Περί της καταδίκης της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό

Μια απόφαση που βάζει τάξη στο ευρωπαϊκό δίκαιο και λύνει τον γόρδιο δεσμό του ελληνικού θαλάσσιου σχεδιασμού απέναντι στους τουρκικούς εκβιασμούς.
FrankRamspott via Getty Images

Γράφει ο Θεοδώρος Κατσούφρος - Νομικός Διεθνολόγος*

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δικαστήριο) εξέδωσε στις 27 Φεβρουαρίου 2025 απόφαση μετά από προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Επιτροπή) κατά της Ελλάδας λόγω παραβάσεως σύμφωνα με το άρθρο 258 της Συνθήκης για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Η προσφεύγουσα ζήτησε την καταδίκη της Ελλάδας επειδή δεν κατήρτισε, έως την καταληκτική ημερομηνία της 31 Μαρτίου 2021, εθνικό θαλάσσιο χωροταξικό σχέδιο και δεν απέστειλε αντίγραφό του στην προσφεύγουσα και σε άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, όπως προβλέπει η οδηγία 2014/89/ΕΕ της 23 Ιουλίου 2014 «περί θεσπίσεως πλαισίου για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό» (ΘΧΣ).

Είχαν προηγηθεί, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής ακολουθούμενη διαδικασία, η από 2 Δεκεμβρίου 2021 προειδοποιητική επιστολή της Επιτροπής, η από 1 Φεβρουαρίου 2022 κριθείσα ως μη ικανοποιητική απάντηση της Ελλάδας, η από 19 Απριλίου 2023 αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής και η από 7 Ιουνίου 2023 απάντηση της Ελλάδας. Με το ανωτέρω έγγραφό της, χωρίς να αμφισβητεί τη μη κατάρτιση του επίδικου σχεδίου, η Ελλάδα υποστήριξε ότι η ολοκλήρωση του εθνικού σχεδίου ΘΧΣ επρόκειτο, κατά τους υπολογισμούς της, να υλοποιηθεί εντός τριετίας, με το αιτιολογικό ότι η πολυπλοκότητα του νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου, οι γεωγραφικές ιδιαιτερότητες, η εκτεταμένη ακτογραμμή και η πολυνησιωτικότητα της χώρας, σε συνδυασμό με «τις γεωπολιτικές συνθήκες που επικρατούν στην Ανατολική Μεσόγειο», δικαιολογούσαν την καθυστέρηση της εκπλήρωσης της σχετικής υποχρέωσης (σκέψη 15 της απόφασης).

Στο πλαίσιο της δίκης και σύμφωνα με το υπόμνημα αντικρούσεώς της, η Ελλάδα υποστήριξε ότι της ήταν αντικειμενικώς αδύνατον να τηρήσει την υποχρέωσή της λόγω των διαπραγματεύσεων με την Αίγυπτο για τη σύναψη συμφωνίας οριοθέτησης των ΑΟΖ τους, η οποία συνήφθη τελικώς στις 6 Αυγούστου 2020 (σκέψη 17 της απόφασης). Κατά την Ελλάδα, η εθνική διαδικασία για την κατάρτιση του επίδικου σχεδίου ανεστάλη μέχρι τον καθορισμό του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής του επί τη βάσει της εν λόγω διμερούς συμφωνίας (σκέψη 18 της απόφασης), με αποτέλεσμα η ίδια να μην διαθέτει συναφώς επαρκή χρόνο μέχρι τις 31 Μαρτίου 2021 (σκέψη 19 της απόφασης).

Από την πλευρά της, με το υπόμνημα απαντήσεώς της, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η Ελλάδα όφειλε να αποδείξει ότι βρισκόταν σε αντικειμενική αδυναμία μέχρι τις 19 Ιουνίου 2023, ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας για τη συμμόρφωσή της προς την αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής, ήτοι δύο έτη και δέκα μήνες μετά τη σύναψη της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας (σκέψη 20 της απόφασης). Η Επιτροπή θεώρησε ως αλυσιτελή την επίκληση αντικειμενικής αδυναμίας εξαιτίας της διαπραγμάτευσης και της σύναψης της συμφωνίας με την Αίγυπτο (σκέψη 21 της απόφασης).

Με το υπόμνημα ανταπαντήσεώς της, η Ελλάδα επισήμανε ότι η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών καθορίζει και το εύρος τους, άρα και το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, και ότι, ως εμπίπτουσα στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, «η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών κάθε κράτους μέλους αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαδικασία κατάρτισης των [εθνικών σχεδίων ΘΧΣ]» (σκέψη 22 της απόφασης).

Υπό την έννοια αυτή, πάντα κατά την Ελλάδα, ήταν αδύνατη η χρήση θαλάσσιου χάρτη, οι συντεταγμένες του οποίου «τελούσαν υπό επανακαθορισμό» στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με την Αίγυπτο (σκέψη 23 της απόφασης).

Τέλος, η Ελλάδα επικαλέστηκε και τη γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου ότι «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα», ως εκ του ότι η υλοποίηση του εθνικού σχεδίου ΘΧΣ εξηρτάτο από την ύπαρξη επικαιροποιημένου θαλάσσιου χάρτη. Κατά την ίδια, η ανωτέρω γενική αρχή θα έπρεπε «να καταλαμβάνει τις περιστάσεις που συνδέονται με την αντικειμενική αδυναμία» (σκέψη 24 της απόφασης), ώστε να της χορηγηθεί «πρόσθετη προθεσμία για την ολοκλήρωση της κατάρτισης» του επίδικου σχεδίου (σκέψη 25 της απόφασης).

Πριν εισέλθω στο σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου, θεωρώ χρήσιμο, για την κατανόηση της συλλογιστικής του, να προτάξω ορισμένες θεμελιώδεις αρχές οι οποίες διέπουν, σύμφωνα με συνεκτική και συνεπή νομολογία του, τη σχέση μεταξύ της ενωσιακής και της διεθνούς έννομης τάξης και τη διασύνδεση του παράγωγου δικαίου, όπως η οδηγία περί ΘΧΣ, με το δίκαιο της θάλασσας, ειδικότερα δε με την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών των κρατών μελών.

