Περικλής Κοροβέσης: Το πραγματικό γεγονός δεν μεταφέρεται, μία παραλλαγή του μόνο

Ο συγγραφέας στη HuffPost Greece με αφορμή το θεατρικό του έργο «Tango Bar».

«... Εγώ πιστεύω ότι έζησα φυσιολογικά, σύμφωνα με τον χαρακτήρα μου, με τις επιθυμίες μου, πέρασα πάρα πολύ μεγάλη φτώχεια, που άγγιζε τα όρια του άστεγου και της πείνας... διάφορες χώρες... κι εντούτοις έχω την εντύπωση ότι ήμουνα πολύ πλούσιος. Άμα κοιτάξω τη ζωή μου πίσω δεν μου έρχεται μιζέρια, βλέπω ότι μου ήρθε ένας πλούτος και αισθάνομαι τυχερός. Οι άλλοι θεωρούν τη ζωή μου περιπετειώδη, εγώ τη θεωρώ κανονική...»

«Αυτά τώρα είναι και τηλέφωνα;» ρωτά καθώς τα δύο κινητά τοποθετούνται μπροστά του για τη μαγνητοφώνηση. «Μη χειρότερα…», μονολογεί. Μία συνάντηση εξ αφορμής της μαύρης κωμωδίας του «Tango Bar», έργο το οποίο παίζεται στο θέατρο μετά από 32 ολόκληρα χρόνια και μία κουβέντα που ξεκίνησε χαμηλόφωνα και με την πρόθεση να αποφύγει τις γνωστές διαδρομές.

Ο πολυσχιδής Περικλής Κοροβέσης, ο συγγραφέας, αρθρογράφος και ακτιβιστής, μιλά στη HuffPost Greece για τις βιωμένες ιστορίες και την Ιστορία, την άνοιξη στην Αχαρνών και τους έρωτες που δεν τελειώνουν αλλά μετασχηματίζονται, τον φόβο και τη λογική, τον πλούτο της ζωής του, αλλά και το γήρας. «...Ένα από αυτά που μου προσάπτουν είναι ότι δεν μαζεύω τη γλώσσα μου» λέει λίγο πριν από την τελευταία ερώτηση. Και απαντά.

-Λοιπόν, όταν μια ιστορία πηγαίνει από το βιβλίο στο θέατρο ποιο είναι το χειρότερο που μπορεί να της συμβεί;

Δεν πιστεύω ότι το βιβλίο μπορεί να γίνει θέατρο. Αλλά… Μπορεί ο δημιουργός να εμπνευστεί από το βιβλίο και να το κάνει δικό του θέατρο. Δεν πιστεύω ότι το βιβλίο μπορεί να γίνει θέατρο γιατί υπάρχει άλλη δομή. Δηλαδή, δεν μπορούμε ένα ξύλο να το κάνουμε σίδερο. Είναι άλλοι οι νόμοι. Επομένως, ο συγγραφέας που θα δώσει το βιβλίο του πρέπει να καταλάβει ότι το δίνει να μετασχηματιστεί, να ανακυκλωθεί.

“Αυτό που λένε «αυτοβιογραφία», σε τελική ανάλυση είναι ένα μυθιστόρημα που δεν τολμάει να πει το όνομα του”

Για να δώσω ένα παράδειγμα, αν θέλω να περιγράψω ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα, μπορεί να το κάνω σε μια σελίδα ή δυο σελίδες. Ο άλλος πρέπει να πει, α! τι ωραία! και να έχει τις δύο σελίδες μέσα. Αυτή είναι η διαφορά του λογοτεχνήματος, της γραφής της λογοτεχνίας από τη γραφή του θεάτρου, γιατί η γραφή του θεάτρου είναι κίνητρο να γίνει φωνή και σώμα.

-Άρα υπάρχει η πιθανότητα να του συμβεί κάτι «κακό» εάν δεν καταφέρει ο σκηνοθέτης να τη μετασχηματίσει;

Ε, βέβαια, μπορεί να το κάνει βαρετό. Αν μείνει πιστός στο λογοτέχνημα μπορεί να έχει μία θαυμάσια περιγραφή μιας καταστροφής και να γίνει πληκτική στο θέατρο. Αυτή πρέπει να βγει από την αντίδραση των ηθοποιών.

