Η διαχειριστική επιλογή της κυβέρνησης για τους πληγέντες από τις πλημμύρες κατοίκους της Θεσσαλίας να στεγαστούν σε δομές προσφύγων (camps) όχι μόνο επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για εκτοπισμένους πληθυσμούς, αλλά επιβάλλει να ανοίξει άμεσα η συζήτηση για τα μέτρα και τις πολιτικές που τους αφορούν.
Η συζήτηση για τη μετακίνηση των πληθυσμών στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής -παρά τον μικρό αριθμό μοντέλων πρόβλεψης και τις μεθοδολογικές δυσκολίες- έχει αναχθεί σήμερα σε αντικείμενο ουσιαστικού πολιτικού ενδιαφέροντος αλλά και διαμάχης. Μέσα στη συνθετότητα των δυναμικών που αναπτύσσονται στη σχέση ανθρώπινης κινητικότητας-χώρος, ο διάλογος αυτός εκφράζει διαφορετικές προσεγγίσεις όχι μόνο ιδεολογικές αλλά και διαχειριστικών και επιχειρησιακών μέτρων και πολιτικών. Και είναι βέβαιο ότι η συζήτηση θα συνεχιστεί με μεγαλύτερη ένταση, καθώς οι εκτιμήσεις σχετικά με τις αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών που οφείλονται σε κλιματικούς λόγους αποτυπώνονται όλο και υψηλότερες για τα επόμενα χρόνια. Και καθώς βέβαια, οι πολιτικές γραμμές φαίνεται να κατευθύνονται σε μεγαλύτερη πόλωση και σφοδρότερο πόλεμο των lobbies σε ότι αφορά τη λήψη μέτρων και την εφαρμογή πολιτικών (πρόσφατο παράδειγμα η Νομοθεσία για την Αποκατάσταση της Φύσης/Nature Restoration Law), εάν και αρχικά όλοι συμφωνούν ότι το ζήτημα της Κλιματικής Αλλαγής είναι επείγον και χρειάζεται άμεση αντιμετώπιση.
Οι νέες εσωτερικές μετατοπίσεις λόγω καταιγίδων, πλημμυρών, δασικών πυρκαγιών, ξηρασιών και ακραίων θερμοκρασιών έχουν υπολογιστεί παγκοσμίως την τελευταία δεκαετία σε 21,9 εκατομμύρια ετησίως. Στα τέλη του 2019 καταγράφηκαν 50.8 εκατομμύρια εσωτερικά εκτοπισμένων, εκ των οποίων τα 5,1 λόγω φυσικών ή ανθρωπογενών καταστροφών (Internal Displacement Monitoring Centre/IDMC, Norwegian Refugee Council). Η Παγκόσμια Έκθεση για τον Εσωτερικό Εκτοπισμό του 2021 περιλάμβανε ιδιαίτερη εστίαση στον εκτοπισμό λόγω καταστροφών και στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Το 2022 το Διεθνές Παρατηρητήριο για τους Εκτοπισμένους Πληθυσμούς (IDMC), κατέγραψε σε 110 χώρες και εδάφη 71,1 εκατομμύρια εκτοπισμένων, εκ των οποίων τα 8,7 -σε 88 χώρες και εδάφη- εξαιτίας καταστροφών.
Στην Ελλάδα τέτοια συζήτηση δεν υπάρχει, παρόλο που το φαινόμενο επαναλαμβάνεται τα τελευταία χρόνια με την έξαρση των φυσικών φαινομένων, αλλά βέβαια όχι μόνο εξαιτίας τους. Άτομα ή ομάδες ατόμων (κάτοικοι ολόκληρων χωριών και οικισμών) έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις κατοικίες τους ή τον τόπο συνήθους διαμονής τους, ως αποτέλεσμα ή για την αποφυγή των επιπτώσεων φυσικών ή ανθρωπογενών καταστροφών – σύμφωνα με τον ορισμό των εκτοπισμένων πληθυσμών. Και παρόλο που το Διεθνές Παρατηρητήριο για τους Εκτοπισμένους Πληθυσμούς αναφέρει 67,000 εκτοπισμένους στην Ελλάδα το 2021 από τις πυρκαγιές του Αυγούστου εκείνης της χρονιάς (Εύβοια, Βαρυμπόμπη, Βίλια, Κερατέα, και αλλού), ενώ φέτος για τις πλημμύρες στη Θεσσαλία «δίνει» προς το παρόν 90 εκτοπισμένους (στοιχεία 7/9/2023).
