν κάποια στιγμή ανεξάρτητα. Ή αντίθετα, στο όνομα της «αγάπης» να ξεχνά τον προστατευτικό του ρόλο, την ανάγκη των παιδιών για όριο και να γίνεται καταστροφικά επιτρεπτικός.
Στον έρωτα και τη συντροφικότητα, αλλά και στη φιλία συνήθως περιμένουμε έναν Άλλο, που θα ταυτίζεται πλήρως μαζί μας. Θα πρέπει να είναι πάντα εκεί για να μας υποστηρίζει, θα πρέπει να μας θαυμάζει, θα πρέπει να δέχεται τη δική μας άποψη. Πολύ συχνά, όταν αυτό δεν συμβαίνει, υπάρχει πόνος, απογοήτευση, η αίσθηση ότι ξεγελαστήκαμε ή ότι προδοθήκαμε. Άλλες φορές επιλέγουμε να αγαπάμε ανθρώπους που θαυμάζουμε εμείς. Η επιδοκιμασία τους μας κάνει να νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας, αναζητάμε δηλαδή την αξία μας στο δικό τους βλέμμα. Υπό μία έννοια, έτσι τους χρησιμοποιούμε.
Ίσως η μόνο αληθινή αγάπη είναι αυτή που περιλαμβάνει την ελευθερία. Μπορώ να αγαπώ κάποιον και να του δίνω την ελευθερία να είναι όπως εκείνος επιθυμεί, όπως εκείνος αντέχει να είναι, να μπορεί να έχει τις δικές του απόψεις που μπορεί να διαφέρουν από τις δικές μου, να μπορεί να ζει όπως επιλέγει. Δηλαδή, δικαιούται να υπάρχει με τον δικό του τρόπο, όχι με τον δικό μου. Να μπορεί να έρχεται σε μένα, όταν είναι δική του επιλογή. Να μπορεί να φεύγει από μένα όταν το χρειάζεται, χωρίς να θυμώνω.
Το να αφήνουμε όσους αγαπάμε ελεύθερους να υπάρχουν και χωρίς εμάς ίσως είναι ό,τι πιο δύσκολο μπορούμε να κάνουμε, αφού είμαστε πλάσματα φύσει εγωιστικά, φτιαγμένα για προσκολλήσεις. Κι έτσι σκέφτομαι πως η αληθινή αγάπη είναι τελικά ένας αγώνας.
«Η αγάπη μου είναι κάτι πολύτιμο για μένα, που δεν μπορώ να το σκορπάω χωρίς να δίνω λόγο», έχει γράψει ο Φρόιντ. «Για να αγαπάω κάποιον πρέπει κατά κάποιο τρόπο να το αξίζει». Κι έτσι είναι. Αν κάποιοι δεν αξίζουν την αγάπη μας, είναι δική μας ευθύνη να την αποσύρουμε. Αυτό είναι σίγουρα πολύ καλύτερο από το να προσπαθούμε να επιβάλουμε τη δική μας επιθυμία σε κάποιον άλλον που έχει μια διαφορετική επιθυμία.
Οι ποιητές, οι στοχαστές, οι φιλόσοφοι έχουν γράψει αμέτρητες φορές για την αγάπη. Η ψυχοθεραπεία μάς υποδεικνύει ότι τελικά η αγάπη αρχίζει και τελειώνει μέσα μας, αφού μόνο εμείς μπορούμε να διαχειριστούμε το συναίσθημα αυτό που μας κατακλύζει.
Κι αυτό μου θυμίζει λίγο τον στίχο που έγραψε ο Έντγκαρ Άλαν Πόε:
«Και όλα όσα αγάπησα- τ’ αγάπησα μόνος».