-Και το «Tango Bar» (το οποίο ομολογώ μου ήταν άγνωστο);

Αυτό είναι γραμμένο από την αρχή σαν θεατρικό και δεν είναι μετασχηματισμός κάποιου άλλου κειμένου σε θέατρο…. Ξεκινάω τη ζωή μου σαν ηθοποιός. Είχα καλό δάσκαλο τον Ροντήρη, τον Χορν, τον Μουσούρη, τον Βόκοβιτς, μία κλασική σχολή εν πάση περιπτώσει, οπότε είχα την παιδεία να γράψω θέατρο, από την άποψη ότι αν δεν είσαι μέσα στο θέατρο δεν μπορείς να γράψεις θέατρο. Είναι ειδική γραφή. Ένας εκτός θεάτρου που δεν έχει ζήσει το θέατρο δεν μπορεί να γράψει θέατρο. Ο Μολιέρος ήταν ηθοποιός, ο Αισχύλος ήταν ηθοποιός, ο Σοφοκλής ήταν ηθοποιός…. Είναι σαν το επάγγελμα του γύφτου, το μουσικό. Που το μαθαίνει μέσα στην οικογένεια και το κάνει για να ζήσει η οικογένεια. Ας πούμε, οι περίφημοι χαλκιάδες. Μόνον αυτοί έπαιζαν έτσι. Όσο και να προσπαθήσεις να τους μιμηθείς δεν μπορείς. Θα κάνεις κάτι άλλο. Έτσι και το θέατρο. Είναι μία συντεχνία που πρέπει να είσαι μέσα για να γράψεις θέατρο.

-Πρόκειται για πραγματική ιστορία;

Όλα τα έργα έχουνε μέσα μία βιωμένη ιστορία ή, πολλές βιωμένες ιστορίες ή, ιστορίες που ο συγγραφέας έχει ακούσει και τον έχουν συγκινήσει. Λόγου χάρη εάν πεις ότι δώδεκα χρονών σου συνέβη κάτι τραγικό, θα με πιάσει, θα δουλευτεί μέσα μου. Δεν θα το ’χω ζήσει εγώ, όμως θα με πιάσει και κάποια στιγμή θα βγει. Αλλά το μεταμορφώνεις σε τέτοιο σημείο που να σου φαίνεται κι εσένα ξένο. Δηλαδή, το βίωμα μετασχηματίζεται κατά κάποιον τρόπο σε λόγο ή σε θέαμα. Οπότε εσύ το κοιτάς απέξω. Όλα μου τα έργα, και τα θεατρικά και τα μυθιστορήματα, έχουνε κάτι το βιωμένο. Αλλά το βιωμένο, κατά κάποιον τρόπο, παίρνει τη μορφή του ονείρου. Όπως το όνειρο είναι η λεωφόρος για το υποσυνείδητο και πρέπει να ψάξεις να βρεις τι είναι, συμβαίνει η αντίστροφη κίνηση που το βιωμένο γίνεται έτσι που να μην αναγνωρίζεται.

-Εμμέσως όλα βιωμένες ιστορίες είναι, συγχωνευμένες και μετασχηματισμένες. Αλλά η πληροφορία ότι πρόκειται για πραγματική ιστορία -όπως η αναφορά στους τίτλους μιας ταινίας «βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα»- μας κάνει να το βλέπουμε αλλιώς. Σαν να πρόκειται για ντοκουμέντο.

Κατ’ αρχήν το πραγματικό γεγονός είναι αυτό που γίνεται και όχι αυτό που ο άλλος αφηγείται. Έχει διαφορά. Γιατί μου έχει συμβεί, όχι μία αλλά πολλές φορές, τρεις, πέντε άνθρωποι να είμαστε μάρτυρες του ίδιου γεγονότος και να έχουμε πέντε διαφορετικές ιστορίες. Ή ακόμα αυτό που λένε «αυτοβιογραφία», σε τελική ανάλυση είναι ένα μυθιστόρημα που δεν τολμάει να πει το όνομα του. Είναι περίπου τα πράγματα. Δηλαδή, το πραγματικό γεγονός δεν μεταφέρεται, μία παραλλαγή του μεταφέρεται. Ακόμα και σε φοβερά συμβάντα, όπως σε πόλεμο, σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, δεν μεταφέρεται ακριβώς. Σε αυτό που μεταφέρεται μεσολαβεί η αίσθηση εκείνου που το λέει -αυτό ξέρουμε.