Λόγω της φύσης του φαινομένου του εσωτερικού εκτοπισμού, τον πρωταρχικό ρόλο διαδραματίζουν τα κράτη. Έτσι, η διαχειριστική επιλογή της κυβέρνησης για τους πληγέντες κατοίκους της Θεσσαλίας να στεγαστούν σε δομές προσφύγων (camps) όχι μόνο επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για εκτοπισμένους πληθυσμούς αλλά επιβάλλει να ανοίξει άμεσα η συζήτηση για τα μέτρα και τις πολιτικές που τους αφορούν. Και αυτό για πολλούς και εξίσου σημαντικούς λόγους.
Οι αναλύσεις που έγιναν στα χρόνια που μεσολάβησαν από τη μαζική είσοδο προσφύγων στην Ευρώπη το 2015 σχετικά με τη αποτυχία των προσφυγικών camps ως διαχειριστική επιλογή για τους προσφυγικούς πληθυσμούς στην Ελλάδα -αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη- προσέγγισαν το θέμα πολύπλευρα και ίσως τίποτα περισσότερο δεν θα μπορούσε να ειπωθεί. Τα προσφυγικά καμπς στον ευρωπαϊκό χώρο ήταν μία λάθος πολιτική επιλογή και μία τεράστια επιχειρησιακή αποτυχία και η Ελλάδα αποτέλεσε ένα ηχηρό παράδειγμα. Και η διεθνής κατακραυγή που δύσκολα θα σβήσει, για τις συνθήκες που παραβίαζαν μαζί με άλλα δικαιώματα και το δικαιώματα της αξιοπρεπούς διαβίωσης ήρθε να το επιβεβαιώσει. Και μπορεί κάποια να άλλαξαν στα χρόνια που μεσολάβησαν, όμως τα δομικά προβλήματα αυτής της «λύσης» παραμένουν∙ όπως, η χωρική τους απομόνωση, η αποκοπή των κατοίκων σε αυτά από ότι μπορεί να συνιστά σύνδεση με την προηγούμενη ζωή και καθημερινότητα (απώλεια οικείου χώρου), η δυσκολία τους στην άμεση πρόσβαση, επικοινωνία και αλληλεπίδραση με τη ζωή της κοντινότερης τοπικής κοινωνίας και του αστικού ιστού. Και βέβαια και άλλα ζητήματα, που έχουν σημαντικές συνέπειες στην καθημερινή ζωή και την ψυχική υγεία των ανθρώπων που έχουν μόλις επιβιώσει από ένα υψηλής κλίμακας τραυματικό γεγονός και αναγκάζονται να ζήσουν σε ένα καμπ.
Επιπλέον, η πρόκριση μιας προηγούμενης αποτυχημένης διαχειριστικής επιλογής όπως αυτή των προσφυγικών καμπς ως πρώτη από άλλες πιθανές λύσεις, ισχυροποιεί και επεκτείνει τη χρήση τους. Τη μετατρέπει από λύση έκτακτης ανάγκης σε μία παγιωμένη διαχειριστική επιλογή του κράτους. Με λίγα λόγια, την εντάσσει σε μια «κανονικότητα» επιλογών και συνθηκών.
