Πέθανε η βραβευμένη με Νόμπελ Λογοτεχνίας συγγραφέας Άλις Μονρό

Ο Σάλμαν Ρουσντί την είχε χαρακτηρίσει «master της φόρμας», η Σίνθια Όζικ την αποκαλούσε «Καναδό Τσέχωφ». «Όλη μου τη ζωή, έγραφα προσωπικές ιστορίες».
 (AP Photo/Paul Hawthorne, File)
(AP Photo/Paul Hawthorne, File)
via Associated Press

Η συγγραφέας Άλις Μονρό, βραβευμένη με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2013, απεβίωσε τη Δευτέρα 13 Μαΐου, σε ηλικία 92 ετών, σε γηροκομείο στο Οντάριο. Η συγγραφέας έπασχε από άνοια εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία.

Η Σίνθια Όζικ την αποκαλούσε «Καναδό Τσέχωφ», η Μάργκαρετ Άτγουντ την είχε χαρακτηρίσει μία «από τις σημαντικότερες συγγραφείς της αγγλόφωνης μυθοπλασίας στην εποχή μας», ο Σάλμαν Ρουσντί την είχε χαρακτηρίσει «master της φόρμας» και ο Τζόναθαν Φράνζεν έγραψε κάποτε: «Η Μονρό είναι από τους λίγους συγγραφείς, μερικοί εν ζωή, οι περισσότεροι πεθαμένοι, τους οποίους έχω κατά νου όταν λέω ότι η μυθοπλασία είναι η θρησκεία μου».

Γεννημένη το 1931 σε οικογένεια αγροτών που ζούσαν έξω από το Wingham του Οντάριο και έδωσαν αγώνα επιβίωσης κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, η Μονρό σπούδασε στο πανεπιστήμιο με υποτροφία για δύο χρόνια και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Βανκούβερ με τον πρώτο της σύζυγο, Τζέιμς Μονρό, το 1951. Περιγράφοντας τον εαυτό της εκείνη την περίοδο ως μία νοικοκυρά που έπρεπε να ζητήσει χρήματα από τον σύζυγό της για τα καθημερινά ψώνια του σπιτιού, άρχισε να γράφει μικρές ιστορίες όταν οι κόρες της έπεφταν για ύπνο, επειδή ήταν πολύ δύσκολο να συγκεντρωθεί για μεγαλύτερα διαστήματα.

“«Με κάθε διήγημά της η Munro καταφέρνει να φτάσει το βάθος και την ακρίβεια που οι περισσότεροι μυθιστοριογράφοι πετυχαίνουν με το σύνολο του έργου τους. Διαβάζοντας τη Munro μαθαίνεις πάντα κάτι που δεν είχες ποτέ σκεφτεί»”

Οι ιστορίες της άρχισαν να δημοσιεύονται σε περιοδικά όπως το Tamarack Review, το Montrealer και το Canadian Forum, και το 1968 εκδόθηκαν σε μία συλλογή, που επαινέθηκε από τους New York Times.

Παρότι αποφάσισε να συγκεντρωθεί στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος, άρχισε να δυσκολεύεται και τελικά το χώρισε σε μια συλλογή αλληλένδετων ιστοριών, το «Lives of Girls and Women», που δημοσιεύτηκε το 1971. Επρόκειτο για το πορτρέτο μίας νεαρής κοπέλας της Ντελ, που αρχίζει να γράφει σε μια μικρή πόλη του Οντάριο.

Η δεκαετία του 1970 ήταν μεταμορφωτική για τη Μονρό: επέστρεψε στο Wingham μετά την κατάρρευση του πρώτου της γάμου το 1973, παντρεύτηκε ξανά το 1976 και δημοσίευσε την πρώτη της ιστορία στο New Yorker το 1977, το «Royal Beatings», μια ιστορία βασισμένη στις τιμωρίες είχε υποστεί από τον πατέρα της ως παιδί. Θα συνέχιζε να δημοσιεύει σε περιοδικά όπως το Paris Review και το Atlantic Monthly.

Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες, το μυθιστόρημα δεν ήρθε ποτέ, όμως η φήμη της άρχισε να μεγαλώνει. Το 1980 ήταν στη βραχεία λίστα του Man Booker, κέρδισε το βραβείο Giller δύο φορές, το διεθνές βραβείο Man Booker το 2009 και το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2013.

 (AP Photo/Michael Probst)
(AP Photo/Michael Probst)
via Associated Press

Το 2001 υποβλήθηκε σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, γεγονός που πυροδότησε το ενδιαφέρον της για τη θνητότητα, με τη γραφή της να περιστρέφεται όλο και πιο έντονα γύρω από την ασθένεια και τη μνήμη. Η ιστορία της με έναν χαρακτήρα που διαγνώστηκε με καρκίνο η οποία δημοσιεύτηκε στο New Yorker το 2008, το «Free Radicals», ήρθε, έναν χρόνο αργότερα με την αποκάλυψη ότι είχε καρκίνο η ίδια.

Η τελευταία της συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Dear Life» (2012), περιλάμβανε τέσσερα αυτοβιογραφικά κομμάτια τα οποία η συγγραφέας χαρακτήρισε ως «το πρώτο και το τελευταίο -και το πιο κοντινό- που έχω να πω για τη δική μου ζωή».

Το 2013, μιλώντας στον Guardian είχε πει: «Όλη μου τη ζωή, έγραφα προσωπικές ιστορίες».

Δημοφιλή