-Κάνοντας μία παρένθεση από τη λογοτεχνία και το θέατρο και μιλώντας με την Ιστορία, τι ισχύει;

Με την πραγματική Ιστορία;

-Ναι. Για παράδειγμα, η ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης είναι η διαφορετική ερμηνεία που έχει καταθέσει κάθε ιστορικός;

Κατ’ αρχήν, οι επαγγελματίες ιστορικοί πρέπει να έχουν μία τεκμηρίωση, μία γραπτή πηγή. Ήμουν μαθητής του Βιντάλ Νακέ. Μας έλεγε οποιαδήποτε αναφορά στην αρχαία Ελλάδα πρέπει να είναι από την αρχαία Ελλάδα. Δεν πρέπει να είναι από μετέπειτα εποχή γιατί ένα λάθος, για παράδειγμα από τους Ρωμαίους, μπορεί να φτάσει μέχρι σήμερα. Και επειδή το λέει και ο προηγούμενος και ο προ-προηγούμενος και πάει λέγοντας ιστορικός, λες πέντε το λένε. Κι όμως είναι το ίδιο πράγμα. Όπως για παράδειγμα, η Ατλαντίδα. Η Ατλαντίδα ουδέποτε υπήρξε. Ήταν μία επινόηση του Πλάτωνα για να την πει στους Αθηναίους. Για να τους πει, δεν είστε εσείς οι καλύτεροι, υπήρχε άλλος πολιτισμός καλύτερος. Ακόμη ψάχνουν να βρουν την Ατλαντίδα.

“Ε, και μετά, κατά κάποιον τρόπο, έχω μία φυσική δειλία που την είχα ανακαλύψει από παιδί”

Πρέπει λοιπόν, ο ιστορικός, να στηρίζεται σε ντοκουμέντα και μετά είναι η προσωπική αφήγηση. Να δώσω ένα προσωπικό παράδειγμα. Οι «Ανθρωποφύλακες» είναι μικρο-ιστορία στην Ιστορία την κανονική, στην ιστορία της χούντας. Αυτό το βιβλίο (σ.σ. ένα από τα βιβλία που έχει μπροστά του) «Το φαινόμενο των βασανιστηρίων» είναι έκδοση του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια και είναι μία ανθολογία διαχρονική. Περιλαμβάνει ακόμη και τον Βολταίρο -και ανάμεσα σε άλλους κι εμένα. Σκέφτομαι μήπως εκδοθεί και στην Ελλάδα, γι αυτό το έχω εδώ. Ο Γουίλιαμ Σουλτς, που γράφει τον πρόλογο, πρόεδρος της Διεθνούς Αμνηστίας στις ΗΠΑ (σ.σ. από το 1994 έως το 2006), δεν γράφει την ιστορία των βασανιστηρίων, παραθέτει σαράντα, πενήντα, εξήντα πηγές. Και λέει στον αναγνώστη, βγάλε εσύ το συμπέρασμα.

Η ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης από το βιβλίο το κλασικό του Ζιλ Μισελέ μέχρι σήμερα, έχει αναθεωρηθεί πέντε – έξι φορές. Από νέους ιστορικούς που βρίσκουν νέα στοιχεία, νέες πηγές. Λόγου χάρη, εμείς ξέρουμε παραπάνω για την αρχαία Ελλάδα από ό,τι ήξεραν οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες. Οι οποίοι είχαν κάπου χίλιες αποικίες. Δεν γνώριζαν τι γινόταν σε όλες τις αποικίες, ενώ εμείς έχουμε βρει πηγές. Ο Μαρξ ήξερε λιγότερα για την αρχαία Ελλάδα από ό,τι ο Καστοριάδης. Και πιθανότατα, ο εγγονός μου θα ξέρει παραπάνω για την αρχαία Ελλάδα από ό,τι ξέρω εγώ. Γιατί θα έχουν βρεθεί νέα στοιχεία που θα ανατρέπουν τα παλιά.

Μέχρι τώρα πιστεύαμε ότι το πρώτο ανθρωποειδές βρέθηκε στην Αβησσυνία νομίζω, κι ήταν 3,5 εκατ. ετών. Τώρα, βρέθηκε άλλο στο Τσαντ και είναι 7 εκατ. ετών.

