Πλούσια η αρθρογραφία σχετικά με τον πρόσφατα ψηφισθέντα νόμο σχετικά με τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Πλούσιες και απόψεις που εκφράστηκαν: από την απόλυτη απόρριψη ως την απόλυτη αποδοχή. Ανάλογα από ποια πλευρά θα το δεις.
Αν το δεις από την πλευρά ενός ταπεινού συνταξιούχου καθηγητή ΑΕΙ, αφυπηρετήσαντες μας λένε - τους πρωτοκλασάτους τους λένε ομότιμους – βλέπεις πως μ’ ένα ιδιότυπο οικονομολογικά τρόπο να ασκείται μια κοινωνική πολιτική χωρίς εκταμίευση δημόσιων χρηματικών πόρων: η δημιουργία Ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα είναι πρακτικά μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για συνταξιούχους καθηγητές ΑΕΙ να καταλάβουν διευθυντικές θέσεις συμβούλων εκπαίδευσης, προγραμμάτων κι ό,τι άλλο έχει ο μπαξές, η δε χαμαλοδουλειά, θα γίνεται από τις νεότερες γενιές.
Έτσι, «θεραπεύεται» – τρόπος του λέγειν – με οικονομολογικά παράδοξη μεθοδολογία το κοινής λογικής αίτημα που είδα αναρτημένο σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης:
Αν είναι να κριθεί όμως έτσι το όλο εγχείρημα, νομίζω πως είναι ανεπαρκές κριτήριο, αν και σίγουρα ευνοείται το ταργκετ γκρουπ στο οποίο ανήκω.
Νομίζω πως ο νόμος Πιερρακάκη ήταν κατώτερος των ικανοτήτων του.
Κατώτερος και των εγνωσμένων ικανοτήτων του και των πρωτοβουλιών που πήρε κατά την προηγούμενη κυβερνητική του θητεία στο Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
Σε τι θα ήλπιζα;
Πριν προχωρήσω ας μου επιτραπεί μία παρέκβαση και να αναφερθώ σε ένα εξαιρετικής ποιότητας άρθρο του κ. Δ. Δαμίγου, Καθηγητή ΕΜΠ, Κοσμήτορα της Σχολής Μεταλλειολόγων-Μεταλλουργών Μηχανικών που αξίζει τον κόπο να διαβασθεί, με τίτλο «Περί της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα».
Σε τι θα ήλπιζα λοιπόν;
Ήλπιζα και πολύ θα ήθελα να μην μείνει «στατική» η αντιπαράθεση που η μεν Αντιπολίτευση θα αγωνιά έχοντας ως επιτομή το « Μειώνετε συστηματικά την δημόσια χρηματοδότηση, απαξιώνετε το Δημόσιο Πανεπιστήμιο, το οδηγείτε σε φτωχοποίηση», η δε Συμπολίτευση να καθησυχάζει πατρικά διατεινόμενη πως «Μα τι είναι αυτά που λέτε, δείτε αυτό και τ’ άλλο , αυξάνουμε τις προσλήψεις εκπαιδευτικού προσωπικού, θα φέρουμε πίσω τους επιστήμονες που έφυγαν με την κρίση».
Για τα άλλα κουβέντα.
Ποια άλλα;
Την περίοδο 2008-2011 γνώρισα τον Γιάννη Α. Ήμουν τότε μόνιμος αναπληρωτής καθηγητής στο ΤΕΙ Πειραιά, κι εκείνος την τριετία εκείνη υπέγραφε ετήσιες συμβάσεις ως έκτακτος.
Η κρίση στα τέλη του 2011 τον έσπρωξε στην Δυτική Ευρώπη.
Πήγε χιλιόμετρα παραπέρα εκεί τόσο στην διδασκαλία όσο και στην έρευνα έχοντας ως μία από τις κορωνίδες των δημοσιεύσεων του την Συν-δημιουργία και την συν-καταστροφή αξίας με ποικίλες εφαρμογές στο μάρκετινγκ , ακόμη και στο πολιτικό μάρκετινγκ.
Τις προάλλες τον συνάντησα και ανάμεσα στα άλλα τον ρώτησα αν ο νέος νόμος, όπως τον βλέπει από εκεί που κατοικεί και εργάζεται, αν ανοίγει κάποιο παράθυρο επιστροφής σε όσους μετανάστευσαν με την κρίση και διδάσκουν έξω.
«Όχι, να κάνω τι;», μου ξεκαθάρισε.
Και συμπλήρωσε: «Εδώ γενικά άμα δημοσιεύσεις μεγαλώνει το ποσοστό ωρών που έχεις για την έρευνα.
Στα περισσότερα πανεπιστήμια αυτό ισχύει όταν ετοιμάζεις κάποιο καλό άρθρο. ’Έτσι μπορείς να καταλήξεις να έχεις θεαματική μείωση διδακτικών υποχρεώσεων προκειμένου να προάγεις την έρευνα.
Επίσης, πριν τελικά καταφέρεις να προχωρήσεις σε δημοσιεύσεις, σε όσους έχουν πάρει πρόσφατα το διδακτορικό τα περισσότερα ιδρύματα τους δίνουν σχετικά λίγες ώρες μάθημα για να μπορέσουν να δημοσιεύσουν.
Κάπως έτσι είναι και στις ΗΠΑ με τις σχετικά λίγες ώρες μάθημα στην αρχή για να βγουν οι δημοσιεύσεις.
Και όπως είναι γνωστό η έρευνα οδηγεί σε εφαρμογές, οι εφαρμογές με την σειρά τους οδηγούν σε προστιθέμενη αξία με ενδογενή χαρακτήρα, κάπως έτσι οικοδομείται μια υγιής ανάπτυξη με τους εγχώριους πολλαπλασιαστές της, αρχής γενομένης της έρευνας που εδώ πέρα καλλιεργείται, εμψυχώνεται και προωθείται με τις διευκολύνσεις που σου προανέφερα.
Βλέπεις πουθενά τέτοια νύξη στο νομικό κείμενο που ψηφίστηκε;»
***
Μιχάλης Κονιόρδος, αφυπηρετήσας καθηγητής Τμήματος Διοίκησης Τουρισμού στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής