έχουν πληθύνει το τελευταίο διάστημα οι περιπτώσεις στην Ευρώπη όπου η οριοθέτηση και η φύλαξη συνόρων ανάγεται σε ζήτημα υψίστης πολιτικής σημασίας
Stephen Barnes via Getty Images

Από την επέκταση της υφαλοκρηπίδας στο Ιόνιο, την περιπέτεια των Ελλήνων στρατιωτικών για τους οποίους χύθηκε τόσο μελάνι επειδή διαπέρασαν για λίγα μέτρα μια γραμμή, μέχρι και το γόρδιο δεσμό των διαπραγματεύσεων μεταξύ ΕΕ και Ηνωμένου Βασίλειου — ειδικά ως προς το ειδικό καθεστώς της Βορείου Ιρλανδίας —, έχουν πληθύνει το τελευταίο διάστημα οι περιπτώσεις στην Ευρώπη όπου η οριοθέτηση και η φύλαξη συνόρων ανάγεται σε ζήτημα υψίστης πολιτικής σημασίας. Μάλλον είναι να απορεί κανείς πώς είναι δυνατόν να αναμοχλεύουμε ξεπερασμένα ζητήματα εδαφικής κυριαρχίας και να ξύνουμε παλιές τέτοιες πληγές μέσα στην καρδιά μιας ενοποιημένης ηπείρου όπως η ευρωπαϊκή. Τελικά το «τέλος της ιστορίας» που τόσο πρώιμα βιάστηκε να αναγγείλει ο Φράνσις Φουκουγιάμα ήταν απλά μια άνω τέλεια;

Θαρρώ πως παρά τα γεγονότα των τελευταίων ετών τέτοια ζητήματα πρέπει ακόμα να ξενίζουν μία γενιά ανθρώπων που έχει γαλουχηθεί μέσα σε μια πραγματικότητα ελεύθερης διακίνησης προϊόντων, κεφαλαίου, ανθρώπων και ιδεών και που θεωρεί τη μελέτη των συνόρων ως αντικείμενο περισσότερο της πολιτικής και οικονομικής γεωγραφίας και λιγότερο της σύγχρονης ιστορίας. Στην εποχή του blockchain, της τεχνητής νοημοσύνης, της αυτοματοποίησης και της ρομποτικής, πόσο παρωχημένες ακούγονται αλήθεια τέτοιες «ασκήσεις επί χάρτου»; Επομένως, αξίζει να αναλογιστεί κανείς σε τι συνίσταται η έννοια των συνόρων τη σήμερον ημέρα και τι ρόλο επιτελούν αυτά στα πλαίσια μιας εν μέρη παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας.

Από τη μία οι (φιλελεύθεροι κυρίως) οικονομολόγοι — που αρέσκονται κυρίως να μελετούν το βέλτιστο και το ιδεατό — ανέκαθεν θεωρούσαν τα διεθνή σύνορα ως τίποτα άλλο παρά πολιτικές, θεσμικές και κανονιστικές ασυνέχειες και στρεβλώσεις στην απρόσκοπτη και αρμονική συμβίωση ατόμων, κοινοτήτων κι εθνοτήτων καθώς και στην ολοκλήρωση και την εμβάθυνση των αγορών. Με άλλα λόγια, ο κατακερματισμός των αγορών οφείλεται σε εμπορικούς φραγμούς που δημιουργούνται είτε από γεωγραφικούς και τεχνολογικούς είτε από ρυθμιστικούς παράγοντες. Από την άλλη, πολιτικοί επιστήμονες και κοινωνιολόγοι — που ασχολούνται κυρίως με το γιατί — νοούν το εδαφικά οριοθετημένο έθνος-κράτος ως την απόλυτη πηγή κυριαρχίας και αίσθησης του ανήκειν καθώς επίσης και τον πιο αποτελεσματικό μοχλό κινητοποίησης των μαζών σε συλλογικές δράσεις.

