Γράφει ο Νίκος Χειλάς, δημοσιογράφος – Ανάλυση στο Ινστιτούτο ΕΝΑ
Είναι σκληρό καρύδι ο εθνικισμός. Μπορεί η παγκοσμιοποίηση να φθείρει συνεχώς τα εθνικιστικά ανακλαστικά και παρόμοια επίδραση να έχει η κρίση των παραδοσιακών πηγών του: μύθοι καταγωγής, θρησκεία, οικογενειακοί δεσμοί κ.λπ. Όμως η φθορά του έχει επαρκές αντιστάθμισμα: την μπάλα. Στα παιχνίδια των εθνικών ομάδων ποδοσφαίρου ο εθνικισμός ξαναφουντώνει. Οι εικόνες των αφηνιασμένων οπαδών των αντίπαλων εθνικών ομάδων στο Euro 2024 της Γερμανίας (14/6-14/7/2024) επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές.
Το γήπεδο ήταν ανέκαθεν πηγή αστείρευτου εθνικισμού. Όμως, υπό τις συνθήκες της glocalization (παγκοσμιοτοπικοποίησης: αφενός διάδοση της παγκοσμιοποίησης και αφετέρου ενίσχυση της τοπικοποίησης), ο ρόλος του αναβαθμίζεται. Η θέση μου στο παρακάτω σημείωμα είναι ότι ο εθνικισμός εξελίσσεται στο ισχυρότερο (αν και όχι επαρκώς αποτελεσματικό) οχυρό της τοπικοποίησης, με το ποδόσφαιρο ως την τελευταία εναπομείνασα αξιόλογη πηγή (ανα)παραγωγής του. Εξαιρέσεις συνιστούν βέβαια τυχόν πολεμικές απειλές ή κάποιος υποτιθέμενος άμεσος «εθνικός κίνδυνος» (π.χ. το Μακεδονικό), που διεγείρουν πολύ πιο έντονα τα εθνικιστικά ένστικτα από ό,τι οποιοδήποτε άθλημα.
Προς το σκοπό αυτό εξετάζω καταρχάς τους οργανωτικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς που μετατρέπουν ένα φαινομενικά απολίτικο άθλημα σε πρωτεύον πολιτικό και εν συνεχεία εθνικιστικό γεγονός. Στους πρώτους ανήκει η ιδιότυπη συγκρότηση των ποδοσφαιρικών ομίλων ως «κοινοτήτων», στους δεύτερους ο παιδαγωγικός ρόλος του ποδοσφαίρου για τον ανδρικό πληθυσμό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται εις βάρος των γυναικών και άλλων κοινωνικών ομάδων. Στη συνέχεια αναφέρομαι στα χαρακτηριστικά της λεγόμενης «παγκοσμιοποιημένης μπάλας», που είναι ακολούθημα της γενικότερης παγκοσμιοποίησης. Σε συνάρτηση με αυτό, αντιτίθεμαι στην κυρίαρχη άποψη, που λέει ότι η glocalisation συνιστά συμμετρικό φαινόμενο, ότι δηλαδή τα δύο συστατικά της, η παγκοσμιοποίηση και η τοπικοποίηση, αναπτύσσονται ισομερώς. Το αντίθετο συμβαίνει: η αρχική συμμετρία τους παραβιάζεται από καιρό βάναυσα εις βάρος της τοπικοποίησης. Στην πράξη, η αναβίωση της παραδοσιακής κουλτούρας του παιχνιδιού σε τοπικό επίπεδο ως παιχνίδι και όχι εμπόρευμα, που προκύπτει ως αντίδραση προς την παγκοσμιοποίηση, διαβρώνεται μονομερώς από τις πρακτικές της τελευταίας. Με το μοιραίο αποτέλεσμα, όπως αυτό καταγράφεται στα τελικά συμπεράσματα του σημειώματος, ο «τοπικοποιημένος» εθνικισμός στα γήπεδα να αποκτά καινοφανή παγκοσμιοποιημένα χαρακτηριστικά.
Των φιλάθλων οι Κοινότητες
Ποδοσφαιρικός σύλλογος χωρίς δικό του φίλαθλο κοινό δεν νοείται. Παίκτες[1] και οπαδοί συνθέτουν, κατά γενική παραδοχή, ένα οργανικό σύνολο, με την ομάδα ως πυρήνα και τους οργανωμένους και μη οργανωμένους οπαδούς στοιχισμένους γύρω από αυτόν σε επάλληλους κύκλους. Μπορεί σε αυτούς τους κύκλους να ακούγονται συνήθως, όπως και σε κάθε άλλο κοινωνικό υποσύνολο, οι πιο διαφορετικές φωνές: πολιτικές και απολίτικες, αριστερές και δεξιές, ξενόφοβες και μη κ.ο.κ. Όταν όμως πρόκειται για την πίστη προς την ομάδα, η πολυφωνία σιγά. Το γκρουπ μετατρέπεται σε ορκισμένη Κοινότητα, που έχει έναν και μοναδικό στόχο: το καλό και τη νίκη της ομάδας. Αντιλογίες δεν επιτρέπονται, οι αντιλεγόμενοι/νες τιμωρούνται πάραυτα με αποκλεισμό από την Κοινότητα.
Ο Gunter Gebauer προσπαθεί να εξηγήσει αυτή την «ισοπέδωση» των απόψεων στη βάση των αναλύσεων του Ferdinand Tönnies στο βιβλίο Κοινότητα και Κοινωνία. Οι δύο μορφές κοινωνικής οργάνωσης βρίσκονται, σύμφωνα με αυτόν, σε πλήρη ανταγωνισμό. Και αυτός ο ανταγωνισμός ξεσπά και μέσα στα ποδοσφαιρικά κλαμπ. Ο Gebauer γράφει: «Με όπλα όπως ο εθελοντισμός, η αμεσότητα και η συναισθηματικότητα, η Κοινότητα αντιπαρατίθεται στην Κοινωνία, η οποία χαρακτηρίζεται από καταναγκασμό, ορθολογισμό και διαμεσολάβηση» (Gebauer 2006: 104). Από αυτή την αντιπαράθεση βγαίνει νικήτρια, χάρη στη συναισθηματική της υπεροχή, η Κοινότητα – η άμεση, αδιαμεσολάβητη σχέση των μελών προς την ομάδα θριαμβεύει έναντι της έμμεσης, διαμεσολαβημένης, η πίστη έναντι της λογικής.