-Στη μικρο-ιστορία πώς καταλαβαίνει κανείς την αλήθεια; Πότε η μικρο-ιστορία είναι αξιόπιστη;

Φαίνεται. Από το αφήγημα. Αν έρθει κάποιος και μου πει πώς τον έκλεψαν στον δρόμο, μπορείς να το διακρίνεις από κάποιον που σου λέει ψέματα ότι τον έκλεψαν στον δρόμο γιατί θα πέσει σε αντιφάσεις. Πρέπει να μπορείς από τη μαρτυρία να δεις εάν έχει μέσα το βίωμα ή το επινοεί. Εάν κάποιος είναι εξασκημένος στο διάβασμα, το βλέπει. Γιατί ο αφηγητής αναφέρει πράγματα τα οποία δεν μπορεί να συμβούν. Αν πει, λόγου χάρη -ας πάρουμε μία ακραία περίπτωση- κάποιος συγκρατούμενος στη χούντα λέει όχι, έχεις άδικο. Ήμουν κι εγώ κρατούμενος, μου φέρθηκαν πάρα πολύ καλά κι αυτά που γράφεις δεν γίνανε ποτέ. Δεν θα είναι αξιόπιστη η μαρτυρία του όταν υπάρχουν χιλιάδες μαρτυρίες για τα βασανιστήρια. Θα μπορούσε ακόμη και να γράψει βιβλίο. Είναι τα fake news και τα real news.

-Από αυτή τη νύχτα, τη συνάντηση των δύο ηρώων σας, του Λάκη και του Φώντα, τι βγαίνει στο τέλος;

Ότι ξαναγίνονται παιδιά και παίζουνε.

-Δύο αγόρια.

Δύο αγόρια που στην ουσία είναι παιδικοί φίλοι, από επαρχία και ήρθανε στην Αθήνα και ο ένας έγινε ηθοποιός και ο άλλος συγγραφέας. Τα χρόνια της Μεταπολίτευσης ζητούσαν κάτι καινούργιο. Οπότε ο συγγραφέας αυτός έπιασε, παίχτηκαν δύο τρία έργα του -λέμε το background που δεν υπάρχει στο έργο- και επειδή ήθελε να κάνει άλλο θέατρο, άλλη κατηγορία, κυριάρχησε το εμπορικό και αυτός έμεινε ξέμπαρκος. Ο άλλος τώρα, τι λεφτά να βγάλει από το θέατρο, παντρεύτηκε, έχει παιδί, έπρεπε να κάνει μια δουλειά. Και υπολόγιζε ότι θα τα καταφέρει. Συνηθισμένες περιπτώσεις, καθημερινές.

Χρήστος Αυλωνίτης και Κώστας Κονταράτος στην παράσταση του έργου «Tango Bar». Θέατρο «Άβατον».
Χρήστος Αυλωνίτης και Κώστας Κονταράτος στην παράσταση του έργου «Tango Bar». Θέατρο «Άβατον».

Όταν προτείνεις μια άλλη δημιουργία το σύστημα σε απορρίπτει. Αυτό το θεατρικό, το «Tango Bar» γράφτηκε εδώ και 35-36 χρόνια. Παρά τις πολύ καλές κριτικές, από τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, τον Τάσο Λιγνάδη, δεν το ξαναζήτησε κανένας επαγγελματίας. Θάφτηκε. Έχουν περάσει 32 χρόνια από τότε που πρωτοπαίχτηκε και το είχα γράψει τουλάχιστον τρία χρόνια πριν, για άλλον σκοπό. Το έπαιξαν βέβαια, διάφορες ερασιτεχνικές ομάδες σε όλη την Ελλάδα, αρκετές φορές. Το ανακάλυψε ο Σπύρος Μιχαλόπουλος και ξαναπαίζεται.

Όταν είσαι δημιουργός και δεν υπάρχει ο χώρος δημιουργίας αναγκαστικά πας στο περιθώριο. Να δώσω ένα παράδειγμα. Ένας τσιγγάνος από την Ήπειρο που παίζει κλαρίνο δεν μπορεί να μείνει άνεργος γιατί τον ζητάνε. Πανηγύρια, γάμοι, βαφτίσια… Εδώ αν δεν γράψεις θέατρο της σειράς, ποιος θα το ανεβάσει; Το θέατρο που ήθελα να κάνω απ’ όταν ξεκίνησα τη ζωή μου ήταν άλλο θέατρο.