Οι ανακοινώσεις μέτρων για τους πληγέντες που έγιναν και σε αυτήν την περίπτωση δεν διαφέρουν από τις προηγούμενες ανάλογες. Πρόκειται για μέτρα ευκαιριακής και αποσπασματικής μέριμνας, που δεν εντάσσονται σε κανένα πλαίσιο προστασίας ή ευρύτερο σχεδιασμό. Χωρίς να αναγνωρίζεται και να λαμβάνεται υπόψη το καθεστώς ευαλωτότητας τους, μετατρέπονται στην ουσία σε αόρατους πληθυσμούς, οι οποίοι θα ξεχαστούν μετά την απομάκρυνση των τηλεοπτικών καμερών παραμένοντας απροστάτευτοι πληθυσμοί. Και είναι αντιληπτό από όλους ότι, τα ευκαιριακά μέτρα που εφαρμόζονται και τείνουν να παγιωθούν ως τρόπος αντιμετώπισης καθώς επαναλαμβάνονται σχεδόν αυτούσια κάθε φορά, δεν μπορούν να καλύψουν την απουσία ολοκληρωμένων σχεδίων προστασίας και αποκατάστασης της ζωής. Δεν μπορούν δηλαδή να διασφαλίσουν θεμελιώδη δικαιώματα που το κράτος έχει υποχρέωση να διασφαλίζει.
Η νομική και θεσμική ορατότητα των πληττόμενων από την έξαρση των φυσικών φαινομένων στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, είναι απαραίτητη για να καθοριστούν οι αναγκαίοι ανθρώπινοι, θεσμικοί και υλικοί πόροι ώστε να αντιμετωπιστούν οι πληθυσμοί και οι ομάδες αυτές ως έχοντες ανάγκη προστασίας. Εάν αυτό θα γίνει με βάση υπάρχουσες Αρχές, ευρύτερες ερμηνείες ήδη υπαρχόντων κειμένων και Συμβάσεων, τελικά μέσα από soft Law ρυθμίσεις, ή θα παραχθεί νομολογιακά, ή με τη δημιουργία ενός εντελώς νέου νομικού περιβάλλοντος είναι ζητήματα προς διερεύνηση. Όμως η παραδοχή αυτής της αναγκαιότητας, πρέπει να είναι ένα αφετηριακό σημείο στην αντίληψη για την κλιματική αλλαγή, στον σχεδιασμού του Εθνικού Σχεδίου Προσαρμογής, αλλά και τοπικών σχεδίων προστασίας.
Και όπως ορθά υποστηρίζεται, τα όποια Σώματα συμβουλευτικά ή άλλα συγκροτηθούν πρέπει να διέπονται από την αρχή της διεπιστημονικότητας, της συμμετοχής κλάδων και τομέων πολλών και διαφορετικών επιστημονικών πεδίων. Η υπόθεση της Κλιματικής Αλλαγής είναι πολύ μεγάλη και πολύ κρίσιμη για το παρόν και το μέλλον ώστε να γίνει υπόθεση λίγων ή κάποιων.
Ο καθένας γνωρίζει, καθώς εύκολα καταλαβαίνει, ότι το μέγεθος των πρόσφατων καταστροφών (από πυρκαγιές και πλημμύρες) οφείλεται σε ένα πλέγμα αιτιών και ευθυνών, το οποίο δεν μπορεί να μεταφέρεται και να εξαντλείται μόνο με αναφορές στην κλιματική αλλαγή και τη σφοδρότητα των φυσικών φαινομένων ή στη Μεσόγειο ως ένα κλιματικό hot-spot. Υπάρχει η ανθρωπογενής παρέμβαση η οποία αφορά τη στρεβλή σχέση αστικής ζωής και φυσικού, περιαστικού και αστικού περιβάλλοντος και η σχέση αυτή χτίστηκε πάνω σε κακοτεχνίες, αμέλειες, παραλείψεις, σκοπιμότητες. Το μέλλον είναι τώρα και ο καθένας έχει ένα ρόλο να παίξει κυρίως όμως μια ευθύνη να πάρει για το ποια κατεύθυνση θα τραβήξει.