Πίστη που γρήγορα μετουσιώνεται σε θρησκεία: «Στην Κοινότητα συνενώνονται τα μέλη της σε ένα κοινό Υπερφυσικό Ον, που είναι υψηλότερο και ισχυρότερο από τα ξεχωριστά υποκείμενα. Όποιος ζει εντός των ορίων της Κοινότητας συμμετέχει και σε ένα υπερ-άτομο, που συγκροτεί από κοινού με τους άλλους. Αυτό το υπερατομικό κατασκεύασμα είναι μια από τις βασικές δικαιοδοτικές αρχές της θρησκευτικής ζωής στο ποδόσφαιρο» (Gerke/Mutz 2019: 11). Μια άλλη αρχή είναι η εικόνα της «ιεροσύνης» ή «αγιοσύνης», ενσαρκωμένης από τους 11 παίκτες της ομάδας, όπως αυτή έχει ξεπηδήσει από τη συλλογική φαντασίωση των οπαδών. Η εικόνα αυτή επιβάλλει στους παίκτες να πράττουν επίσης ως ιερά όντα: «Σαν ουράνιες υπερδυνάμεις, που οφείλουν να διεξάγουν νικηφόρες μάχες» (ό.π.: 106).
Η πίστη οδηγεί στην ταύτιση. Η τελευταία δεν είναι κατά κανόνα συνειδητή πράξη, αλλά το αποτέλεσμα «ασυνείδητων παραστάσεων, επιθυμιών και φαντασιών, που προβάλλονται πάνω στο αντικείμενο της ταύτισης» (ό.π.: 11), ήτοι στην (τοπική) ομάδα. Αυτό εκτείνεται, λένε οι Gerke και Mutz, και στη σχέση προς την Εθνική. Εφόσον τα άτομα α) αισθάνονται συνδεδεμένα με μια συλλογικότητα (εν προκειμένω το έθνος) και β) θεωρούν τη σύνδεση αυτή σημαντική, μετατρέπεται η ταύτισή τους με τη συλλογικότητα/έθνος σε κεντρικό χαρακτηριστικό της ταυτότητάς τους (ό.π.: 12). Έτσι γεννιέται ο «εθνικιστής της μπάλας», που είναι ενεργός κυρίως στα στάδια, αλλά, με φθίνουσα ένταση, και έξω από αυτά. Ο εθνικιστής της μπάλας δεν ταυτίζεται με τον «πολιτικό» εθνικιστή, που είναι ήδη προπαρασκευασμένος εκτός γηπέδων, η σύμπραξη των δυο όμως, όπως θα δειχθεί παρακάτω, μπορεί να γίνει χωρίς δυσκολίες.
Ούσες αιρέσεις, οι ποδοσφαιρικές Κοινότητες δεν επιτρέπουν τη διείσδυση ξένων δοξασιών στις γραμμές τους. Η μονομέρειά τους όμως τις κάνει επιρρεπείς σε εκείνα τα (δεξιά ή αριστερά) ιδεολογήματα που αυτοσυστήνονται ως συμπληρώματα των ιδανικών της ομάδας. Πιο πειστικό από όλα αυτά φαντάζει ο εθνικισμός, ο οποίος αφενός δηλώνει απολίτικος και αφετέρου εγείρει την αξίωση να είναι, πάλι κατά τους Gerke και Mutz, η αρμόζουσα ιδεολογική έκφραση της φαντασιακής συνένωσης των πολιτών μιας χώρας σε μια «υπερομάδα», την Εθνική. Οι «Άγιοι» είναι εδώ οι διεθνείς παίκτες. Η ταύτιση μαζί τους είναι συνεπώς ταύτιση με το έθνος και την ιδεολογία του. Το ποδόσφαιρο γίνεται με αυτό ο καλύτερος στρατολόγος του εθνικισμού, ιδίως στις γραμμές εκείνων που μέχρι τότε προσπερνούσαν την πολιτική αδιάφορα. Ο Eric Hobsbawm γράφει σχετικά: «Εκείνο που κάνει το σπορ ως μέσο απόκτησης ενός εθνικού φρονήματος τόσο ανήκουστα αποτελεσματικό είναι ο άκοπος τρόπος με τον οποίο ακόμα και άτομα που δεν ενδιαφέρονται για τις πολιτικές ή δημόσιες υποθέσεις μπορούν να ταυτισθούν με το έθνος, μόλις αυτό συμβολισθεί από επιτυχημένους αθλητές, στο άθλημα των οποίων σχεδόν ο καθένας θα ήθελε μια φορά στη ζωή του να αποδώσει κάτι ιδιαίτερο. Η φαντασιακή Κοινότητα εκατομμυρίων [ανθρώπων] δείχνει να πραγματώνεται σε μια ομάδα από έντεκα παίκτες, που φέρουν όλοι ένα όνομα. Το μεμονωμένο άτομο, ακόμα και αν απλώς ζητωκραυγάζει τους παίκτες, γίνεται και το ίδιο σύμβολο του έθνους» (Hobsbawm 2005: 168).
Συμπερασματικά:
α) Ο δρόμος προς τον «εθνικισμό της μπάλας» περνά μέσα από τις κοινότητες των (ιδιωτικών) συλλόγων. Σε αυτές γίνεται η προπαρασκευή των μελών τους σε πιστούς, που υπακούουν στη συνέχεια εύκολα, μέσω της εθνικής υπερομάδας, στα κελεύσματα του εθνικισμού.
β) Ο εθνικισμός στις διεθνείς συναντήσεις ενός συλλόγου είναι άλλης, «κατώτερης», τάξεως από ό,τι εκείνος στους αγώνες της Εθνικής. Κι αυτό τόσο επειδή περιορίζεται στους οπαδούς του όσο και επειδή το πρωτεύον μοτίβο των τελευταίων είναι το οπαδικό, όχι το εθνικό. Μόνο στους αγώνες της Εθνικής υπάρχει ταύτιση σκοπών (νίκη της ομάδας ίσον νίκη της Εθνικής) και συστράτευση των οπαδών όλων των συλλόγων πίσω της. Ο ολοκληρωμένος και πούρος εθνικισμός της μπάλας είναι παράγωγο της υπερομάδας, όχι της ομάδας.
Ο εθνικισμός είναι, σύμφωνα με τον Ernest Gellner, εκείνος που δημιουργεί το έθνος-κράτος (Gellner 1992:7), όχι αντιστρόφως. Αυτό δεν εμποδίζει την κρατικοποίησή του. Η έπαρση της εθνικής σημαίας και η ανάκρουση του εθνικού ύμνου πριν από την έναρξη των αγώνων, οι στα εθνικά χρώματα βαμμένες αμφιέσεις των παικτών, οι εθνικιστικές παρόλες, όπως και η παρουσία κρατικών αξιωματούχων στις εξέδρες, είναι μερικά από τα κρατικά χαρακτηριστικά του, τα οποία, λόγω της συστηματικής επανάληψής τους, εμφανίζονται ως κρίκοι μιας αδιάσπαστης αλυσίδας. Στα γήπεδα ο εθνικισμός εκδηλώνεται με τις πιο διαφορετικές μορφές: Ως εθνικισμός της μπάλας, επιθετικός (πολιτικός) εθνικισμός, «πράος» πατριωτισμός κ.ο.κ.[2] Η μόνιμη παρουσία του δείχνει ότι έχει έρθει για να μείνει. Όχι επειδή δεν είναι ιστορικά εφήμερο φαινόμενο. Αλλά επειδή εξυπηρετεί σήμερα, περισσότερο από καθετί άλλο, τόσο την ανάγκη σταθεροποίησης του εθνικού κράτους σε ένα όλο και πιο ρευστό διεθνές περιβάλλον, όσο και των αρρένων φιλάθλων, που, μην έχοντας αξιόλογες εναλλακτικές λύσεις, καταφεύγουν σε αυτόν σαν το έσχατο ισχυρό αμυντικό όπλο κατά της παγκοσμιοποίησης.