-Δηλαδή;

Με επιρροές από την Παράγκα του Λόρκα, το Piccolo Theatro, εξού και προσχώρησα στη σχολή του Γκροτόφσκι, του Πίτερ Μπρουκ -έχω δει σχεδόν όλα τα έργα του Πίτερ Μπρουκ, όλα τα έργα του Μπέργκμαν, γιατί έτυχε να ζήσω και στις δύο χώρες- οπότε στόχος ήταν ένα άλλο θέατρο που να στηρίζεται πάνω στον ηθοποιό. Δηλαδή, ο ηθοποιός ήταν τα πάντα και το σκηνικό, θεατρικό αντικείμενο κι αυτό που μιλάει.

“Ο φόβος είναι ένας τοίχος που μπορεί να είναι η ασφάλεια μας, αλλά μπορεί να είναι και η φυλακή μας”

Οπότε το θέατρο που είχα ξεκινήσει να κάνω πριν με πιάσουνε επί χούντας ήταν αυτής της μορφής. Μετά τα παρατάω, ασχολούμαι με την πολιτική και στην πορεία οι παλιοί μου φίλοι, κάνουν ένα θέατρο και μου λένε, γράψε κάτι για μας. Και ξαναμπαίνω πάλι. Και το γράφω για τον Γιώργο Σαμπάνη και τον Δημήτρη Καμπερίδη. Και κοιτάζω με όλα αυτά που έχω μάθει –την κλασική παιδεία από τον Ροντήρη και τα νέα ρεύματα- να κάνουμε ένα άλλο θέατρο που να σπάσει την παράδοση του Καμπανέλλη. Ο Γεωργουσόπουλος έγραψε, ο Κοροβέσης έσκαψε ένα βαθύ λαγούμι στο θέατρο μας. Που θα βγάλει, ο Θεός ξέρει. Εντούτοις, αυτό το λαγούμι δεν είχε ανταπόκριση.

“Είμαι στον κόσμο μου. Δεν μπορώ να κάνω δημόσιες σχέσεις, να στέλνω θεατρικά από δω κι από κει -και αυτό είναι το βιωματικό, που το λέει κάποια στιγμή ο Λάκης- και γιατί να παιχτεί και γιατί να αρέσει;”

… Ε, και μετά, κατά κάποιον τρόπο, έχω μία φυσική δειλία που την είχα ανακαλύψει από παιδί. Τώρα, θα γελάσεις… Ήταν μια άνοιξη, νομίζω 25η Μαρτίου και η δασκάλα μας είχε βάλει να γράψουμε για την πατρίδα. Εγώ βαριόμουνα. Κοίταζα έξω και βλέπω ένα κοριτσάκι που έπαιζε σκοινάκι. Και γελούσε. Και μου ’ρθε να σηκωθώ να φύγω, να πω, κυρία πάω τουαλέτα, και να πάω να τη δω. Και δεν τόλμησα. Και βγάζω το συμπέρασμα ότι έχω μια δειλία. Αφού αυτό έπρεπε να κάνω, αυτό ήταν το φυσιολογικό, να πάω να παίξω με το κοριτσάκι, όχι να γράφω για την πατρίδα. Και ποια πατρίδα δηλαδή, τότε… Οπότε, είμαι στον κόσμο μου. Δεν μπορώ να κάνω δημόσιες σχέσεις, να στέλνω θεατρικά από δω κι από κει –και αυτό είναι το βιωματικό, που το λέει κάποια στιγμή ο Λάκης- και γιατί να παιχτεί και γιατί να αρέσει; Ή θα κάνουμε το θέατρο που θέλουμε, ή δεν χρειάζεται να μιμηθούμε το θέατρο που κάνουν οι άλλοι. Γίνει δε γίνει.