Με βάση μία πρώτη αρχή, όπως αυτή προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου της 9 Ιουλίου 1991 στην υπόθεση C-146/89 (Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου), κάθε παράκτιο κράτος μέλος έχει το μονομερές δικαίωμα να χαράσσει ευθείες γραμμές βάσης από τις οποίες μετρείται το εύρος των θαλάσσιων ζωνών του όταν συντρέχουν οι προβλεπόμενες συναφώς προϋποθέσεις (άρθρο 7 της Σύμβασης του 1982 για το δίκαιο της θάλασσας, διάταξη απηχούσα εθιμικό δίκαιο).

Εντούτοις, η πράξη θέσπισης της ανωτέρω μεθόδου, ακόμη και αν είναι απολύτως σύννομη προς το δίκαιο της θάλασσας, ισχύει μόνον έναντι των τρίτων κρατών αλλά όχι εντός της ενωσιακής «επικράτειας» (δηλαδή ούτε έναντι των λοιπών κρατών μελών, ούτε έναντι των θεσμικών οργάνων της Ένωσης) όταν, λόγω ακριβώς της υιοθέτησής της από το κράτος μέλος, παραβιάζεται το ενωσιακό δίκαιο.

Στην προκειμένη περίπτωση, η τροποποίηση των ευθειών γραμμών βάσης από το Ηνωμένο Βασίλειο είχε ως αποτέλεσμα να θίγονται οι προβλεπόμενες από τον αλιευτικό κανονισμό 170/83 δραστηριότητες αλιέων άλλων κρατών μελών. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή του επίδικου μέτρου οδηγούσε στον αποκλεισμό τους από θαλάσσιες ζώνες εντός των οποίων αλίευαν πριν από τη υιοθέτησή του επειδή οι νέες γραμμές βάσης περιλάμβαναν εφεξής θαλάσσιες περιοχές, περισσότερο απομακρυσμένες από την ακτή σε σχέση με εκείνες πού ίσχυαν πριν από τη χάραξή τους.

Το Δικαστήριο απέρριψε τη βρετανική επιχειρηματολογία ότι, επειδή το μέτρο ήταν απολύτως σύμφωνο με τις πρόνοιες του δικαίου της θάλασσας, ίσχυε έναντι όλων, κρίνοντας ότι στην πραγματικότητα δεν υφίσταντο πρακτικές δυσχέρειες απορρέουσες από το γεγονός ότι οι προηγούμενες ευθείες γραμμές βάσης θα εξακολουθούσαν να ισχύουν έναντι των κοινοτικών αλιέων και οι νέες αποκλειστικά έναντι των τρίτων κρατών (σκέψη 58 της απόφασης). Τη συγκεκριμένη απόφαση του Δικαστηρίου αναλύω στη μονογραφία μου Questions de droit international de délimitation maritime dans la jurisprudence de la Cour de justice des Communautés européennes: les lignes de base, Maastrich, έκδοση του Institut Européen d’ Administration Public, 1994.

Με βάση μία δεύτερη αρχή, όπως αυτή προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Μαΐου 2006 στην υπόθεση C-459/03 (Επιτροπή κατά Ιρλανδίας), σε περίπτωση κατά την οποία ανακύπτει, στο πλαίσιο της εφαρμογής της ενωσιακής έννομης τάξης, νομικό ζήτημα απτόμενο της Σύμβασης του 1982 για το δίκαιο της θάλασσας (Σύμβαση του 1982) και εμπίπτον είτε στην αποκλειστική είτε στη συντρέχουσα (ασκούμενη από κοινού με τα κράτη μέλη) αρμοδιότητα της Ένωσης, όπως είναι η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, το ζήτημα επιλύεται εντός των κόλπων της Ένωσης και συγκεκριμένα από το Δικαστήριο και όχι από τρίτο διεθνές δικαστήριο, εφόσον εμπλέκονται στη σχετική διαφορά δύο κράτη μέλη.

Το ζήτημα ανέκυψε με αφορμή την κατασκευή ενός εργοστασίου πυρηνικών καυσίμων (Mox Plant) στις, κείμενες απέναντι από τις ιρλανδικές, ακτές του Ηνωμένου Βασιλείου. Αμφισβητώντας τις βρετανικές εκτιμήσεις των επιπτώσεων από τη λειτουργία του εν λόγω εργοστασίου, η Ιρλανδία αποδόθηκε σε ένα μάταιο δικαστικό περίπλου, απευθυνόμενη αρχικά σε ένα ad hoc διαιτητικό δικαστήριο το οποίο απέρριψε το αίτημά της, ενώ παράλληλα απηύθυνε γνωστοποίηση στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι κίνησε και την προβλεπόμενη από τη Σύμβαση του 1982 διαδικασία ενώπιον άλλου διαιτητικού δικαστηρίου, τέλος δε υπέβαλε ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου για το δίκαιο της θάλασσας (ITLOS), με έδρα το Αμβούργο, αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, αιτούμενη την αναστολή λειτουργίας του εργοστασίου.

Το επιληφθέν της διαφοράς ITLOS εξέδωσε στις 3 Δεκεμβρίου 2001 διάταξη για τη λήψη δέσμης προσωρινών μέτρων, διαφορετικών από τα αιτηθέντα. Το Ηνωμένο Βασίλειο προέβαλε τόσο ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου όσο και ενώπιον του ITLOS ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας τους, υποστηρίζοντας ότι αποκλειστικά αρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς ήταν το Δικαστήριο. Με διάταξη της 24 Ιουνίου 2003, το διαιτητικό δικαστήριο ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία εκτιμώντας ότι ανέκυπταν ζητήματα εφαρμογής συνδεόμενα στενά με το ενωσιακό δίκαιο. Παράλληλα, επικύρωσε τα προσωρινά μέτρα που είχε διατάξει στο μεσοδιάστημα το ITLOS.