Σοβαρό παιχνίδι, όχι κλοτσοπατινάδα
Το ποδόσφαιρο είναι αντρική επινόηση, που υπηρετεί προδήλως τις εξουσιαστικές βλέψεις του αντρικού φύλου. Σαν τέτοιο είναι αποτύπωμα μιας «σοβαρής ζωής» (Giulanotti/Robertson 2004) που συμβάλλει, σύμφωνα με τον Πιερ Μπουρντιέ, στη ρύθμιση της κοινωνικής ζωής κατά το πατριαρχικό πρότυπο. Η μπάλα είναι μεν παιχνίδι, «αλλά πάντα και κάτι παραπάνω· είναι ένα σοβαρό παιχνίδι, η σοβαρότητα του οποίου συνίσταται στη λειτουργία του σύμφωνα με κανόνες που έχουν επιμέρους ισχύ και εκτός του αθλήματος» (Meuser 2008: 113).
Εδώ θα γίνει αναφορά μόνο σε δύο (τους κυριότερους) από αυτούς τους κανόνες. Ο πρώτος είναι η παραγωγή και σκηνοθεσία του ανδρισμού. Ο Meuser παραπέμπει σε ορισμένους χαρακτηριστικούς ορισμούς του: «Αρένα του ανδρισμού», «ανδρική κοσμοθεώρηση», «ενσάρκωση της ανδροπρέπειας», «οχυρό του ανδρισμού», «τελετουργική εισαγωγή στον ανδρισμό».
Σε ένα τέτοιο σκηνικό δεν χωράνε γυναίκες. Η συνέπεια είναι ο εξορισμός τους από τα γήπεδα: «Τα αγόρια θεωρούν το ποδόσφαιρο ανδρικό στεγανό και το υπερασπίζονται με όλα τα μέσα κατά της συμμετοχής των κοριτσιών. Αντιστρόφως, τα κορίτσια επιβεβαιώνουν, με την επιθυμία τους για σύμπραξη, στα αγόρια ότι εκείνα κατέχουν ένα πολύτιμο αγαθό. Το “border work” (εδώ: διαχωριστική γραμμή) είναι διαποτισμένο από την πολιτιστική ιεραρχία των φύλων» (ό.π.: 117).
Το αποκορύφωμα του ανδρισμού είναι, σύμφωνα με την R.W. Connel, ο «ηγεμονικός ανδρισμός», ο οποίος αποκλείει από το ποδόσφαιρο, εκτός από τις γυναίκες, και όλους τους άνδρες που δεν είναι ετερόφυλοι ή άτομα που έχουν «εγκάρσια» έμφυλα χαρακτηριστικά (ό.π.: 117). Ένας τέτοιος καθαρός «ανδρικός ανδρισμός» παράγει μια ιεραρχία και εντός του αντρικού φύλου.
Αυτός ο κανόνας ακολουθείται πιστά από όλους τους παίκτες, επαγγελματίες και ερασιτέχνες. Για αυτούς το ποδόσφαιρο αποτελεί άβατο, στο οποίο οι γυναίκες και οι μη ετερόφυλοι άνδρες αποκτούν πρόσβαση τότε μόνο, αν αποδεχθούν προηγουμένως τους αντρικούς κανόνες – όταν δηλαδή δέχονται να παίζουν σαν «ανδρικοί άνδρες» και να υποτάσσονται στους θεσμούς και τις τελετουργίες τους.
Ο δεύτερος κανόνας είναι η διαπαιδαγώγηση των αγοριών σε δύο δεξιότητες που είναι απαραίτητες για την επιβίωση στην καπιταλιστική κοινωνία: την αλληλεγγύη και τον ανταγωνισμό. Την πρώτη την ασκούν προς όφελος της ομάδας, τη δεύτερη ενάντια στις αντίπαλες ομάδες. Όσο περισσότερη η άσκηση στο γήπεδο, τόσο καλύτερες και οι προοπτικές για πρόοδο στην επαγγελματική και κοινωνική ζωή.[3]
Τέτοιοι κανόνες αντίκεινται στη βασική ιδέα κάθε γνήσιου παιχνιδιού – την ελεύθερη και απελευθερωτική κίνηση για όλες και όλους. Το σημερινό ποδόσφαιρο πάσχει από ανελευθερία, ήτοι από τη χρήση του ως εξουσιαστικού εργαλείου προς όφελος των αντρών. Αυτό δεν έχει καταρχάς σχέση με τον εθνικισμό. Ποδόσφαιρο και έθνος έχουν όμως μια δομική ομοιότητα: τον αποκλεισμό του άλλου – τον αποκλεισμό της άλλης ομάδας στο παιχνίδι, του μη ομοεθνούς από την εθνική κοινότητα. Η μοιραία αλληλουχία: αποκλείοντας τους «αλλόφυλους», το ποδόσφαιρο διεγείρει, ιδίως στους αγώνες των Εθνικών, και το μηχανισμό αποκλεισμού των «αλλοεθνών». Το πέρασμα από την πατριαρχική ιδεολογία στην εθνικιστική δεν γίνεται βέβαια αυτόματα, όμως η κοινή αρχή του αποκλεισμού του άλλου, καθώς και οι οικονομικοί καταναγκασμοί που επικρατούν στην εποχή της παγκοσμιοποίησης διευκολύνουν αφάνταστα, όπως θα δειχθεί παρακάτω, την πραγμάτωσή του.
Πολιτική οικονομία ή ο δωδεκάλογος της παγκοσμιοποιημένης μπάλας
Κάθε ανταγωνιστική κοινωνία έχει και τα ανταγωνιστικά της αθλήματα. Στον καπιταλισμό το πιο δημοφιλές από αυτά είναι το ποδόσφαιρο. Στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, που πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο ανταγωνισμός πήρε, μέσω της διείσδυσης του χρηματιστικού κεφαλαίου σε όλους τους πόρους της κοινωνικής ζωής, ξέφρενη και επιμέρους εικονική μορφή. Αυτό ισχύει και για το ποδόσφαιρο. Πολλές Ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρίες (ΠΑΕ), που έχουν μετατραπεί σε διεθνικούς ομίλους (TNCs), κάνουν μπίζνες γιγαντιαίων διαστάσεων σε όλη την υφήλιο: Στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία αντιστοιχεί η παγκοσμιοποιημένη «μπάλα», που δεν παίζεται μόνο στα γήπεδα αλλά, με τη μορφή ποδοσφαιρικού κρυπτονομίσματος, «κρυπτομπάλας», παίζεται και στα χρηματιστήρια και στους άλλους θεσμούς του «καπιταλισμού του καζίνου». Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του μεταλλαγμένου ποδοσφαίρου, που προσιδιάζουν αρχικά στις TNCs, είναι:
Παγκοσμιοποιημένη αγορά. Παίκτες και παίκτριες, ομάδες, τόποι διεξαγωγής των αγώνων κ.λπ. έχουν γίνει εμπόρευμα, εν μέρει μάλιστα χρηματιστικό, που κυκλοφορεί σε κάθε γωνιά του κόσμου. Αυτό οδηγεί σε νέους τύπους σύνθεσης των ομάδων, που δεν έχουν καμιά σχέση με την έδρα ή την εθνικότητά τους. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, η πρώτη ενδεκάδα πολλών ομάδων της Premier League αποτελείται κατά το πλείστο από αλλοδαπούς, ενίοτε μάλιστα μόνο από αυτούς.
