Περί στρατηγικής ορθότητας στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις

Είτε η Ελλάδα θα προσδεθεί παραρτηματικά στο άρμα της Τουρκίας, είτε θα προασπίσει το συμφέρον επιβίωσής της,
reklamlar via Getty Images

Τις τελευταίες ημέρες γινόμαστε μάρτυρες της συζήτησης που λαμβάνει χώρα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο περί της ακολουθητέας στρατηγικής της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας. Αναμφίλεκτα το ερώτημα περί επιλογής κρατικής στρατηγικής δεν απαντάται με «ελαφρά τη καρδία». Αυτό γιατί ο εκάστοτε κρατικός δρώντας οφείλει να εκκινήσει τη διαδικασία διαμόρφωσης-εφαρμογής της στρατηγικής του από την ορθολογική ανάγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος.

Διαγιγνώσκοντας και αξιολογώντας τα παράθυρα ευκαιριών και απειλών δύναται να προχωρήσει στα επόμενα στάδια της ιεράρχησης-προσδιορισμού των πολιτικών του στόχων, της ανάπτυξης των ικανών-αναγκαίων μέσων για την προάσπιση-προαγωγή τους, συναρμόζοντας τη φύση της στρατηγικής του με τις στοιχειώδεις ανάγκες της κοινωνίας του και τους αναγνωρισμένους κανόνες της διεθνούς τάξης.

Υπό αυτό το πρίσμα και εστιάζοντας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μαθαίνουμε «ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αναχαιτίσει την Τουρκία από του να καταστεί περιφερειακή, ενδεχομένως ηγεμονική δύναμη […] και δεν έχει νόημα να πηγαίνεις ενάντια στην πραγματικότητα». Τοιουτοτρόπως η στρατηγική της εξισορρόπησης (ή «αναχαίτισης») είναι «αδιέξοδη ατελέσφορη ανέφικτη και δεν θα φέρει αποτελέσματα. Σπαταλάμε τζάμπα πόρους». Ως εκ τούτου η πλέον ενδεδειγμένη στρατηγική είναι «αυτή της σύμπραξης [engagement] προσαρμοσμένης στο ευρωπαϊκό περιβάλλον και τις συνθήκες της περιοχής. Τα στοιχεία μιας τέτοιας στρατηγικής σύμπραξης θα περιελάμβαναν την αναβίωση του στόχου για τη βαθύτερη ευρωπαϊκή πρόσδεση της Τουρκίας πρόσδεση με EE μέσω μιας ισχυρής ειδικής σχέσης επί του παρόντος και πλήρης ένταξη στο απώτερο μέλλον […]».

Χωρίς να θέλουμε να υπεισέλθουμε σε ατέρμονες αξιολογικές συζητήσεις άνευ ουσίας και περιεχομένου, στις γραμμές που ακολουθούν, θα εξηγήσουμε γιατί η πρόταξη οιασδήποτε στρατηγικής χωρίς προηγουμένως να έχουν εξετασθεί-συνεκτιμηθεί οι ικανές-αναγκαίες συνθήκες για τη διαμόρφωση-εφαρμογή της οδηγεί σε στρατηγικά ατοπήματα.

Ορίζοντας την κρατική ή υψηλή στρατηγική ως τη μεθοδική χρήση και σύζευξη όλων των διαθέσιμων μέσων (εσωτερικών-εξωτερικών) για την προάσπιση-προαγωγή των οριοθετημένων εθνικών συμφερόντων και παρατηρώντας το εξωτερικό περιβάλλον οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η Τουρκία ανάγεται σε μείζονα απειλή για τα Ελληνικά εθνικά συμφέροντα.

Δεν είναι μόνο το ιστορικό παρελθόν με την εισβολή και κατοχή του βορείου τμήματος της Κύπρου, τις ελληνοτουρκικές κρίσεις στο Αιγαίο και τις πολυποίκιλτες πολιτικές, στρατιωτικές και ρηματικές απειλές έναντι της άσκησης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Αλλά και μια σειρά αντικειμενικών παραγόντων –η συνολική εθνική ισχύς, η γεωγραφική εγγύτητα, η επιθετική ικανότητα και οι αναθεωρητικές προθέσεις– που μεγιστοποιούν το βαθμό της Τουρκικής απειλής. Αντίστοιχα δεν δύναται να παροραθεί η φύση της απειλής συνωθούμενη από την Τουρκική απληστία για την επίτευξη συμφερόντων γοήτρου-κύρους, με την άσκηση συγκυριαρχίας-συνδιαχείρισης στο Αιγαίο και στην Κύπρο.

Έχοντας οριοθετήσει τη φύση-έκταση της εξωτερικής απειλής, το αμέσως επόμενο βήμα για το εκάστοτε κράτος είναι η διαμόρφωση μιας λυσιτελούς στρατηγικής για την προάσπιση-προαγωγή των εθνικών του συμφερόντων. Στο βαθμό και στο μέτρο που μείζον συμφέρον είναι η κρατική επιβίωση μέσω της προάσπισης της εδαφικής επικράτειας, καθώς και η διασφάλιση των ζωτικών συμφερόντων –πολιτική, οικονομική και κοινωνική ευημερία– η Ελλάδα οφείλει να επιλέξει και να αναπτύξει μια αποτελεσματική στρατηγική.