Κατόπιν των ανωτέρω εξελίξεων, η Επιτροπή άσκησε στις 30 Οκτωβρίου 2003 ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή κατά της Ιρλανδίας με το αιτιολογικό ότι η τελευταία, κινώντας διαδικασία διευθετήσεως διαφορών κατά του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με το εργοστάσιο ΜΟΧ στο πλαίσιο της Σύμβασης του 1982, παρέβη το ενωσιακό δίκαιο. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή προσήψε στην Ιρλανδία ότι αγνόησε την αποκλειστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να επιλαμβάνεται διαφορών σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, καθόσον υπέβαλε στην κρίση διεθνών δικαστηρίων διαφορά της με άλλο κράτος μέλος σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή διατάξεων της Σύμβασης του 1982.

Ως γνωστόν, η Σύμβαση του 1982 είναι μικτή συμφωνία κατά το ενωσιακό δίκαιο. Συμβαλλόμενα μέρη της είναι τόσο η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και το σύνολο των κρατών μελών της. Το Δικαστήριο έκρινε συναφώς ότι οι διατάξεις της Σύμβασης του 1982 τις οποίες η Ιρλανδία επικαλέστηκε ενώπιον τρίτων δικαιοδοτικών οργάνων ενέπιπταν σε κανόνες της κοινοτικής έννομης τάξης επί των οποίων αρμόδιο να αποφαίνεται είναι το ίδιο (σκέψη 121 της απόφασης). Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξέτασε αν η δικαιοδοσία του είναι αποκλειστική, ώστε να απαγορεύεται σε κράτος μέλος να υποβάλει διαφορά όπως η σχετική με το εργοστάσιο ΜΟΧ στην κρίση διεθνούς δικαστηρίου.

Διαπιστώνοντας ότι η ίδια η Σύμβαση του 1982 προνοεί, ώστε να αποφεύγεται η προσβολή της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου χάρη στη διάταξη του άρθρου 282 της Σύμβασης του 1982, η οποία προβλέπει ότι η Συνθήκη κατισχύει της πρώτης, αποφάνθηκε ότι οι διατάξεις της Σύμβασης του 1982 που εμπλέκονται στη διαφορά περί το εργοστάσιο ΜΟΧ εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της (τότε) Κοινότητας και οι σχετικές διατάξεις αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της κοινοτικής έννομης τάξης (σκέψεις 123 έως και 128 της απόφασης).

Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η Ιρλανδία, κινώντας διαδικασία διευθετήσεως διαφορών κατά του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο της Σύμβασης του 1982, παρέβη τις υποχρεώσεις της βάσει της Συνθήκης.

Με βάση μία τρίτη αρχή, όπως αυτή προκύπτει από την απόφαση της 31 Ιανουαρίου 2020 στην υπόθεση C-457/18 (Σλοβενία κατά Κροατίας), το Δικαστήριο, υπενθυμίζοντας τη διάκριση και την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της, έκρινε ότι ένα κράτος μέλος δεν έχει το δικαίωμα να προσφύγει ενώπιόν του κατά άλλου κράτους μέλους βάσει του άρθρου 259 ΣΛΕΕ υπό το πρόσχημα της παραβίασης του ενωσιακού δικαίου αν το κύριο και πραγματικό αίτημά του δεν είναι η τήρηση της ενωσιακής νομιμότητας αλλά συγκεκριμένη νομική διαφορά ως προς τη μεταξύ των δύο κρατών μελών οριοθέτηση των χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων τους.

Συγκεκριμένα, η Σλοβενία επιδίωξε κατ’ ουσίαν την αναγνώριση της από 19 Ιουνίου 2017 απόφασης ενός συσταθέντος επί τούτου διαιτητικού δικαστηρίου την οποία αμφισβήτησε η Κροατία επικαλούμενη παρεμπίπτον δικονομικό ζήτημα (συγκεκριμένα την ανεπίσημη επικοινωνία μεταξύ του επιλεγέντα από την Σλοβενία διαιτητή και του εκπροσώπου της ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου κατά τη διάρκεια των διασκέψεών του)(σκέψη 30 επ. της απόφασης). Θεωρώντας ότι το γεγονός αυτό υπονόμευσε ανεπανόρθωτα την αμεροληψία και την ακεραιότητα της διαιτητικής διαδικασίας (σκέψη 32 της απόφασης), η Κροατία ενημέρωσε το διαιτητικό δικαστήριο για την απόφασή της να τερματίσει τη διμερή σύμβαση διαιτησίας βάσει της οποίας εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση παρ’ όλον ότι είχε προηγηθεί η λήψη διορθωτικών μέτρων με την αντικατάσταση των διορισθέντων από τις δύο χώρες διαιτητών (σκέψη 38 της απόφασης). Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, η Κροατία υποστήριξε ότι οι ισχυρισμοί της Σλοβενίας περί παραβίασης υποχρεώσεων από το δίκαιο της Ένωσης είχαν παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς, πραγματικό αντικείμενο της οποίας ήταν «το κύρος και τα έννομα αποτελέσματα της συμβάσεως διαιτησίας και της διαιτητικής αποφάσεως» (σκέψη 75 της απόφασης). Κατά την Κροατία, η διαφορά έπρεπε να επιλυθεί κατ’ εφαρμογήν των κανόνων του διεθνούς δικαίου και όχι βάσει του δικαίου της Ένωσης (σκέψη 76 της απόφασης).

