Η πλειοψηφία των ανθρώπων που γιορτάζουν τα Χριστούγεννα θεωρούν την θρησκευτική πίστη ως κάτι συναισθηματικό ή αισθητικό – ως ένα είδος «ηθικού γούστου» – και ως έκφραση μεταφυσικών δοξασιών που δεν μπορούν να αξιολογηθούν με βάση τα κριτήρια του ορθού λόγου. Αυτό δεν ισχύει μόνο για αυτούς που αυτοχαρακτηρίζονται ως αγνωστικιστές ή άθεοι αλλά και για την πλειοψηφία αυτών που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θεωρούν εαυτούς ως πιστεύοντες, είτε στον Θεό του Χριστιανισμού και των άλλων μονοθεϊστικών θρησκειών, είτε σε ένα υπέρτατο ον ή μια υπέρτατη αιτία των πάντων.
Όμως είναι πράγματι η θρησκευτική πίστη μόνο ένα συναίσθημα ή μια έκφραση μεταφυσικής ανάγκης, κάτι δηλαδή που δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ονομάζουμε θετική γνώση και αλήθεια; Υπάρχει αληθής πίστη; Ή μήπως είναι κάθε αξίωση ότι κάποιος κατέχει την αληθή πίστη ήδη μια πράξη μισαλλοδοξίας και φανατικού δογματισμού που τον απομακρύνει από την αλήθεια;
Το ότι πίστη και αλήθεια έχουν μια σχέση μας δείχνει το γεγονός ότι αξιολογούμε ηθικά και νομικά το είδος της πίστης, το ότι κάνουμε έναν διαχωρισμό ανάμεσα σε συστήματα θρησκευτικής πίστης που είναι συμβατά με τις υπέρτατες ηθικές και πολιτικές αξίες, το σύνταγμα και του νόμους μες, σε συστήματα που υποτάσσονται μεν στα ήθη, το σύνταγμα και τους νόμους παρ’ όλο που τα θεωρούν ως υποδεέστερα από το δικό τους αξιακό σύστημα και τις ενδοθρησκευτικές επιταγές τους και σε συστήματα που αντιτίθενται ανοιχτά και ξεκάθαρα τόσο στο αξιακό και ηθικό μας σύστημα αλλά και στο σύνταγμα και τους νόμους της πολιτείας μας. Υποθέτω πως δεν υπάρχει αντίρρηση ότι μια θρησκεία του τελευταίου τύπου που πρεσβεύει π.χ. ανθρωποθυσίες, τον βασανισμό ανθρώπων ή ζώων ή τον περιορισμό της ελευθερίας προσώπων, δεν μπορεί να γίνει ανεκτή και δεν μπορεί να επικαλεσθεί την αρχή της ανεξιθρησκείας και την προστασία του συντάγματος για την ελεύθερη άσκησή της.
Εφ’ όσον λοιπόν θεωρούμε τις ηθικές αξίες μας, το πολιτειακό σύνταγμα που βασίζεται σε αυτές και τους νόμους που βασίζονται επάνω στο σύνταγμα ως τους βασικούς πυλώνες της προσωπικής, της κοινωνικής και της πολιτικής μας ζωής, μια θρησκευτική πίστη που αντιτίθεται ριζικά σε όλο αυτό τον τρόπο ζωής δεν είναι μόνο μη αποδεκτή επειδή «δεν μας αρέσει» αλλά επειδή προφανώς σφάλλει. Και σφάλλει διότι θεωρούμε την ηθική βάση της ζωής μας ως αληθή και όχι μόνο ως κάτι που απλά εξυπηρετεί τα στιγμιαία μας συμφέροντα. Από την άλλη μεριά αποδεχόμαστε μια θρησκευτική πίστη όχι μόνο επειδή αυτό μας το επιβάλλει η αξιακή μας βάση αλλά και επειδή κρίνουμε ότι η πίστη αυτή έχει έναν αξιακά ορθό πυρήνα, επειδή προσεγγίζει την αλήθεια.
Η θρησκευτική πίστη λοιπόν έχει μια σχέση με την αλήθεια και ως προς αυτό έχει κάτι κοινό με την γνώση. Σε αντίθεση όμως με την γνώση η σχέση της πίστης με την αλήθεια είναι «πλάγια». Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία ευθεία οδός που συνδέει την αισθητή και νοητή μας πραγματικότητα με το περιεχόμενο της θρησκευτικής πίστης – οποιασδήποτε θρησκευτική πίστης. Η αλήθεια της γνώσης ελέγχεται ευθέως είτε με την αντιπαράθεσή της με την πραγματικότητα: με την παρατήρηση, το πείραμα, την τεχνική εφαρμογή, και την συλλογική και την επικοινωνήσιμη προσωπική εμπειρία, είτε με το λογικό συμπέρασμα, δηλαδή την αναγωγή του περιεχομένου μιας σκέψης σε άλλες αληθείς σκέψεις.
