Το καλοκαίρι του 1973 παραθερίζαμε οικογενειακώς στο Ναύπλιο, στο ξενοδοχείο Διόσκουροι. Μαζί μας έμεινε για λίγες μέρες η γνωστή μας οικογένεια Σπαρτίδη. Ο Άθως Σπαρτίδης, Γενικός Διευθυντής του υπουργείου Συντονισμού, οικονομολόγος του LSE, γυιός αξιωματικού που σκοτώθηκε στην Αλβανία, ακέραιος άνθρωπος, με γκρίζο κοντοκουρεμένο μουστάκι, γυαλιά φυμέ, τα τυπικά της δεκαετίας του ’60 με τις οξείες γωνίες, άτεγκτος, αυστηρός, παλαιομοδίτης, καθαρευουσιάνος, οξύθυμος και δεξιός. Μαζί η γυναίκα του, η δεκαοκτάχρονη κόρη του, και ο δεκαεξάχρονος γυιός του Αλέξανδρος.
Τον Αλέξανδρο τον θυμάμαι σαν να τον βλέπω μπροστά μου. Ήταν ένας χαρούμενος, φλύαρος έφηβος, με γυαλάκια, άκρως πολιτικοποιημένος, σε ριζική αντίθεση με τον υπερδεξιό αντικομμουνιστή πατέρα του, με τα κατοχικά και εμφυλιοπολεμικά βιώματα. Αντιθέτως ο Αλέξανδρος ήταν παιδί των sixties, μιάς εποχής απελευθερωτικής, ρηξικέλευθης, επαναστατικής. Ήταν επόμενο το χάσμα των γενεών μεταξύ πατέρα και υιού Σπαρτίδη.
Στο Πολυτεχνείο, ο Αλέξανδρος, αγνοώντας, όπως όλοι μας τότε, τα σκοτεινά γεωπολιτικά παιχνίδια που παίχτηκαν στην πλάτη του ελληνικού λαού και της ελληνικής νεολαίας, γεμάτος επαναστατικό ενθουσιασμό και ηρωϊκή διάθεση, αποφάσισε να συμμετάσχει στο ιστορικό γεγονός της νεανικής εξέγερσης. Μαζί με άλλους τρεις συμμαθητές του, έφυγαν από την Λεόντειο όπου φοιτούσαν (πώς τους άφησαν;), ανέβηκαν με τον ηλεκτρικό στην Βικτώρια, με προορισμό το Πολυτεχνείο. Στην οδό Κότσικα, έπεσαν πυροβολισμοί από την ταράτσα του ΟΤΕ. Μία πόρτα άνοιξε, ένας αρχιτέκτων τους τράβηξε μέσα, αλλά ο Αλέξανδρος ξέφυγε και συνέχισε μόνος. Και η συνέχεια από το ρεπορτάζ:
«Αλέξανδρος Σπαρτίδης, 16 ετών, μαθητής. Στις 10.30 με 11.00 περίπου το πρωί της 17.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Κότσικα, τραυματίστηκε θανάσιμα στην κοιλιά από πυρά ανδρών της στρατιωτικής φρουράς που ενέδρευαν στην ταράτσα του Ο.Τ.Ε. Με διαμπερές τραύμα μεταφέρθηκε στο Κ.Α.Τ., όπου τον βρήκε νεκρό ο πατέρας του.»
Στο ΚΑΤ μετέφερε τον Αλέξανδρο ο αρχιτέκτων. Κατά την μεταφορά ο Αλέξανδρος πρόλαβε πριν πεθάνει να του πει το τηλέφωνο του σπιτιού του και έτσι ο αρχιτέκτων μπόρεσε και ειδοποίησε τους γονείς του να έρθουν στο ΚΑΤ να βρουν το νεκρό πλέον παιδί τους.
Ο δολοφόνος συνελήφθη και καταδικάστηκε σε είκoσι χρόνια φυλακή. Στην δίκη του, ένας άλλος στρατιωτικός που βρισκόταν στην ταράτσα κατέθεσε ότι, όταν είδε τον δολοφόνο να σκοπεύει τον Αλέξανδρο, προσπάθησε να τον σταματήσει, αλλά αυτός πυροβόλησε. Αδύνατον να κατανοήσει κανείς πώς κάποιος σκοπεύει και πυροβολεί ένα παιδί. Εντελώς αδύνατον.
Εγώ θυμάμαι συγκλονισμένος αλλά δεν γιορτάζω το Πολυτεχνείο, γιατί αισθάνομαι ότι οι χειρότεροι της γενιάς του Αλέξανδρου έστησαν χορό και οργάνωσαν την μεταπολιτευτική φαυλοκρατία τους πάνω στο πτώμα του.