Αναλογιστείτε τα παρακάτω αντιδιαμετρικά αντίθετα σενάρια: σε μία παγκόσμια κοινωνία Ροβινσώνων Κρούσων κι ερημικών νησιών με πλήρη αυτάρκεια τα εδαφικά σύνορα είναι και πολιτικά και οικονομικά και κοινωνικά. Από την άλλη, στο παγκόσμιο «πλανητικό χωριό» στο οποίο ζούμε οι άνθρωποι περισσότερο από πότε ταξιδεύουν και μεταναστεύουν — διασχίζοντας έτσι πολιτικά σύνορα —, εμπορεύονται και ανταλλάσσουν αγαθά κι υπηρεσίες — συγχωνεύοντας έτσι αγορές και υπερκεράζοντας οικονομικά εμπόδια —, συνδιαλέγονται, επικοινωνούν, μεταλαμπαδεύουν ιδεές, μαθαίνουν ξένες γλώσσες και πολύ συχνά ερωτεύονται — επηρεάζοντας έτσι ο ένας τον άλλο και σπάζοντας κοινωνικά, πολιτισμικά και γλωσσικά φράγματα.

Στην ουσία τα πολιτικά σύνορα οριοθετούν την εδαφική επικράτεια, την πολιτική δικαιοδοσία και την εθνική κυριαρχία ενός διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους. Ως εκ τούτου, είναι πάντα ευκρινή κι ευδιάκριτα — ακόμα κι όταν δεν παίρνουν τη μορφή τειχών, συνοριοφυλακίων, κι ελέγχων, όπως ισχύει για παράδειγμα στη ζώνη του Σένγκεν. Και αυτό γιατί η έννοια της εθνικής κυριαρχίας είναι απόλυτη, αδιαίρετη και αποκλειστική. Ενώ νοείται η πλήρης απουσία κρατικής δικαιοδοσίας σε μία ουδέτερη ζώνη — όπως είναι π.χ. ένα μεγάλο κομμάτι της Ανταρκτικής — ή ακόμα και η διαφιλονικούμενη δικαιοδοσία μεταξύ όμορων κρατών πάνω σε ενα κομμάτι γης (εμπόλεμες ζώνες ή πράσινες ζώνες υπό διεθνή επιτήρηση), δεν υπάρχει κομμάτι γης που να υπόκειται σε διττή επικυριαρχία ή πολιτική δίκαιοδοσία. Είτε πατάς στη μία χώρα είναι στην άλλη.

Από την άλλη, τόσο τα κοινωνικά όσο και τα πολιτισμικά σύνορα μεταξύ ομάδων ανθρώπων με κοινή κι ευρέως αναγνωρισμένη ταυτότητα είναι πορώδη, ενίοτε ασαφή κι αδιευκρίνιστα καθώς η έννοια της πολιτισμικής ταυτότητας είναι κάτι αμφισβητήσιμο, υποκειμενικό και διάτρητο. Στην περίπτωση της Καταλωνίας για παράδειγμα, πόσοι θεωρούν εαυτόν αποκλειστικά Καταλανό, ή/και Ισπανό, ή/και ακόμα Ευρωπαίο; Ενδεχομένως αλλιώς θα απαντούσε σε αυτήν την ερώτηση ένα Καταλανός εθνικιστής, αλλιώς ένας Ισπανός βασιλόφρων κι αλλιώς ένας άπατρις κοσμοπολίτης χωρίς αποκλειστική αίσθηση του ανήκειν σε κάποια συγκεκριμένη κοινότητα.

Ενώ λοιπόν το αδάμαστο «κύμα» της παγκοσμιοποίησης συνεχίζει και αποσαθρώνει το πολυπικοίλα «βράχια» των «ακτών» της ανθρωπότητας δημιουργώντας ανοιχτές και προσπελάσιμες παραλίες — όπου γραμμές χαραγμένες στην άμμο παραμένουν εφήμερες —, υπάρχουν κάποια «πετρώματα» που αντιστέκονται στη διάβρωση και την ομογενοποίηση. Σε μεγάλο βαθμό παραμένει αδίρητη η ανάγκη του ανήκειν σε μία φαντασιακή κοινότητα γλώσσας, θρησκείας, ιστορικής μνήμης, κουλτούρας, και εν γένει κοινών και βαθιά ριζωμένων καταβολών. Όσο λοιπόν το έθνος-κράτος θα συνεχίζει να παίζει αυτόν το ρόλο και να αντιστέκεται στις διαβρωτικές δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, τόσο θα υποβόσκει κάτω από την επιφάνεια μία κατάσταση βαθιά συγκρουσιακή, απρόβλεπτη κι ευμετάβλητη.

Δημοφιλή