Αντιθέτως, η Σλοβενία υποστήριξε ότι η προσφυγή της αφορούσε αποκλειστικά την παράβαση του πρωτογενούς και του παράγωγου δικαίου της Ένωσης (σκέψη 80 της απόφασης) και ότι, αν διαπιστωνόταν ότι τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων η ίδια θεμελίωνε τους ισχυρισμούς της περί παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης ενέπιπταν και στο διεθνές δίκαιο, η διαπίστωση αυτή δεν θα εμπόδιζε το Δικαστήριο «να λάβει υπόψη τους ουσιαστικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου τους οποίους η Ένωση έχει ενσωματώσει ή είχε την πρόθεση να ενσωματώσει στο νομικό της σύστημα» (σκέψη 81 της απόφασης).

Η Σλοβενία υποστήριξε περαιτέρω ότι οι επικράτειες των δύο κρατών μελών οριοθετούνται από τα καθορισμένα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο σύνορά τους, εν προκειμένω σύμφωνα με τη διαιτητική απόφαση, οπότε ζητούμενο για το Δικαστήριο δεν ήταν ούτε να διαπιστώσει παράβαση του διεθνούς δικαίου, ούτε να αποφανθεί επί διεθνούς διαφοράς. Πάντα κατά την προσφεύγουσα, τα σύνορα μεταξύ Κροατίας και Σλοβενίας «αποτελούν πραγματικό στοιχείο» και «όχι νομικό ζήτημα επί του οποίου το Δικαστήριο θα μπορούσε να αποφανθεί» (σκέψη 86 της απόφασης).

Κρίνοντας επί της διαφοράς, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι είναι αναρμόδιο να αποφανθεί επί της ερμηνείας διεθνούς συμβάσεως, το αντικείμενο της οποίας εκφεύγει των τομέων αρμοδιότητας της Ένωσης (σκέψη 91 της απόφασης), επισημαίνοντας παράλληλα ότι η αναρμοδιότητά του καταλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία «η παράβαση των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής είναι παρεπόμενη σε σχέση με την προβαλλόμενη παράβαση υποχρεώσεων απορρεουσών από διεθνή σύμβαση» (σκέψη 92 της απόφασης).

Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οι προβληθείσες από την ίδια τη Σλοβενία παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης ήταν αποτέλεσμα της σύμβασης διαιτησίας και της εκδοθείσας βάσει αυτής διαιτητικής απόφασης, «ιδίως δε της υποχρεώσεως σεβασμού των συνόρων που καθορίζονται με τη διαιτητική απόφαση». Άρα, εκείνο που εμπόδιζε τη Σλοβενία να εφαρμόσει σε ολόκληρη την επικράτειά της τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ήταν «η άρνηση της Κροατίας να εκτελέσει τη διαιτητική απόφαση» (σκέψη 101 της απόφασης). Όμως, ούτε η σύμβαση διαιτησίας, ούτε η διαιτητική απόφαση «αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του δικαίου της Ένωσης» (σκέψη 102 της απόφασης). Δεδομένου ότι η ασκούμενη βάσει του άρθρου 259 ΣΛΕΕ προσφυγή κράτους μέλους κατά κράτους μέλους λόγω παραβάσεως «έχει μόνο ως αντικείμενο τη μη τήρηση υποχρεώσεων απορρεουσών από το δίκαιο της Ένωσης, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο […] να αποφανθεί επί της προβαλλόμενης παραβάσεως των υποχρεώσεων από τη σύμβαση διαιτησίας και τη διαιτητική απόφαση», όπως προέκυπτε από τις αιτιάσεις της Σλοβενίας (σκέψη 104 της απόφασης, η έμφαση είναι δική μου).

Το πλέον, όμως, ενδιαφέρον σημείο της απόφασης του Δικαστηρίου είναι η σκέψη 105, σύμφωνα με την οποία, «εφόσον στις Συνθήκες δεν υφίσταται ακριβέστερος ορισμός των εδαφών που υπόκεινται στην κυριαρχία των κρατών μελών, εναπόκειται στο κάθε κράτος μέλος να καθορίσει την έκταση και τα όρια του εδάφους του σε συμμόρφωση προς τους κανόνες του δημόσιου διεθνούς δικαίου», ενώ «το εδαφικό πεδίο εφαρμογής των Συνθηκών καθορίζεται μέσω παραπομπής στις εθνικές επικράτειες, κατά την έννοια του άρθρου 52 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και του άρθρου 355 ΣΛΕΕ», καθώς και του άρθρου 77§4 ΣΛΕΕ, κατά το οποίο «τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για τον γεωγραφικό καθορισμό των συνόρων τους, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο» (η έμφαση είναι δική μου).

Αναγνωρίζεται δηλαδή ευθέως η αρμοδιότητα των κρατών μελών να οριοθετούν τα χερσαία και θαλάσσια σύνορά τους. Τέλος, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει μία τέταρτη και σημαντικότατη αρχή. Δράττεται της ευκαιρίας για να υπενθυμίσει στα κράτη μέλη ότι η «άρση» της μεταξύ δύο κρατών μελών διαφοράς μπορεί να επιτευχθεί και «διά της επιλογής οποιουδήποτε τρόπου διευθετήσεώς της, περιλαμβανομένης, ενδεχομένως, της υποβολής της διαφοράς στην κρίση του Δικαστηρίου δυνάμει συνυποσχετικού κατά το άρθρο 273 ΣΛΕΕ» (σκέψη 109 της απόφασης, η έμφαση είναι δική μου).

Υπό την έννοια αυτή, το Δικαστήριο υποδεικνύει στα δύο κράτη μέλη ένα, σπάνια χρησιμοποιούμενο, δικονομικό μέσο επίλυσης της «διεθνούς» διαφοράς τους. Η δυνατότητα αυτή προβλέπεται αποκλειστικά για τα κράτη μέλη και όχι για τα τρίτα κράτη, έστω και αν συνδέονται με την Ένωση με διεθνή συμφωνία. Οι προβλεπόμενες συναφώς προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη του άρθρου 273 ΣΛΕΕ είναι ότι πρέπει να πρόκειται όντως για νομική διαφορά, συναφή με το αντικείμενο των Συνθηκών, και να υποβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου δυνάμει συνυποσχετικού.