Ενσωμάτωση μη ντόπιων παικτών. Η πρόσληψη παικτών με μεταναστευτική προέλευση στην Εθνική, που αρχικά ήταν ανεπιθύμητη, αποδείχθηκε άκρως επιτυχής. Χάρη σε αυτήν ορισμένες χώρες μπόρεσαν να κερδίσουν παγκόσμια πρωταθλήματα – η Γαλλία το 1998 και το 2018, η Γερμανία το 2014. Σήμερα μόνο αμετανόητοι ξενοφάγοι αμφισβητούν τη χρησιμότητά της.[4]
Οπτικοακουστικοποίηση. Χάρη στη αναμετάδοσή τους από μέσα μεγάλης εμβέλειας (τηλεόραση, livestreaming κ.λπ.), ακόμα και αγώνες δεύτερης και τρίτης κατηγορίας αναβαθμίζονται σε παγκόσμιο θέαμα. Το βασικό κίνητρο γι’ αυτό δεν είναι βέβαια οι ανάγκες των θεατών αλλά οι εισπράξεις από διαφημίσεις και στοιχήματα.
Μετa-αποικιοκρατία. Οι νεο-αποικιοκράτες είναι στην προκείμενη περίπτωση οι «big five», οι πέντε ισχυρότερες ποδοσφαιρικές χώρες της Ευρώπης (Ισπανία, Ιταλία, Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία), που επιβάλλουν από θέση ισχύος τους όρους τους στα κράτη του «παγκόσμιου Νότου»: κανόνες, αξίες, νοοτροπίες, συμφέροντα.
Εσωτερική αποικιοκρατία. Αυτή προκύπτει από τη μονοπωλιακή θέση των 4-5 διεθνικών ομίλων (TNCs) έναντι όλων των άλλων ομάδων στις χώρες με αναπτυγμένη ποδοσφαιρική βιομηχανία.
Διαπλοκή με τη βιομηχανία αθλητικών ειδών. Πολυεθνικές φίρμες όπως η αμερικανική Nike και η γερμανική Adidas, που είναι βασικοί χορηγοί πολλών TNCs, συμμετέχουν ενεργά στον καθορισμό των στρατηγικών τους.
Κρατικός παρεμβατισμός. Η κυβέρνηση καθορίζει τη νομοθεσία στον αθλητικό χώρο, χρηματοδοτεί την κατασκευή αθλητικών και βοηθητικών υποδομών (δημόσιων σταδίων, δρόμων που οδηγούν σε αυτά, πάρκινγκ κ.ο.κ.), διατηρεί σχέσεις με τις διεθνείς ομοσπονδίες ποδοσφαίρου (FIFA, UEFA κ.λπ.) και συμμετέχει στη διοργάνωση διεθνών τουρνουά (Euro, Ολυμπιακοί Αγώνες κ.ο.κ.). Επιπλέον, επιβάλλει την εθνική ιδεολογία με τα αντίστοιχα σύμβολα στους αγώνες της Εθνικής.
Νεοφεουδαρχία. Τα απίστευτα προνόμια που απολαμβάνουν η FIFA, η UEFA και οι ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες των άλλων ηπείρων της γης. Σε αυτά συγκαταλέγονται η απαλλαγή από τη φορολογία, οι αστρονομικές αποζημιώσεις, τα δωρεάν ταξίδια και η διαμονή των στελεχών τους σε ξενοδοχεία πολυτελείας. Όχι τυχαία πολλοί μιλούν για ένα «νεοφεουδαρχικό» σύστημα που ασκεί δικτατορικές εξουσίες στο χώρο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου
Νεοπατριαρχία. Παρά τα πολλά μέτρα και τις συνεχείς καμπάνιες εναντίον των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών, η πατριαρχία ζει και βασιλεύει στο μοντέρνο ποδόσφαιρο. Τα μέτρα των ομοσπονδιών υπέρ των γυναικών δεν αλλάζουν ουσιαστικά την υποδεέστερη θέση τους.
Δύναμη και αδυναμία των οπαδών. Δύο ντουζίνες συλλόγων-μαμούθ (Ρεάλ Μαδρίτης, Μπαρτσελόνα, Μπάγερν Μονάχου, Άρσεναλ κ.λπ.) έχουν εκάστη εκατοντάδες χιλιάδες οργανωμένους οπαδούς σε όλες τις περιοχές του πλανήτη. Από αυτούς μόνο μια μειοψηφία είναι εγκατεστημένοι στην έδρα και στα πέριξ των συλλόγων. Και από τους τελευταίους, πάλι, μόνο μικρό μέρος, οι λεγόμενοι «ούλτρας», τα οργανωμένα μαχητικά μέλη, είναι σε θέση να ασκήσουν, μέσω κινητοποιήσεων, επιρροή στην ηγεσία των ομάδων. Αλλά και αυτή η επιρροή φθίνει στο βαθμό που οι TNCs περνούν στα χέρια ανώνυμων και απρόσιτων ξένων επενδυτών. Η τάση της μεταβολής των fan, των πάλαι ποτέ ενεργών οπαδών, σε fellow, σε παθητικούς συνοδοιπόρους, γίνεται έτσι πιο αισθητή από χρόνο σε χρόνο.
Παγκόσμια δράση, τοπική αντίδραση. Ουδέν κακόν αμιγές καλού: Η παγκοσμιοποίηση έχει ως θετική αντίδραση την επιστροφή στις παραδοσιακές μορφές οργάνωσης των τοπικών κοινοτήτων και στις αξίες (φρένο στην εμπορευματοποίηση, αλληλεγγύη κ.λπ.) που τις συναποτελούν. Από αυτό προκύπτει μια δίδυμη έννοια, η παγκοσμιοτοποποίηση, η συνάφεια του παγκόσμιου διαδικτύου με τις ανταγωνιστικές προς αυτό τοπικές κοινωνίες.
Εθνικιστική έξαρση στα γήπεδα. Αυτή είναι η πιο χτυπητή αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση. Ο εθνικισμός, όπως αναφέρθηκε ήδη, λειτουργεί εδώ ως το κυριότερο αμυντικό όπλο στη μάχη κατά της ισοπεδωτικής τάσης του νεοφιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού, που, με μοντέλο τους διεθνικούς ομίλους (TNCs), αποβλέπει, στη βάση χρηματικών και χρηματιστικών κριτηρίων, στην άρση –ή τουλάχιστον στην άμβλυνση– των παραδοσιακών αξιών των εθνικών και τοπικών Κοινοτήτων.