Η αλήθεια της πίστης δεν μπορεί να ελεγχθεί μέσω της παρατήρησης ή του πειράματος γιατί το περιεχόμενό της είναι εξ ορισμού υπερφυσικό και μη παρατηρήσιμο. Όσο και να ερευνήσουμε την φύση και το σύμπαν δεν πρόκειται ποτέ να συναντήσουμε τον Θεό ή τους θεούς, αγγέλους ή δαίμονες, τον παράδεισο, τα Ηλύσια πεδία ή το νιρβάνα και κάτω από την επιφάνεια της Γης θα βρούμε πετρώματα και μάγμα και όχι τα τάρταρα και την κόλαση.
Η αλήθεια της πίστης δεν μπορεί να βασιστεί στην εμπειρία γιατί η θρησκευτική εμπειρία είναι από την φύση της προσωπική και μη επικοινωνήσιμη. Η αναφορά στα θρησκευτικά κείμενα ως βάση εμπειρικής μαρτυρίας και απόδειξης του «ασφαλούς του λόγου» δεν αρκεί για να αναιρέσει το επιχείρημα της απόλυτης ατομικότητας της θρησκευτικής εμπειρίας γιατί η αναγνώρισή τους ως αληθείς μαρτυρίες βασίζεται επάνω στην πίστη, της οποίας είναι μαρτυρίες.
Η αλήθεια της πίστης δεν μπορεί όμως να αποδειχθεί ούτε με την βοήθεια ενός συλλογισμού. Είναι αλήθεια (ιστορική, όχι θρησκευτική), ότι πολλοί προσπάθησαν να δώσουν μια λογική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, όμως όλες αυτές οι αποδείξεις βασίζονται στην ταύτιση του αποδεικτέου – την ύπαρξη του τελειότατου όντος, της μόνης ουσίας ή την ύπαρξη του πρώτου κινούντος – με τον Θεό. Η ταύτιση αυτή όμως βασίζεται στην αλήθεια της πίστης, χωρίς αυτήν την αποδοχή παραμένει λογικά αυθαίρετη.
Πώς μπορούμε λοιπόν να διαχωρίσουμε τις μορφές θρησκευτικής πίστης που ανταποκρίνονται στην αλήθεια από τις εσφαλμένες παραδεχόμενοι το γεγονός ότι η αλήθεια της πίστης δεν είναι προσπελάσιμη ούτε μέσω της εμπειρίας – επιστημονικής και καθημερινής –, αλλά ούτε και με την λογική; Η απάντηση στο αίνιγμα αυτό μας δίνεται με τον ίδιο τρόπο που δίνεται η απάντηση στο ερώτημα από που γνωρίζουμε ότι η αξιακή μας βάση, επάνω στην οποία κρίνουμε την ορθότητα μιας θρησκευτικής πίστης, είναι αληθής και όχι μόνο στιγμιαία επωφελής.
Βρίσκουμε αυτήν την απάντηση επειδή η συνείδηση της ύπαρξής μας μας «πληροφορεί» ότι η ζωή μας δεν έχει μόνο μια χρονική διάσταση αλλά και μια υπερχρονική, μια διάσταση που δεν χαρακτηρίζεται αλλά χαρακτηρίζει την χρονικότητα της ύπαρξής μας: Κάθε άνθρωπος αξιολογεί την ζωή του έχοντας ως κριτήριο το κατά πόσον θα μπορέσει να δώσει μια απάντηση στο ερώτημα «γιατί έζησες έτσι όπως έζησες;» γνωρίζοντας ότι αυτή την ερώτηση δεν του την θέτει ένας άλλος άνθρωπος αλλά η ίδια η ιδέα του ανθρώπου που φέρει μέσα του. Και η απάντηση συμπεριλαμβάνει εκτός από την αναφορά των εμπειρικών λόγων που δικαιολογούν την ζωή του την δήλωση: «επειδή πιστεύω ότι έπραξα το καθήκον μου». Και πιστεύουμε ότι πρέπει να πράξουμε το καθήκον μας επειδή αυτό που επιτάσσει το καθήκον είναι ορθό, και είναι ορθό επειδή είναι αληθές. Και η αλήθεια του καθήκοντος είναι η αλήθεια μιας γνώσης.
Εφ’ όσον λοιπόν η θρησκευτική μας πίστη ανταποκρίνεται στο καθήκον μας ως άνθρωποι είναι αληθής, όποια και αν είναι η εμπειρική έκφρασή της.
Και αυτός είναι ο λόγος που τα Χριστούγεννα δεν είναι μόνο μια γιορτή των χριστιανών αλλά όλων των ανθρώπων.