Με τη συγκεκριμένη σκέψη της απόφασής του, το Δικαστήριο επιδεικνύει θετικό ακτιβισμό στα θέματα του δικαίου της θάλασσας, φτάνοντας πλέον μέχρι του σημείου να προτρέπει τα κράτη μέλη να υποβάλλουν στην κρίση του από κοινού ως διαφορές βάσει του άρθρου 273 ΣΛΕΕ και τις τυχόν συνοριακές διαφορές τους (στην ξηρά και στη θάλασσα) επειδή συνδέονται λόγω συναφείας με το ενωσιακό δίκαιο και παρεμποδίζουν την απρόσκοπτη εφαρμογή του.

Τη συγκεκριμένη απόφαση του Δικαστηρίου αναλύω διεξοδικά στο άρθρο μου «Η ερμηνεία και η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου της θάλασσας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στοιχεία ακτιβισμού του ως οιονεί διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου», το οποίο είχε παρουσιαστεί υπό μορφή εισήγησης στο ετήσιο συνέδριο της Ελληνικής Εταιρίας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων στην Αθήνα, 19-21 Δεκεμβρίου 2019 (https://isideris.gr/wp-content/uploads/2021/07/e-Tetradia_teuxos01_final.pdf ).

Το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-128/24

Κατά πρώτον, εγκύπτοντας στην εκ μέρους της Ελλάδας επίκληση της αρχής «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα», το Δικαστήριο ερμηνεύει την έννοια της «ανωτέρας βίας». Το Δικαστήριο εκτιμά ότι η παράβαση λόγω ανωτέρας βίας πρέπει «να οφείλεται σε περιστάσεις ξένες προς [το κράτος μέλος] που την επικαλείται, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί όση επιμέλεια και αν είχε επιδειχθεί» (σκέψη 33 της απόφασης). Επιπλέον, «η επίκληση της ανωτέρας βίας μπορεί να γίνει μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο για την υπέρβαση των εν λόγω δυσκολιών» (ibidem). Εν προκειμένω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Ελλάδα ούτε «υποστήριξε ούτε, κατά μείζονα λόγο, απέδειξε ότι η διαπραγμάτευση και η σύναψη της διμερούς συμφωνίας για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών συνιστούσαν τέτοια περίσταση» (σκέψη 34 της απόφασης).

Κατά δεύτερον, απαντώντας στον ισχυρισμό της Ελλάδας «ότι, μετά τη σύναψη της συμφωνίας [με την Αίγυπτο], δεν διέθετε επαρκή χρόνο για την κατάρτιση του [επίδικου σχεδίου] και ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να της χορηγηθεί πρόσθετος χρόνος για να ολοκληρώσει τη θέσπισή [του]» (σκέψη 35 της απόφασης), το Δικαστήριο κρίνει ότι η Ελλάδα δεν απέδειξε ότι «δύο έτη και δέκα μήνες μετά τη σύναψη της συμφωνίας», «τελούσε σε αντικειμενική αδυναμία να καταρτίσει το [επίδικο σχέδιο]» (σκέψη 36 της απόφασης).

Κατά τρίτον, σχετικά με την οφειλόμενη στην έλλειψη «επικαιροποιημένου θαλάσσιου χάρτη» (για τον οποίο αποκλειστικά αρμόδιο είναι το κράτος μέλος) αντικειμενική αδυναμία κατάρτισης του επίδικου σχεδίου, το Δικαστήριο υπενθυμίζει και επιβεβαιώνει ότι η οδηγία «δεν θίγει τα κυριαρχικά δικαιώματα και τη δικαιοδοσία των κρατών μελών επί των θαλάσσιων υδάτων» βάσει των σχετικών διατάξεων του διεθνούς δικαίου, ιδίως της Σύμβασης του 1982, ούτε «τη χάραξη και την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών από τα κράτη μέλη» (σκέψη 38 της απόφασης).

Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι καμία διάταξη της οδηγίας «δεν συνδέει τη διαδικασία της οριοθέτησης [των θαλάσσιων ζωνών των κρατών μελών] με τις υποχρεώσεις κατάρτισης και διαβίβασης θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων», υποχρεώσεις, η εκπλήρωση των οποίων ουδόλως προβλέπεται ότι πρέπει να αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της σχετικής διαδικασίας (σκέψη 39 της απόφασης).

Το Δικαστήριο διευκρινίζει επ’ αυτού ότι, ναι μεν «το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής του [εθνικού σχεδίου ΘΧΣ] πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία της Ένωσης και με το [δίκαιο της θάλασσας], ιδίως δε με τη [Σύμβαση του 1982], εναπόκειται, όμως, στο κάθε κράτος μέλος «να καθορίσει την έκταση και τα όρια της επικράτειάς του, συμπεριλαμβανομένων των θαλάσσιων συνόρων του, σε συμμόρφωση προς τους κανόνες του δημόσιου διεθνούς δικαίου» (σκέψη 40 της απόφασης, η έμφαση είναι δική μου). Τούτου δοθέντος, «οι υποχρεώσεις κατάρτισης και διαβίβασης [εθνικού σχεδίου ΘΧΣ], δεν μπορούν να εξαρτώνται από την ύπαρξη συμφωνίας για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών» (σκέψη 41 της απόφασης).

Το Δικαστήριο εκτιμά ότι την ανωτέρω ερμηνεία επιρρωνύει «το γεγονός ότι η διαδικασία οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών έχει διαφορετικό αντικείμενο από τον [ΘΧΣ]» (σκέψη 42 της απόφασης, η έμφαση είναι δική μου). Κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή και στα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη «όχι μόνο τα αντίγραφα των [εθνικών σχεδίων τους ΘΧΣ], αλλά και όλες τις επακόλουθες ενημερωμένες μορφές τους» (σκέψη 43 της απόφασης, η έμφαση είναι δική μου).