Οι εθνικές ομάδες δεν είναι βέβαια TNCs. Οι πρώτες είναι εκτός αγοράς, οι δεύτερες εντός. Τα χαρακτηριστικά των τελευταίων όμως, όπως αυτά καταγράφονται στον παραπάνω δωδεκάλογο, σφραγίζουν τη συνολική εικόνα του ποδοσφαίρου. Οι Εθνικές δεν μένουν ανεπηρέαστες από αυτό. Εξάλλου, ορισμένα παγκοσμιοποιημένα χαρακτηριστικά, όπως ο κρατικός παρεμβατισμός, η εκμετάλλευση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων και της διαφήμισης, οι σε χρόνο-ρεκόρ «εθνικοποιήσεις» παικτών άλλης εθνικότητας, η μεταφορά διεθνών ποδοσφαιρικών αναμετρήσεων σε τρίτες χώρες, ο συγχρωτισμός με τους σπόνσορες, η νεοπατριαρχία, η νεοφεουδαρχία κ.λπ. αποτυπώνονται άμεσα και σε αυτές. Από αυτή την άποψη, είναι κι αυτές παράγωγα του παγκοσμιοποιημένου ποδοσφαίρου. Κι αυτό αποτυπώνεται και στην ισχυροποίηση της εθνικιστικής ιδεολογία τους, που αποτελεί μεν ανάχωμα στην παγκοσμιοποίηση, αλλοιώνεται όμως όλο και πιο πολύ από την τελευταία.
Στον αστερισμό της παγκοσμιοτοπικοποίησης (Glocalization)
Ο εθνικισμός δεν είναι μοίρα[5]. Είναι ιστορικό φαινόμενο και σαν τέτοιο θα καταλήξει κι αυτό κάποτε στα αζήτητα της ιστορίας. Το ίδιο ισχύει και για τον ποδοσφαιρικό εθνικισμό, που είναι παράγωγο του πρώτου. Στην εποχή μας ο τελευταίος γνωρίζει πάντως πρωτόγνωρη ακμή, παρά το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση θα έπρεπε βασικά να μετριάσει την ισχύ του. Η έννοια-κλειδί για την κατανόηση αυτού του παράδοξου φαινομένου λέγεται, όπως αναφέρθηκε ήδη, παγκοσμιοτοπικοποίηση (Giulianotti/Robertson 2009: Xv): η ιδιότυπη προβολή/αποτύπωση της παγκοσμιοποίησης στις τοπικές κοινωνίες. Η τοπικοποίηση έχει, πρώτον, ένα πολιτισμικό και, δεύτερον, ένα ιδεολογικό πρόσημο. Το πρώτο δείχνει την επιστροφή του αθλήματος στην αρχική του ρίζα – το (μη εμπορευματοποιημένο) παιχνίδι× το δεύτερο τη θωράκιση του τοπικισμού έναντι της κοσμοπολίτικης ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης μέσω της προσφυγής στον εθνικισμό. H Gabrielle Klein συνοψίζει αυτή την εξέλιξη ως εξής: η τοπικοποίηση εξηγείται με το φόβο ότι η παγκοσμιοποιημένη αγορά θα καταστρέψει τις τοπικές ιδιομορφίες με τους προσιδιάζοντες σε αυτές πολιτισμικούς κώδικες, όπως η αλληλεγγύη κ.λπ. (Klein 2008: 35) Ο εθνικισμός λειτουργεί έτσι ως ταυτοτικός μηχανισμός με κύριο μέσο το ποδόσφαιρο, ως τον πολιτιστικό θεσμό που έχει σχεδόν καθολική αποδοχή.
Υπάρχουν πολυάριθμες εμπειρικές μελέτες που επιβεβαιώνουν την προσέγγιση της Klein. Εδώ θα περιοριστούμε στην αναφορά της τουρκικής περίπτωσης. Περιγράφοντας τη δραματική αλλαγή του εθνικισμού στο τουρκικό ποδόσφαιρο, ο John Konuk Blasing διαπιστώνει: Ο εθνικισμός αυτός, που «αναπτύχθηκε καταρχάς ως απάντηση στον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό προς τα τέλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, εκπροσωπεί σήμερα ένα πολιτιστικό πεδίο που είναι αντιμέτωπο με μια νέα παραλλαγή του παγκοσμιοποιημένου ιμπεριαλισμού που στηρίζεται στις πολυεθνικές εταιρίες». Ο Blasing δείχνει ότι ο εθνικισμός αυτός, που περνάει καταρχάς από τους συλλόγους για να διαχυθεί κατόπιν στην Εθνική, αποτελεί βάλσαμο για τις ψυχές των θεατών, χάρη στο συνδυασμό της παραδοσιακής με τη σύγχρονη προοδευτική κουλτούρα. Γράφει: «Πέρα από τις αναφορές σε εθνικές επετείους […], οι οπαδοί αναφέρονται, επίσης, σε αποθανούσες προσωπικότητες του πολιτισμού, όπως ο ποιητής Ναζίμ Χικμέτ, ο μυθιστοριογράφος Γιασάρ Κεμάλ, ο ηθοποιός Κεμάλ Σουνάλ ή ο τραγουδιστής Μουσλούμ Γκουρσές […]. Η Μπεσίκτας ανάρτησε κάποτε ένα ξακουστό πανό στη μνήμη του Μουσλούμ Γκουρσές, ενώ πολλοί θεατές τραγουδούσαν «Πιστέψτε, φίλοι, πιστέψτε/θα δούμε καλύτερες μέρες, ηλιόλουστες μέρες» – τραγούδι βασισμένο σε ένα ποίημα του Ναζίμ Χικμέτ, που δανείστηκαν και πολλοί άλλοι σύλλογοι» (Blasing 2020: 298). Τέτοια παραδείγματα δείχνουν ότι ο εθνικισμός αυτός είναι πολιτισμικά ριζωμένος και συντηρεί τη συλλογική μνήμη του έθνους, προωθώντας την τουρκική ιστορία και κουλτούρα εις βάρος της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης.[6]
Ο Blasing διαπιστώνει ωστόσο ότι ο σύγχρονος εθνικισμός της μπάλας δεν βρίσκεται πλέον στο ύψος του παλιού. Η παγκοσμιοποίηση διαβρώνει τις αξίες του: «Ενώ οι οπαδοί βλέπουν εαυτούς ως μια μεγάλη οικογένεια που εκπροσωπεί την εντοπιότητα και το έθνος, η εμπορευματοποίηση του σταδίου απειλεί σιγά σιγά αυτές τις ταυτότητες και τα συναφή συναισθήματα αλληλεγγύης» (ό.π.: 10).