“Ο έρωτας είναι μία επανάσταση στη ζωή, αλλά όπως όλες οι επαναστάσεις, δεν τελειώνει καλά”

Ούτε θέλω να ζορίζω τα πράγματα, γιατί μπορώ να εκφράζομαι και με άλλον τρόπο. Μπορώ να γράφω τα βιβλία μου, δεν στοιχίζει τίποτα, μπορώ να γράφω τα άρθρα μου, μπορώ να βγάζω τις σκέψεις μου, δεν είναι ότι μου λείπει το μέσον να εκφραστώ και το θέατρο, δυστυχώς, θέλει πολλούς παράγοντες. Και μετά να γράφεις στο κενό, δεν είναι κι ωραίο. Το θέατρο γράφεται για να παιχτεί, όχι για να μπαίνει στο συρτάρι.

-«Φόβος και λογική είναι το ίδιο» γράφετε στο Tango Bar. Πώς ο φόβος που είναι κάτι πρωτόγονο είναι ίδιος με τη λογική που εξ ορισμού προϋποθέτει επεξεργασία;

Ο φόβος είναι ένας τοίχος που μπορεί να είναι η ασφάλεια μας, αλλά μπορεί να είναι και η φυλακή μας. Οπότε πρέπει να τολμήσουμε να κάνουμε πράγματα για να ξεπεράσουμε αυτόν τον φόβο, ο οποίος μπορεί να είναι η ψεύτικη προσωπικότητα που έχουμε, αυτή που μας έχει επιβάλλει η κοινωνία. Δηλαδή, η μεγάλη μάχη που δίνεται είναι ότι η κοινωνία στην ουσία μας μουμιοποιεί, μας καθηλώνει και μας αναπτύσσει για να την υπηρετήσουμε και όχι για να την ανατρέψουμε. Όσο άδικη και να′ ναι. Αλλά για να το κάνεις αυτό πρέπει πρώτα να βρεις τον εαυτό σου.

-Εννοείτε ότι είναι τόσο βαθιά ριζωμένοι οι «λογικοί» φόβοι που μας έχουν «φυτέψει» που στο τέλος νομίζουμε ότι είναι δικοί μας;

Βέβαια. Από παιδιά ακούμε «μη» και «μη», «δεν πρέπει« και «δεν κάνει».

-Σας συγκινεί η άνοιξη στην Πατησίων και στην Αχαρνών, στη γειτονιά σας;

Οπωσδήποτε με συγκινεί. Και μάλιστα όταν πετάγονται φυτά στο πεζοδρόμιο, στον τοίχο και πρασινίζουνε, είναι σαν μια αντίσταση στο τσιμέντο. Είχα γράψει ένα σεναριάκι, αν βρισκότανε κάποιος να το κάνει φιλμ. Σαν κάπως η ζωή να θέλει να νικήσει την ασφυξία του τσιμέντου. Ναι...

-Εμείς πιστεύουμε ότι έχετε ζήσει δέκα ζωές. Εσείς; Έτσι νιώθετε;

Όχι. Εγώ πιστεύω ότι έζησα φυσιολογικά, σύμφωνα με τον χαρακτήρα μου, με τις επιθυμίες μου, πέρασα πάρα πολύ μεγάλη φτώχεια, που άγγιζε τα όρια του άστεγου και της πείνας... διάφορες χώρες... κι εντούτοις έχω την εντύπωση ότι ήμουνα πολύ πλούσιος. Άμα κοιτάξω τη ζωή μου πίσω δεν μου έρχεται μιζέρια, βλέπω ότι μου ήρθε ένας πλούτος και αισθάνομαι τυχερός. Οι άλλοι θεωρούν τη ζωή μου περιπετειώδη, εγώ τη θεωρώ κανονική. Και αυτό που με απασχολεί δεν είναι αυτό που έζησα. Παρ′ όλο που είμαι 78 χρονών, το θέμα είναι τι θα κάνω τα επόμενα εκατό χρόνια (γέλια).

“Όταν φτάσεις σε σημείο να υποφέρεις, να είσαι ανήμπορος, να ταλαιπωρείς τους δικούς σου και στην ουσία να είσαι νεκρός εν αναμονή ταφής, τότε υπάρχει ο αξιοπρεπής θάνατος”