Με βάση το ανωτέρω σκεπτικό, η Ελλάδα «διατηρεί την ευχέρεια να καταρτίσει και να διαβιβάσει τα επίμαχα σχέδια και, κατά περίπτωση, να τα επικαιροποιήσει μεταγενέστερα ανάλογα με την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών της» (ibidem, η έμφαση είναι δική μου). Υπό τις συνθήκες αυτές, «η υποχρέωση κατάρτισης και διαβίβασης των [εθνικών σχεδίων ΘΧΣ] δεν μπορεί να καθυστερεί ή και να αναστέλλεται επ’ αόριστον, σε περίπτωση κατά την οποία δεν υφίσταται συμφωνία θαλάσσιας οριοθέτησης με τρίτο κράτος, με αποτέλεσμα η τήρηση των [απορρεουσών από το δίκαιο της Ένωσης] υποχρεώσεων να εξαρτάται από τη συνεργασία τρίτου κράτους» (σκέψη 44 της απόφασης, η έμφαση είναι δική μου).

Εν συμπεράσματι, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η Ελλάδα, επικαλούμενη αλυσιτελώς «την άσκηση της εθνικής αρμοδιότητας για τη γεωγραφική οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών προκειμένου να δικαιολογήσει τη μη συμμόρφωσή της προς τις υποχρεώσεις [της]» (σκέψη 45 της απόφασης), «παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει [από την οδηγία]» (σκέψη 46 της απόφασης).

Για μία ψύχραιμη και αντικειμενική αποτίμηση της απόφασης του Δικαστηρίου

Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο δεν εκδίδει πολιτικές αποφάσεις, αποφαινόμενο αποκλειστικά επί ενδικάσιμων (justiciable) διαφορών. Το ίδιο ισχύει και για τις αποφάσεις με τις οποίες το Δικαστήριο διαπιστώνει παράβαση του ενωσιακού δικαίου εκ μέρους κράτους μέλους, οι οποίες δεν έχουν, ούτε κατ’ ελάχιστον, τιμωρητικό χαρακτήρα. Σχολιάζοντας επομένως μία απόφασή του η οποία έχει ομολογουμένως διεθνοπολιτικές διαστάσεις όπως η συγκεκριμένη, οι Έλληνες αναλυτές οφείλουν να επιδεικνύουν τη δέουσα αυτοσυγκράτηση όσον αφορά εξωδικαιϊκούς χαρακτηρισμούς διότι σε διαφορετική περίπτωση δεν υπηρετούν ούτε το ενωσιακό, ούτε το εθνικό συμφέρον.

Η θέση του Δικαστηρίου είναι εν προκειμένω απόλυτη και σαφής. Μπορεί να συνοψιστεί ως εξής. Διαχωρίζοντας τις απορρέουσες από το ενωσιακό δίκαιο υποχρεώσεις των κρατών μελών από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους βάσει του διεθνούς δικαίου, ειδικότερα δε του δικαίου της θάλασσας, το Δικαστήριο προτρέπει ευθέως την Ελλάδα να καταρτίσει και να διαβιβάσει στην Επιτροπή το εθνικό σχέδιό της στο πλαίσιο του ΘΧΣ, ανεξάρτητα από την έκβαση των οποιωνδήποτε διαπραγματεύσεων ή της σύναψης συμφωνιών για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών της με τις γειτονικές της χώρες.

Με τον τρόπο αυτό λύει τον γόρδιο δεσμό που κρατά τη χώρα όμηρο των τουρκικών εκβιασμών. Η αποσύνδεση την οποία επιχειρεί το Δικαστήριο με την απόφασή του το οδηγεί αυτομάτως στο να εστιάσει στο πραγματικό, δηλαδή στο ενωσιακό, διακύβευμα χάρη στην αποδραματοποίηση ή στην απεξάρτησή του από οποιαδήποτε εθνική φόρτιση. Εξυπακούεται λοιπόν ότι, ενόσω η Ελλάδα δεν συνάπτει τις σχετικές συμφωνίες, θα ισχύουν τα γεωγραφικά όρια, όπως θα τα καθορίσει η ίδια με το εθνικό σχέδιό της, σεβόμενη το δίκαιο της θάλασσας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Δεν πρέπει να παροράται το γεγονός ότι η Τουρκία διατηρεί πάντα την ιδιότητα του υποψήφιου κράτους μέλους και ότι, όσο θα διαρκεί η εκκρεμότητα της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών της με την Ελλάδα, θα εξακολουθεί να ισχύει, υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου, το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, όπως αυτό θα αποτυπώνεται στον ή στους υπό κατάρτιση χάρτες του εθνικού σχεδίου της Ελλάδας, με αποτέλεσμα να καταλαμβάνει, ως ενωσιακή υποχρέωση, και την γείτονα.

Αυτό ήταν, αν δεν απατώμαι, και το πνεύμα του νόμου «Μανιάτη». Θυμίζω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 156, πρώτη παράγραφος, τρίτο εδάφιο, του νόμου 4001/2011 (ΦΕΚ, τεύχος Α’, αριθμός φύλλου 179 της 22ας Αυγούστου 2011), «Ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης με γειτονικά κράτη οι ακτές των οποίων είναι παρακείμενες ή αντικείμενες με τις ελληνικές ακτές, το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (αφ’ ης κηρυχθεί) είναι η μέση γραμμή, κάθε σημείο της οποίας απέχει ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσης (τόσο ηπειρωτικών όσο και νησιωτικών) από τις οποίες μετρείται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης».