Η ισχυροποίηση του εθνικισμού, ιδιαίτερα στα ματς των εθνικών ομάδων, είναι όντως στις περισσότερες χώρες γεγονός. Το περιεχόμενό του γίνεται όμως για τους θεατές όλο και πιο ασαφές. Είναι όντως δύσκολο να ταυτισθεί κανείς σήμερα πραγματικά με ένδεκα «αγίους» για τους οποίους ξέρεις ότι εμπνέονται, πριν από όλα, από τις χορηγίες της Νike και της Coca Cola και από την άνοδο της τιμής τους ως εμπόρευμα στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο και όχι από κάποια πατριωτικά ιδεώδη. Οι «άγιοι» χάνουν την «αγιοσύνη» τους στο βαθμό που αποδέχονται τα στάνταρ της παγκοσμιοποίησης. Αν αυτό αποδυναμώνει τον εθνικισμό, είναι ανοικτό θέμα. Σίγουρα όμως τον νοθεύει. Ο εθνικισμός που στηριζόταν στην «ιδεαλιστική», ήτοι: μη συμφεροντολογική, στάση έναντι του έθνους (χωρίς αυτό να απέκλειε χρηματικές και άλλες «επιβραβεύσεις» – το αντίθετο μάλιστα) αποτελεί παρελθόν. Σήμερα στρέφεται μεν κατά της παγκοσμιοποίησης, η τελευταία φροντίζει όμως να αλλοιώσει το προφίλ του εμφυτεύοντας στο DNA του τα δικά της χαρακτηριστικά.
Συμπεράσματα
Από τις προηγούμενες αναλύσεις εξάγεται:
Α. Ο εθνικισμός δεν είναι σύμφυτος με το ποδόσφαιρο. Διεισδύει όμως άνετα σε αυτόν, επειδή τα δύο φαινόμενα διαθέτουν θεμελιακές δομικές ομοιότητες, με κυριότερες:
- τον μονομερή χαρακτήρα της ιδεολογίας τους, που δεν επιτρέπει την παραμικρή «αιρετική» απόκλιση
- τον επίσης «μονοκόμματο» τρόπο οργάνωσής τους ως (θρησκευτικού τύπου) Κοινότητες
- την καλλιέργεια της αλληλεγγύης ανάμεσα στα μέλη της Κοινότητας (τοπικής ή εθνικής) και παράλληλα τον αποκλεισμό του «άλλου» από τις γραμμές της.
Αυτές οι δομικές ομοιότητες τους επιτρέπουν να λειτουργούν, εφόσον δοθεί το κατάλληλο έναυσμα, σαν συγκοινωνούντα δοχεία.
Β. Η διείσδυση του εθνικισμού στο ποδόσφαιρο γίνεται μέσω του μηχανισμού της ταύτισης των φιλάθλων με το έθνος. Αυτό διευκολύνεται από το γεγονός ότι οι ποδοσφαιρόφιλοι είναι ήδη κατάλληλα προπαρασκευασμένοι στις Κοινότητες των συλλόγων τους, όπου ταυτίζονται με τα ιδεώδη της ομάδας μέσω θρησκευτικού τύπου τελετουργιών. Η εν συνεχεία ταύτισή τους με την Εθνική περνάει μέσα από την αναγνώριση της τελευταίας ως υπερομάδας και του εθνικισμού ως της προσήκουσας υπεριδεολογίας. Στην ταύτιση αυτή παίζει αποφασιστικό ρόλο και το κράτος, το οποίο χρηματοδοτεί και σκηνοθετεί τους αγώνες της Εθνικής ως «εθνικά» γεγονότα, δηλαδή ως τέτοια που πρέπει να υποστηρίζονται τυφλά και ασυζητητί από όλα τα μέλη του κράτους-έθνους.
Γ. Ο «εθνικισμός της μπάλας» έχει όρια. Σε κάθε περίπτωση δεν συγκρίνεται με την εθνικιστική υστερία, που εκδηλώνεται όταν υπάρχει πολεμική αιτία και αφορμή. Μια έρευνα των Markus Gerke και Michael Mutz στη Γερμανία σχετικά με τις επιπτώσεις του Euro 2016 στη «γερμανική ψυχή» απέδωσε ότι α) μόνο το 15% των θεατών ενεργούσαν ως φανατικοί «πατριώτες της μπάλας» και β) η πατριωτική τους έξαρση είχε καταλαγιάσει σχεδόν πλήρως δύο μήνες μετά το τουρνουά (Gerke/Mutz 2019: 156 f.).
Τα όρια του εθνικισμού τα βάζει το ίδιο το ποδόσφαιρο. Σε αυτό το παιχνίδι «ο στόχος δεν είναι η εξόντωση, αλλά η ήττα του αντιπάλου», λέει ο ανθρωπολόγος Claus Leggewie (Leggewie 2010). Τυχόν εξόντωση θα έβαζε τέρμα στη συνέχιση/επανάληψη του παιχνιδιού και στο εν γένει ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι – θα έθετε δηλαδή υπό αίρεση και την υπόσταση του νικητή. Αυτό υποχρεώνει κάθε ομάδα να ενδιαφέρεται για την επιβίωση –αν όχι και για την καλή διατήρηση– της αντιπάλου. Κι αυτό επιτυγχάνεται μέσω της μετατροπής μιας αρχικά άναρχης σύγκρουσης σε «ευγενή άμιλλα»: σε παιχνίδι με κανόνες, ηθικούς περιορισμούς κ.λπ., όπως αυτοί ορίζονται από το fair play.
Τα παραπάνω όρια κινδυνεύουν βέβαια να υπερπηδηθούν σε περίπτωση πρόσμιξης του πατριωτισμού της μπάλας με τον πολιτικό εθνικισμό, δεδομένου ότι ο τελευταίος αντιτίθεται στην οικουμενική ιδέα της συμπερίληψης (μέσω της «ευγενούς άμιλλας»), που επιβάλει ο πρώτος. Όμως κι εδώ η βία, που ενίοτε ξεσπάει, παραμένει υπό έλεγχο. Υπάρχει μια μοναδική περίπτωση στην ιστορία, που η αντιπαράθεση στο γήπεδο προκάλεσε στρατιωτική σύρραξη – τον λεγόμενο «πόλεμο των εκατό ωρών» μεταξύ της Ονδούρας και του Ελ Σαλβαδόρ τον Ιούλιο του 1969, η πραγματική αιτία του οποίου δεν ήταν όμως ποδοσφαιρική, αλλά πολιτική: η ανεπιθύμητη για την κυβέρνηση της Ονδούρας παραμονή στο έδαφός της εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων από το Ελ Σαλβαδόρ.[7]
Δ. Η παγκοσμιοτοπικοποίηση (glocalization) έχει επίσης όρια. Αυτά τα βάζει όμως μονομερώς η παγκοσμιοποίηση, που έχει απεριόριστο βεληνεκές, μπορεί δηλαδή να εισβάλει, παρά τις όποιες αντιστάσεις, στις τοπικές κοινωνίες. Το ίδιο δεν συμβαίνει με τις τελευταίες – αυτές, εκτός του ότι είναι ευάλωτες, αδυνατούν να επηρεάσουν καταστάσεις εκτός των συνόρων τους. Η εικόνα του σημερινού ποδοσφαίρου γίνεται έτσι όλο και πιο ασύμμετρη: Έχουμε αφενός μια όλο και μεγαλύτερη διάδοση των νεοφιλελεύθερων χαρακτηριστικών του σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της Γης× και αφετέρου μια αντίσταση των τοπικών κοινωνιών εναντίον τους, συμπεριλαμβανόμενης της ισχυροποίησης του εθνικισμού, που αναδεικνύεται στο ισχυρότερο ανάχωμα κατά της παγκοσμιοποίησης. Τελικά βέβαια ούτε κι αυτό κατορθώνει να ανακόψει αποτελεσματικά την πλημμυρίδα της παγκοσμιοποίησης. Η τελευταία απλώς «δεν παίζεται». Το αποτέλεσμα είναι μια τοπικοποίηση light, που επιτρέπει στην παγκοσμιοποίηση να βάζει όλο και στενότερα όρια στην επίδραση του «πατριωτισμού της μπάλας».
