Περισσότερες από 100 ληστείες και κλοπές, με κέρδη άνω των 180.000 ευρώ, είχε διαπράξει η εγκληματική οργάνωση - μαμούθ που εξαρθρώθηκε από την Ασφάλεια. Τα 38 μέλη της «χτυπούσαν» στο κέντρο της Αθήνας και συγκεκριμένα στις περιοχές Ακρόπολη, Σύνταγμα, Εξάρχεια και Ομόνοια.
Οι αστυνομικοί πέρασαν χειροπέδες σε 18 άτομα, ενώ άλλα 5 άτομα που περιλαμβάνονται στη δικογραφία είναι ήδη έγκλειστοι σε καταστήματα κράτησης της χώρας. Αυτό που προξενεί εντύπωση είναι ότι τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, από το 2010, έχουν συλληφθεί συνολικά πάνω από 200 φορές για παρόμοια αδικήματα. Για τον εντοπισμό και τη σύλληψη τους έγινε ταυτόχρονα αστυνομική επιχείρηση από την Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Αθηνών, τα Τμήματα Ασφαλείας Ακροπόλεως και Καλλιθέας, καθώς και την ΟΠΚΕ.
Αυτό που δυσχέραινε το έργο της ΕΛ.ΑΣ. είναι ότι κατά τις συλλήψεις τους δήλωναν ψευδή διεύθυνση κατοικίας, με προφανή σκοπό την απόκρυψη της διαμονής τους και τη δυσχέρεια εντοπισμού των ιδίων και των κλοπιμαίων. Επίσης, δήλωναν συνεχώς διαφορετικά στοιχεία ταυτότητας, αλλά και διαφορετικές ημερομηνίες γέννησης, επικαλούμενοι παράλληλα και διάφορες εθνικότητες.
Η πλειοψηφία των μελών της οργάνωσης φέρεται να μην εργάζεται ή να μην έχει εργαστεί ποτέ, γεγονός το οποίο οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι είχαν ως μοναδικό μέσο βιοπορισμού τους τη διάπραξη ληστειών, κλοπών κ.λπ. Από την έως τώρα αστυνομική έρευνα και την ανάλυση όλων των στοιχείων και δεδομένων της υπόθεσης, έχει ταυτοποιηθεί ότι τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης έχουν διαπράξει:
65 κλοπές από Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα,
29 κλοπές σε διερχόμενους πεζούς,
2 κλοπές σε γραφεία και
5 ληστείες με χρήση σωματικής βίας και απειλή μαχαιριού σε πεζούς.
Πώς δρούσε η εγκληματική οργάνωση
Όπως προέκυψε κατά τη διάρκεια των αστυνομικών ερευνών, η εγκληματική οργάνωση δρούσε τουλάχιστον από τον Μάρτιο του 2019 και δραστηριοποιούνταν κυρίως στις περιοχές του Συντάγματος, της Ακρόπολης, των Εξαρχείων, της Ομόνοιας και του Νέου Κόσμου, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου της Αθήνας.
Τα μέλη της οργάνωσης «στόχευαν» κυρίως διερχόμενους πεζούς, τουρίστες-επισκέπτες και σταθμευμένα οχήματα, αφαιρώντας χρήματα, τιμαλφή, ηλεκτρονικές συσκευές και προσωπικά αντικείμενα. Ως προς τον τρόπο δράσης τους, για τις ληστείες και κλοπές σε βάρος πεζών, λειτουργούσαν με «ομάδες κρούσης», από τουλάχιστον τρία άτομα με συγκεκριμένους ρόλους.
Το πρώτο και πιο έμπειρο άτομο ήταν επιφορτισμένο να εντοπίσει τον «στόχο», συνήθως άτομα προχωρημένης ηλικίας, γυναίκες καθώς και άτομα νεαρότερης ηλικίας με μειωμένη σωματική διάπλαση, ενώ προτιμούσαν να δρουν σε απομονωμένα-απόμερα σημεία. Στις περισσότερες περιπτώσεις εκμεταλλεύονταν το συνωστισμό και με γρήγορες κινήσεις αφαιρούσαν όλα τα αντικείμενα ή μέρος αυτών, δίχως να γίνουν αντιληπτοί.
Σε ό,τι αφορά στις κλοπές από σταθμευμένα αυτοκίνητα, τα μέλη της οργάνωσης τα επέλεγαν με ιδιαίτερη προσοχή, ανάλογα με το βαθμό παλαιότητας και τα αντικλεπτικά συστήματα που έφεραν, ενώ προτιμούσαν οχήματα που ήταν παρκαρισμένα σε απόμερα σημεία. Αφού επέλεγαν το «όχημα-στόχο», παραβίαζαν τις κλειδαριές ή έσπαζαν τα φινιστρίνια και αφαιρούσαν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα.
Σε όλες τις περιπτώσεις, λάμβαναν προληπτικά μέτρα αντιπαρακολούθησης και έχοντας άριστη γνώση της γεωγραφικής διαμόρφωσης των περιοχών όπου δρούσαν, φρόντιζαν να ενσωματώνονται στο πλήθος παραμένοντας αθέατοι. Παράλληλα, ένα μέλος από κάθε ομάδα αναλάμβανε ρόλο «τσιλιαδόρου», προκειμένου να ενημερώνει τους υπόλοιπους για ενδεχόμενη αστυνομική παρουσία.
Μετά την αφαίρεση των αντικειμένων, απομακρύνονταν από το σημείο με γρήγορες κινήσεις και παρέδιδαν αμέσως τα κλοπιμαία σε συνεργό τους, που δεν είχε εμπλακεί στην κλοπή ή τη ληστεία.
Δίκτυο κλεπταποδόχων στο κέντρο της Αθήνας
Τα κλοπιμαία τα διοχέτευαν σε δίκτυο κλεπταποδόχων, το οποίο είχαν αναπτύξει, 7 από τους οποίους περιλαμβάνονται στους συλληφθέντες. Μάλιστα, στο πλαίσιο της έρευνας εξακριβώθηκε πλήρως η διαδικασία διοχέτευσης των κλοπιμαίων από τους φυσικούς αυτουργούς στους κλεπταποδόχους, σε συγκεκριμένους χώρους στο κέντρο της Αθήνας.
Στις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
169 κινητά τηλέφωνα,
53 ηλεκτρονικές συσκευές tablet,
228 εξαρτήματα κινητών τηλεφώνων,
16 μαχαίρια, πτυσσόμενα στιλέτα και σουγιάδες,
115 κάρτες SIM,
χρηματικό ποσό 1.790 ευρώ,
2 τηλεοράσεις και
πλήθος κοσμημάτων.
Η δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους αφορά στα αδικήματα της εγκληματικής οργάνωσης, ληστείες και διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπών κατά συναυτουργία, τετελεσμένες και σε απόπειρα, παράβαση της νομοθεσίας για τα όπλα, καθώς και αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση.
Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν χθες στην αρμόδια Εισαγγελία, ενώ η αστυνομική έρευνα για την ταυτοποίηση και σύλληψη συνεργών τους συνεχίζεται.