Με μια πρώτη ματιά στη σχετική βιβλιογραφία παρατηρούμε ότι οι εναλλακτικές στρατηγικές που δύναται να εφαρμόσει ένα μικρό κράτος εναλλάσσονται μεταξύ κατευνασμού, πολιτικής ουδετερότητας, σύμπραξης και εξισορρόπησης. Ωστόσο στο ερώτημα τι στρατηγική θα μπορούσε ν’ ακολουθήσει ένα μικρό κράτος σε περίπτωση μίας άμεσης εξωτερικής απειλής, η στρατηγική της σύμπραξης τίθεται ακαριαία εκτός εφαρμογής. Γιατί σύμφωνα με τον Kenneth Waltz η στρατηγική της σύμπραξης αναφέρεται στην ένταξη στον ισχυρότερο συνασπισμό και όχι στην «ευθυγράμμιση με την πηγή του κινδύνου» που περιγράφει ο Stephen Walt:

«Η σύμπραξη περιλαμβάνει την άνιση ανταλλαγή. Το ευάλωτο κράτος κάνει ασύμμετρες παραχωρήσεις στην κυρίαρχη εξουσία και αποδέχεται έναν υποδεέστερο ρόλο. . . . Η σύμπραξη είναι μια προσαρμογή στην πίεση (είτε λανθάνουσα είτε έκδηλη). . . . […] υποδηλώνει την προθυμία να υποστηρίξει ή να ανεχτεί παράνομες ενέργειες από τον κυρίαρχο σύμμαχο».

Ακολούθως και σε μια βαθύτερη ανάγνωση ο Randall Schweller, κωδικοποιώντας το αφετηριακό κίνητρο του Walt –αποφυγή επίθεσης–, εξισώνει τη σύμπραξη με τον απειλητικότερο δρώντα με τον κατευνασμό της πιο επικίνδυνης πλευράς. Πρόκειται για τη στρατηγική που ακολούθησε η Φιλανδία μετά τον Β’ ΠΠ για να κατευνάσει την ΕΣΣΔ μέσω της εθελούσιας υποταγής και της «τάσης πρόβλεψης και συμμόρφωσης με τις σοβιετικές επιθυμίες ακόμη και πριν αυτές διατυπωθούν».

Τουναντίον η σύμπραξη με τον ισχυρότερο κρατικό δρώντα στη βάση μιας αμφίδρομης πελατειακής-ανταλλακτικής σχέσης δύναται να αποδειχθεί επωφελής για το μικρό κράτος στο βαθμό που εξαργυρώνει το συγκριτικό του πλεονέκτημα (γεωγραφικό, γεωπολιτικό, ενεργειακοί πλουτοπαραγωγικοί πόροι, κ.α.) με ασφάλεια και οικονομικοδιπλωματικά οφέλη.

Στον αντίποδα, η στρατηγική της εξισορρόπησης ισοδυναμεί με την εσωτερική και εξωτερική (συμμαχίες, συμπράξεις) ενίσχυση της κρατικής ισχύος. Στην περίπτωση ενός μικρού κράτους η αύξηση των συντελεστών της οικονομικοστρατιωτικής, τεχνολογικής και διπλωματικής του ισχύος πραγματώνεται μέσα από τη συγκρότηση συμμαχιών με τρίτα κράτη που τίθενται αντιμέτωπα με κοινές απειλές για την προάσπιση της ασφάλειάς τους και της εσωτερικής-εξωτερικής τους κυριαρχίας.

Συναφώς αντικειμενικός στόχος της εξισορρόπησης είναι η αυτοσυντήρηση και η προστασία των εθνικών συμφερόντων-κυριαρχικών δικαιωμάτων, ενώ ο στόχος της σύμπραξης με τον ισχυρότερο δρώντα είναι συνήθως η αυτο-επέκταση –η απόκτηση των πολυπόθητων αξιών.

Ως εκ τούτου και λαμβάνοντας υπόψιν τις μεγαλεπήβολες αξιώσεις ισχύος της Τουρκίας, για την αναβίβαση της θέσης-ρόλου της σε περιφερειακό ηγεμόνα έως το 2050 με ευμεγέθη σφαίρα γεωπολιτικής επιρροής σε όλα τα αζιμούθια, από την Ελλάδα και την Κύπρο, στις χώρες της Μέσης Ανατολής (με εξαίρεση το Ισραήλ), στη Βόρεια Αφρική και σε περιοχές της Ρωσίας, η εξισορρόπησή της αποτελεί μονόδρομο.

Από τη μια πλευρά οφείλουμε να ενισχύσουμε το μέτρο αποτελεσματικότητας της Ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος και από την άλλη να αξιοποιήσουμε το συγκριτικό στρατηγικό πλεονεκτήματα της χώρας ως γεωπολιτικού άξονα (γεωπολιτικός μεντεσές του ΝΑΤΟ). Κατανοούμε γιατί η στρατηγική της σύμπραξης με την Τουρκία είναι εξ αντικειμένου ανέφικτη. Ομοίως και η στρατηγική του εξευρωπαισμού/κοινοτικοποίησης δεν δύναται να συμβάλει στην «εξημέρωση του θηρίου».

Συναφώς είτε η Ελλάδα θα προσδεθεί παραρτηματικά στο άρμα της Τουρκίας ακολουθώντας στρατηγική κατευνασμού (Ιμιοποίησης ή Ερντογανοποίησης), είτε θα προασπίσει το συμφέρον επιβίωσής της, προτάσσοντας και ασκώντας τα κυριαρχικά της δικαιώματα μέσω εσωτερικής-εξωτερικής εξισορρόπησης της εξ ανατολών απειλής. Ας έχουμε ως προσανατολισμό τη διαπιστωτική απόφανση του Ελευθερίου Βενιζέλου ότι:

«τα δίκαια, τα οποία φαίνονται ανήκοντα εις χείρας ασθενείς ή εξαρτώνται από θελήσεις ασθενικάς, εκείνα τα δίκαια δεν είναι άξια μεγάλου σεβασμού».

Πρώτη δημοσίευση στο https://www.imerazante.gr/

Δημοφιλή