Ε. Ο εθνικισμός επιτελεί στο ποδόσφαιρο διπλή λειτουργία. Από τη μια δίνει ένα σταθερό ιδεολογικό στήριγμα στο κοινό του και από την άλλη προμηθεύει το κράτος με την απαραίτητη για τη διατήρησή του ιδεολογική συνεκτική ύλη. Την εποχή της παγκοσμιοποίησης, όταν δηλαδή τα παραδοσιακά του μετερίζια αρχίζουν να καταρρέουν, το ποδόσφαιρο γίνεται η κύρια πηγή της (ανα)παραγωγής του σε μαζική κλίμακα – και λόγω του μεγάλου αριθμού των οπαδών του[8] και λόγω της τακτικής επανάληψης των αγώνων. Αυτό εξηγεί και τη συστηματική παρέμβαση του κράτους, που, για λόγους αυτοσυντήρησης, δίνει στην πολιτική του αθλήματος –από τη νομοθεσία ως την κατασκευή των υποδομών– φανερή προτεραιότητα. Με πρωτεύοντα στόχο φυσικά όχι την ικανοποίηση των αθλητικών αναγκών του κοινού, αλλά την ιδεολογική του χειραγώγηση.
Διπλοπρόσωπο ποδόσφαιρο
Έχει δύο πρόσωπα το ποδόσφαιρο, ένα θεατό και ένα αθέατο. Το ένα, το θεατό στη δημοσιότητα, είναι κυριολεκτικά «αρρενωπό» – το πρόσωπο του «ανδρικού άνδρα», όπως αυτό σχηματοποιείται ως εμπορικό προϊόν υπό καπιταλιστικές συνθήκες. Το άλλο, το αθέατο, είναι το «χόμπι» εκείνων που παίζουν μόνο για τη χαρά του παιχνιδιού – χωρίς συγκεκριμένο ιδιοτελή σκοπό (νίκες, βαθμολογίες, στοιχήματα κ.λπ.). Για το σπορ γενικά, συμπεριλαμβανομένου του ποδοσφαίρου, ο George Orwell βρίσκει τα χειρότερα δυνατά λόγια. Το σπορ, συνοψίζει, είναι «πόλεμος χωρίς πυροβολισμούς» (Orwell 1945). Στον αντίποδά του βρίσκεται ο ανθρωπολόγος Johan Huizinga, που το βλέπει σαν θεμελιώδη πολιτισμική κατάκτηση και ως ίδιον του Homo Ludens, του «πρωτανθρώπου», που παίζει προς χάρη του παιχνιδιού, από έμφυτη ανάγκη.
Ως παιχνίδι το ποδόσφαιρο είναι κουλτούρα. Όχι όπως η κλασική: Πρόκειται, εξηγεί ο Gunter Gebauer, για «χαμηλή κουλτούρα», για «άφωνη διαμαρτυρία εναντίον της λόγιας κουλτούρας» (Gebauer 2006: 33). Σε κάθε περίπτωση όμως, κάθε παιχνίδι στο γήπεδο (όχι στην τηλεόραση) έχει πάντα κάτι το μοναδικό, όπως αυτό ξεπηδά, σύμφωνα με την ορολογία του Walter Benjamin, από το ανεπανάληπτο «εδώ» και «τώρα», κάτι που το καθιστά «πρωτότυπο», το αναβιβάζει δηλαδή από απλό κουλτουριάρικο συμβάν σε έργο τέχνης. Στο στάδιο οι θεατές συνεπαίρνονται από την καλλιτεχνική αύρα ενός γεγονότος που, σε αναλογία με φυσικά φαινόμενα, έχει «την εμφάνιση ενός μακρινού τόπου, όσο κοντά αυτός και να είναι» (Benjamin 1936-1939/2002: 354). Η ταπεινή «κλοτσοπατινάδα» πάνω στο γκαζόν μετράει γι’ αυτούς εξίσου με έναν πίνακα του Pablo Picasso ή με ένα φιλμ του Luis Bunuel – χώρια που συμμετέχουν και οι ίδιοι προσωπικά στο έργο.
Αλλά το ποδόσφαιρο είναι και κάτι παραπάνω από κουλτούρα. Στο γήπεδο, όπως είχαμε γράψει παλιότερα, έρχονται ανθρωπολογικά τα πάνω κάτω: το πόδι κερδίζει το πάνω χέρι έναντι του χεριού. Και όχι μόνο: «Το πόδι, ο φορέας του όρθιου βηματισμού, επανέρχεται στη συλλογική μνήμη ως το αρχέτυπο της ανθρώπινης εξέλιξης και αποκαθίσταται στη συλλογική συνείδηση, πρώτον (χάρη στο μέτρο και το ρυθμό του βαδίσματος), ως ο ψυχικός βηματοδότης του ανθρώπου και, δεύτερον, ως η αφετηρία του ορθού λόγου. Στο γήπεδο ανακαλύπτουμε πάλι ότι ήταν το πόδι που “γέννησε” το χέρι και το μυαλό. Και ότι η σκέψη μιμείται την κίνησή του – όπως η ψυχή τα χτυπήματα της καρδιάς» (Χειλάς 2018).
Αυτός ο άφθαρτος πυρήνας του ποδοσφαίρου καλύπτεται σήμερα όλο και περισσότερο από ένα μεταβαρβαρικό μίγμα πατριαρχίας, ηγεμονικού ανδρισμού, εμπορευματοποίησης, νεοφιλελευθερισμού και εθνικισμού – όσο «πράος» κι αν είναι αυτός στα γήπεδα. Άδηλο αν και πότε θα καταφέρει να ξαναδεί φως.
[1] Οι παίκτριες δεν αναφέρονται εδώ ξεχωριστά, επειδή ιστορικά και κατασκευαστικά το ποδόσφαιρο δεν τις αφορά άμεσα, δηλαδή δεν είναι «δικό» τους, γυναικείο παιχνίδι. Τους λόγους γι’ αυτό τους εξηγώ στο επόμενο υποκεφάλαιο υπό τον τίτλο: «Σοβαρό παιχνίδι, όχι κλοτσοπατινάδα».