Δηλαδή, αυτό που μπορώ να πω από τη ζωή μου είναι ότι πέρα από τα προβλήματα -και δεν μιλώ για διωγμούς, φυλακίσεις και τέτοια πράγματα- μιλώ για την καθημερινή ζωή και ιδιαίτερα στο εξωτερικό, που ήταν σκληρό, ότι μου έχει αφήσει έναν πλούτο. Και νομίζω ότι αυτό οφείλεται σε δύο πράγματα. Πίστεψα στη φιλία -οι φιλίες μου βγήκανε πιστές- η φιλία είναι η μεγαλύτερη αρετή που υπάρχει και από την άλλη μεριά, ερωτεύτηκα. Οι έρωτες βέβαια, όταν είναι έρωτες πάντα έχουν τραγικό τέλος. Και το λέει ο Πρεβέρ πολύ ωραία σ′ ένα τραγούδι που λέει Μπρασένς γι αυτούς που κλαίνε με το παραμικρό χτύπημα της κιθάρας, δεν υπάρχει ευτυχισμένη αγάπη. Ο έρωτας είναι μία επανάσταση στη ζωή, αλλά όπως όλες οι επαναστάσεις, δεν τελειώνει καλά. Εν τούτοις οι έρωτες όσο κι αν τελειώσουν άσχημα, μένουνε. Στην ουσία δεν τελειώνουν, μετασχηματίζονται.

-Είστε 78 χρονών, το είπατε πριν. Τι σας φοβίζει στο γήρας;

Με φοβίζει η ανημπόρια. Κάνω τώρα προσπάθειες να βρω μια άκρη για ευθανασία. Η ευθανασία δεν γίνεται επειδή το θέλεις εσύ. Δεν είναι τόσο απλό. Είναι όταν φτάσεις σε σημείο να υποφέρεις, να είσαι ανήμπορος, να ταλαιπωρείς τους δικούς σου και στην ουσία να είσαι νεκρός εν αναμονή ταφής. Tότε υπάρχει ο αξιοπρεπής θάνατος. Όπως κυριάρχησες στη ζωή σου να κυριαρχήσεις και στον θάνατο σου. Κάνω ενέργειες μήπως βρω μια άκρη -στο εξωτερικό, βέβαια.

“Και τα γεράματα μια ιδέα είναι και μάλιστα, θα έλεγα και ευχάριστα, από την άποψη ότι αποφεύγεις τα βάσανα της νεότητας”

Για να γίνει έχει αυστηρές προϋποθέσεις. Πρέπει να έχεις μάρτυρες ότι είσαι στα καλά σου -όχι συγγενικό πρόσωπο- και μετά ολόκληρο ιατρικό συμβούλιο που να πει αυτός θα ζήσει άγνωστον πόσο αλλά ως φυτό. Δεν μπορεί να επανέλθει. Τότε γίνεται ευθανασία.

Την ανημπόρια φοβάμαι. Αλλιώτικα, αν δεν υπήρχε καθρέφτης δεν θα καταλάβαινα ότι έχω γεράσει. Κατά τα άλλα, και τα γεράματα μια ιδέα είναι και μάλιστα, θα έλεγα και ευχάριστα, από την άποψη ότι αποφεύγεις τα βάσανα της νεότητας. Το έχει πει πολύ ωραία ο Μπέκετ -στον οποίον είχα ιδιαίτερη αδυναμία και ήταν σαν να τον είχα γνωρίσει προσωπικά: Τα καλύτερα μου χρόνια έχουν περάσει. Αλλά δεν θα τα ήθελα πίσω....

Info

«Tango Bar»
Κείμενο: Περικλής Κοροβέσης
Σκηνοθεσία: Σπύρος Μιχαλόπουλος
Παίζουν: Χρήστος Αυλωνίτης (Λάκης), Κωστας Κονταράτος (Φώντας)
Σχεδιασμός φωτισμού: Γιώργος Παπαδόπουλος
Επιμέλεια σκηνικού: Γιάννης Μυρσιώτης
Μουσική: Χριστίνα Κανάκη
Μουσική επιμέλεια: Σπύρος Μιχαλόπουλος
Βοηθοί σκηνοθέτη: Μάρω Χασιώτη, Κατερίνα Σκέμπη

Πού: Θέατρο Άβατον, Ευπατριδών 3, Γκάζι, τηλ.: 210 3412689
Πότε: Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00
Διάρκεια: 90 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
Εισιτήρια: 12 ευρώ (γενική είσοδος), 8 ευρώ (μειωμένο)
Από το ταμείο του θεάτρου ή τηλεφωνικά.

Παραστάσεις έως τις 23 Απριλίου.

Δημοφιλή