Προς τί λοιπόν ο καταγγελτικός λόγος του εμπνευστή ενός τόσο σημαντικού νομοθετήματος και σημερινού ευρωβουλευτή Γιάννη Μανιάτη μέσω της υποβολής σχετικής ερώτησης προς την Επιτροπή, όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι η ελληνική κυβέρνηση «δεν έχει καμία δικαιολογία [για τη μη συμμόρφωση με την οδηγία], αλλά την απόλυτη ευθύνη για μία ακόμη αποτυχία»; (βλέπε Hellas Journal της 29 Μαρτίου 2025: https://hellasjournal.com/2025/03/kataggelia-tou-gianni-maniati-mia-akomi-apotychia-tis-kyvernisis-nd-i-katadiki-tis-elladas-gia-tin-mi-oloklirisi-tou-thalassiou-chorotaxikou-schediasmou/). Πέραν πάσης αμφιβολίας, η απόφαση του Δικαστηρίου κατατείνει εν τοις πράγμασι στο ίδιο αποτέλεσμα, σε συνδυασμό μάλιστα και με τον χάρτη που συνοδεύει το έγγραφο της Επιτροπής, του Απριλίου 2024, σχετικά με την επί του θέματος κατάσταση όσον αφορά την Ελλάδα (https://maritime-spatial-planning.ec.europa.eu/media/document/15209) (βλέπε συνημμένο χάρτη). Κινούμενη εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή έπραξε με το έγγραφό της το αυτονόητο (προκαλώντας αδίκως την αβάσιμη μήνιν της Τουρκίας, βλέπε ανακοίνωση του τουρκικού ΥΠΕΞ της 18 Νοεμβρίου 2024: https://mfa.gov.ct.tr/regarding-the-european-unions-maritime-spatial-planning-efforts-in-the-eastern-mediterranean/).

Αποτύπωσε σε χάρτη (χωρίς να οριοθετεί η ίδια τις θαλάσσιες ζώνες της Ελλάδας) τη θαλάσσια έκταση την οποία δικαιούται η χώρα μας -βάσει της βέλτιστης δυνατότητας που της παρέχει το δίκαιο της θάλασσας μέσω της πλήρους εφαρμογής της μέσης γραμμής- και εντός της οποίας μπορεί να καταρτίσει το εθνικό σχέδιό της, συμμορφούμενη προς τη σχετική οδηγία. Στο ίδιο μήκος κύματος, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τουλάχιστον ατυχής και η δήλωση του διευθυντή του WWF Ελλάς Δημήτρη Καραβέλλα ότι «η καταδικαστική αυτή απόφαση είναι όχι απλώς απογοητευτική αλλά και ντροπιαστική» [βλέπε τη σχετική δήλωση στο άρθρο της Μάχης Τράτσα, «Απόφαση-καταπέλτης από το Ευρωδικαστήριο για την απουσία Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού-Η απολογία της χώρας μας και η αποδόμησή της από τους δικαστές» στην εφημερίδα Το Βήμα της 10 Μαρτίου 2025 (η έμφαση είναι δική μου) (https://www.tovima.gr/print/society/katadiki-gia-to-xaos-lfstis-ellinikes-thalasses/ ).

Δεν σχολιάζω καν το άρθρο των Γ. Ανθρακέα και Γ. Δασκαλούλη με τίτλο «Απόφαση-κόλαφος κατά της Ελλάδας λόγω μη υποβολής έκθεσης Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού: Θα επηρεάσει ενεργειακά και αμυντικά σχέδια της Ελλάδας σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο» (βλέπε Hellas Journal της 26 Μαρτίου 2025: https://hellasjournal.com/2025/03/apofasi-kolafos-kata-tis-elladas-logo-mi-ypovolis-ekthesis-thalassiou-chorotaxikou-schediasmou-tha-epireasei-energeiaka-kai-amyntika-schedia-tis-elladas-se-aigaio-kai-anatoliki-mesogeio/ ).

Ολοκληρώντας την ανάλυσή μου, υπενθυμίζω, προς επίρρωση των ανωτέρω και για λόγους αντικειμενικής ενημέρωσης του αναγνωστικού κοινού, ότι μεταξύ των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου καταλέγεται και η επιβολή του ενωσιακού δικαίου όταν το παραβιάζουν τα κράτη μέλη, όπως έγινε ήδη αντιληπτό με όσα προανέφερα. Η διαδικασία λόγω παραβάσεως κινείται είτε από την Επιτροπή κατά κράτους μέλους (άρθρο 258 ΣΛΕΕ) είτε, πολύ σπανιότερα, από κράτος μέλος κατά άλλου κράτους μέλους (άρθρο 259 ΣΛΕΕ). Σύμφωνα με την ετήσια Έκθεση επί των Δραστηριοτήτων του Δικαστηρίου για το έτος 2024 (Annual Report 2024-Statistics concerning the judicial activity of the Court of Justice), το 2024 ασκήθηκαν 42 συνολικά προσφυγές της Επιτροπής λόγω παραβάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου κατά 17 κρατών μελών.

Το «μερίδιο» της Ελλάδας ανέρχεται σε 7 παραβάσεις. Μεταξύ των «παραβατών» περιλαμβάνονται ακόμη και ιδρυτικά κράτη μέλη, όπως το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ιταλία και το Λουξεμβούργο. Αξιοσημείωτο επίσης είναι το ότι, κατά το χρονικό διάστημα 1952-2024, το Δικαστήριο επελήφθη 4.161 υποθέσεων λόγω παραβάσεως, εκ των οποίων η Ιταλία κατέχει την πρώτη θέση με συνολικό αριθμό 667 παραβάσεων, ενώ η Ελλάδα (πλήρες κράτος μέλος από το 1981) έχει παραπεμφθεί για 427 υποθέσεις. Και επειδή οι στατιστικές είναι αμείλικτες και οι αριθμοί απηχούν πάντα την αλήθεια, είναι σαφές ότι η καταδίκη ενός κράτους μέλους λόγω παραβάσεως δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση «κόλαφο» ή «καταπέλτη», ούτε μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ντροπιαστική».