[2] Οι Gerke και Mautz υπογραμμίζουν τη διαφορά ανάμεσα στον πατριωτισμό και τον εθνικισμό: ο πρώτος τονίζει τη σύνδεση με το έθνος χωρίς να απαξιώνει τα άλλα έθνη, ο δεύτερος στρέφεται επιθετικά εναντίον των τελευταίων. Συγχρόνως διαπιστώνουν όμως ότι η μεταξύ τους διαφορά τους είναι μάλλον εικονική: υπό την πίεση του ανταγωνισμού που αναπτύσσεται στο παιχνίδι, ο πατριώτης μπορεί εύκολα να χάσει κάθε αυτοέλεγχο και να γίνει ο φανατικότερος «πολιτικός» εθνικιστής. Το συμπέρασμά τους: υπό τέτοιες συνθήκες το άθλημα αυτό είναι κάθε άλλο παρά κατάλληλο για να παραγάγει εθνική ενότητα χωρίς να προκαλέσει την απαξίωση άλλων εθνών (Gerke/Mautz 2019:16).
[3] Μια παραστατική εικόνα του διττού, αθλητικού και κοινωνικού, ρόλου των ποδοσφαιρικών κανόνων δίνει το βίντεο μιας Ελβετίδας καλλιτέχνιδας που παρουσιάστηκε στο Euro 2008 στην Αυστρία και την Ελβετία. Σε αυτό απεικονίζεται το ματς δύο ομάδων στις οποίες συμμετέχουν αποκλειστικά παίκτες της Εθνικής Ελβετίας. Οι νεαροί άντρες, ντυμένοι με κοστούμια και γραβάτες, κλοτσάνε, αντί για μπάλα, ένα laptop. H εικόνα δεν ξενίζει επειδή αντανακλά μια πραγματική αντιστοιχία ανάμεσα στην αθλητική και την επαγγελματική ζωή: ποδοσφαιριστές οι οποίοι, παίζοντας ταυτόχρονα αλληλέγγυα και ανταγωνιστικά, δεν διαφέρουν λειτουργικά από τους μάνατζερ δύο αντίπαλων πολυεθνικών εταιριών.
[4] Μια πρόσφατη δημοσκόπηση (τέλη Μαΐου 2024) δείχνει πόσο αυτονόητη θεωρείται πλέον η συνύπαρξη παικτών με διαφορετική καταγωγή στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Γερμανίας. Η δημοσκόπηση, που προβλήθηκε σε ντοκιμαντέρ στον (δημόσιο) τηλεοπτικό σταθμό WDR ενόψει του επικείμενου Euro 2024, έθεσε στο κοινό το ερώτημα αν προτιμά περισσότερους παίκτες με λευκό δέρμα στην Εθνική – το 17% των ερωτηθέντων απάντησε καταφατικά σε αυτό. Το ερώτημα προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών. Ο προπονητής της Εθνικής Γιούλιαν Νάγκελσμαν χαρακτήρισε τη δημοσκόπηση «σκατοδημοσκόπηση», ενώ ο παίκτης της Εθνικής Γιόσουα Κίμιχ την καταδίκασε ως ρατσιστική. Τέτοια βλακώδη ερωτήματα, πρόσθεσε, δεν επιτρέπεται πλέον να τίθενται σήμερα. (https://kress.de/news/beitrag/147512-quot-wahnsinn-quot-quot-rassistisch-quot-kimmich-amp-nagelsmann-schiessen-gegen-wdr-umfrage-der-sender-verteidigt-sich.html)
[5] Εδώ δεν θα υπεισέλθουμε στη συζήτηση για τη «φύση» του έθνους. Αποδεχόμαστε τον ορισμό του Benedict Anderson σύμφωνα με τον οποίο το έθνος, μια επινόηση της νεωτερικής εποχής, αποτελεί μια «φαντασιακή πολιτική κοινότητα» (Anderson 2005:5), η οποία αποκτά όμως ρεαλιστικό υπόβαθρο χάρη στην κοινή γλώσσα και κουλτούρα, τα κοινά ενδιαφέροντα κ.λπ.
[6] Ο Blasing δεν υπεισέρχεται δυστυχώς στα σκάνδαλα που προκύπτουν από την πρόσμιξη του εθνικισμού της μπάλας με τον τουρκικό πολιτικό εθνικισμό, όπως η απόδοση φόρου τιμής εκ μέρους των ποδοσφαιριστών της Εθνικής Τουρκίας στα στρατεύματα της Τουρκίας που εισέβαλαν το 2019 στην Συρία και το Κουρδιστάν. Πρόσφατο παράδειγμα είναι η επίδειξη του λεγόμενου «χαιρετισμού του λύκου» από τον ποδοσφαιριστή Μερίχ Ντεμιράλ στον αγώνα Τουρκίας-Αυστρίας στο πλαίσιο του Euro2024 (02.07.2024) και η επανάληψη του ίδιου φασιστικού σήματος από χιλιάδες Tούρκους οπαδούς λίγες μέρες αργότερα στον αγώνα Τουρκίας-Ολλανδίας παρουσία του τούρκου προέδρου Tαγίπ Ερντογάν.
[7] Πολιτικά βέβαια ο εθνικισμός στερείται ορίων. Αυτό φαίνεται στην περίπτωση της Γερμανίας, που για ιστορικούς λόγους έχει καταστεί ο μόνιμος σάκος της πυγμαχίας των χωρών της Ευρώπης και όχι μόνο. Γενικά ισχύει: Όταν η Εθνική Γερμανίας κερδίζει έναν από τους αγώνες της, η Ευρώπη φοράει μαύρες πλερέζες. Όταν, αντίθετα, χάνει, οι ουρανοί και μαζί τους η ευρωπαϊκή ήπειρος αγάλλονται. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι οι Γερμανοί παίζουν κατά καιρούς υπέροχο ποδόσφαιρο, όπως στο Μουντιάλ του 2014 στη Βραζιλία, όπου κατέκτησαν το παγκόσμιο πρωτάθλημα συντρίβοντας μεταξύ άλλων την τοπική Εθνική με 7:1.
[8] Το πόσο καθολική είναι η αποδοχή του ποδοσφαίρου φαίνεται από τα εξής στοιχεία: το ποδοσφαιρικό Μουντιάλ του 2018 το παρακολούθησαν γύρω στα τέσσερα δισεκατομμύρια άτομα, δηλαδή κάτι παραπάνω από το ήμισυ της ανθρωπότητας (2018: 7,68 δισ. άτομα). Παρόμοιος είναι ο αριθμός εκείνων που, σύμφωνα με τις προβλέψεις, θα παρακολουθήσουν και το Euro 2024 – παρά το γεγονός ότι η διοργάνωση αυτή περιορίζεται στην ευρωπαϊκή ήπειρο.