Σε μία Ένωση δικαίου είναι απολύτως θεμιτό να διαπράττονται σοβαρές ή λιγότερο σοβαρές παραβάσεις εκ μέρους όλων των κρατών μελών, συχνές ή λιγότερο συχνές ανάλογα με τις περιστάσεις, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υπάρχουν κράτη μέλη παραβάτες κατ’ εξακολούθηση που θα έπρεπε να στιγματίζονται ή να ντρέπονται για την καταδίκη τους από το Δικαστήριο. Αντιθέτως, όλα ανεξαιρέτως τα κράτη μέλη οφείλουν να κάνουν χρήση του πλεονεκτήματος που τους παρέχει η συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο μέσω του οποίου αντανακλάται εν τέλει και η δική τους εικόνα ως κρατών μελών εντός των οποίων επικρατεί, λάμπον, το κράτος δικαίου.

ΥΓ. Σύμφωνα με πληροφορίες του έγκριτου δημοσιογράφου Νίκου Μελέτη, η απόφαση του Δικαστηρίου και η επαπειλούμενη νέα προσφυγή της Επιτροπής ενώπιόν του σε περίπτωση μη εκτέλεσης της απόφασής του (άρθρο 260 ΣΛΕΕ), η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση νέας απόφασης, συνοδευόμενης και με την επιβολή προστίμου, ενεργοποίησε επιτέλους τα αντανακλαστικά της Ελληνικής Πολιτείας για την απεμπλοκή της από το φοβικό σύνδρομο έναντι της Τουρκίας και για την επιτάχυνση της διαδικασίας κατάθεσης του εθνικού σχεδίου ΘΧΣ στην Επιτροπή. Κατά τον Νίκο Μελέτη, «το ΥΠΕΞ έχει δεσμευτεί ότι μέχρι το τέλος Απριλίου θα δώσει το πράσινο φως για την κατάθεση […] του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού» [βλέπε το από 6 Απριλίου 2025 άρθρο του «Τα κλειδιά για το ραντεβού της Άγκυρας: Καλώδιο, σχέσεις με Ισραήλ και εμπλοκή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα» (https://www.liberal.gr/amyna-diplomatia/kalodio-sheseis-me-israil-kai-emploki-tis-toyrkias-se-eyropaiki-amyna-ta-kleidia)].

Την ανωτέρω πληροφορία επιβεβαιώνει και ο Έλληνας ΥΠΕΞ με την από 9 Απριλίου 2025 συνέντευξή του στη δημοσιογράφο Αλεξάνδρα Φωτάκη στο περιθώριο του Delphi Economic Forum X. Ο Γιώργος Γεραπετρίτης αποσαφηνίζει ότι ο ΘΧΣ «είναι μία υποχρέωση η οποία υπάγεται στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ελλάδα είναι υπερήμερη από μακρού χρόνου. Θα έπρεπε ήδη να είχαν κατατεθεί τα σχέδια για τον [ΘΧΣ]. Θα κατατεθούν το αμέσως επόμενο διάστημα, έτσι ώστε να μην έχουμε και αυτή την υποχρέωση έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (https://www.mfa.gr/synentefxi-ypourgou-exoterikon-giorgou-gerapetriti-sto-ot-gr-kai-tovima-com-kai-ti-dimosiografo-alexandra-fotaki-sto-perithorio-tou-delphi-economic-forum-x-09-04-2025/).

Με την ανωτέρω δήλωσή του, ο Έλληνας ΥΠΕΞ ευθυγραμμίζεται πλήρως με την απόφαση του ΔΕΕ ως προς το ότι ο ΘΧΣ αφορά αποκλειστικά την ενωσιακή έννομη τάξη και τα κράτη μέλη της και όχι τα τρίτα κράτη. Άλλο είναι το αντικείμενο του διεπόμενου από το ενωσιακό δίκαιο ΘΧΣ και άλλο της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών των κρατών μελών με τρίτα κράτη η οποία διέπεται από το δίκαιο τη θάλασσας.

Ως εκ τούτου, η μεν Ελλάδα οφείλει να εκμεταλλευτεί το νομικό πλεονέκτημα που της υποδεικνύει το ΔΕΕ (την άμεση κατάρτιση του εθνικού της σχεδίου ανεξάρτητα από την επίτευξη συμφωνιών οριοθέτησης με τους γείτονές της), η δε Άγκυρα να αντιληφθεί το έτερο, έμμεσο, μήνυμα του ΔΕΕ προς την ίδια: ενόσω δεν οριοθετεί με την Αθήνα τις θαλάσσιες ζώνες της (υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ), το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περί θεσπίσεως πλαισίου για τον ΘΧΣ όσον αφορά την Ελλάδα θα ταυτίζεται με αυτό που επίκειται να καταρτίσει με το εθνικό σχέδιό της η Ελλάδα, ανταποκρινόμενη στην υποχρέωσή της έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και θα αποτελεί τα όρια της ελληνικής δικαιοδοσίας για τους σκοπούς της οδηγίας (μεταξύ των οποίων η αλιεία, η ενέργεια, οι θαλάσσιες μεταφορές και το θαλάσσιο περιβάλλον), χωρίς την παραμικρή δικονομική δυνατότητα προσφυγής της γείτονος στην ενωσιακή δικαιοσύνη κατά του εθνικού αυτού μέτρου της Ελλάδας [βλέπε συναφώς και τη ραδιοφωνική συνέντευξή μου «Η Οδηγία ΕΕ για Θαλάσσιο Χωροταξικό- Η Τουρκία ΔΕΝ μπορεί να προσφύγει νομικά» στον δημοσιογράφο Λάμπρο Καλαρρύτη στις 21 Μαρτίου 2025 (https://youtu.be/aRltVe28oqY?feature=shared ).

*Ο Θεόδωρος Κατσούφρος υπηρέτησε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αδιαλείπτως από το 1981 έως και το 2013.

.
.
.

Περισσότερα εδώ

Δημοφιλή