Ο Μάρκος Τρούλης, συγγραφέας του βιβλίου «Αμερικανοτουρκικές σχέσεις» που μόλις κυκλοφόρησε, διεθνολόγος με σημαίνουσα επιστημονική διαδρομή όσον αφορά την μελέτη της διαδρομής της Τουρκίας από τον Κεμάλ μέχρι σήμερα, σε κείμενό του εδώ αποτύπωσε τα κύρια ζητήματα που έπρεπε –αντί των συχνών λανθασμένων ελπιδοφόρων υποθέσεων που πληθαίνουν στις δημόσιες συζητήσεις μας, μάταιων προσδοκιών και αλματωδών εκλογικεύσεων εφήμερης σημασίας– να αποτελούν το επίκεντρο ενός ορθολογιστικού Ελληνικού δημόσιου διαλόγου: Τις στρατηγικές των ηγεμονικών δυνάμεων περιφερειακά και πλανητικά, την αμφίπλευρη σχέση Μόσχας-Άγκυρας εν μέσω στρατηγικών παιγνίων, τις στάσεις και αποφάσεις των ΗΠΑ όσον αφορά την ταραχώδη περιοχή στα Ανατολικά σύνορα της Τουρκίας και τους ελιγμούς της Άγκυρας μεταξύ ζημιών και κερδών σε μια τροχιά που δείχνει ότι αφενός κατανοεί τα Μεταψυχροπολεμικά στρατηγικά παίγνια και αφετέρου αποβλέπει να σταθεροποιηθεί ως περιφερειακή δύναμη και περιφερειακός τοποτηρητής που θα της επιτρέψει να συναλλάσσεται με τις μεγάλες δυνάμεις επωφελώς.
Διαβάστε επίσης:
Καταμαρτυρούμενα μετά το 1990 το Μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα ανακατατάσσεται με καταιγιστικούς ρυθμούς ενώ ως προς πολλά ζητήματα το χτένι φτάνει στον κόμβο. Σωστή περιγραφή, ερμηνεία και κατανόηση των στρατηγικών εξελίξεων είναι ζήτημα επιβίωσης ενώ νεφελοβατούσες προσδοκίες και σπάταλες ελπίδες δεν ωφελούν. Κανένα κράτος, ιδιαίτερα περιφερειακό εν μέσω συγκρούσεων, δεν έχει την πολυτέλεια να νεφελοβατεί και να εκλογικεύει άγονα και ανορθολογικά. Με τα κύρια σημεία της ανάλυσης του Μάρκου Τρούλη κατά νου χρήζει να γίνουν μερικές επισημάνσεις και υπογραμμίσεις, κυρίως όσον αφορά τις κατευναστικές στάσεις, τις θέσεις όσον αφορά την εφαρμογή των προνοιών του διεθνούς δικαίου της θάλασσας και τα ακατανόητα παραμιλητά περί Χάγης και αυτοκτονικών αλμάτων στην Κύπρο. Εύλογα κανείς διερωτάται, κατά πόσο αυτές οι στάσεις σε συνδυασμό σε ευρύτερες εξελίξεις και την στρατηγική της Τουρκίας αυξάνουν τις πιθανότητες μιας μεγάλης πολεμικής σύρραξης.
Χωρίς να μπορούμε να προβλέψουμε κάτι τέτοιο, μια δηλαδή μικρή ή μεγάλη σύρραξη –στην διεθνή πολιτική δεν προβλέπεις αλλά καταγράφεις τον προσανατολισμό και τις προϋποθέσεις παρελθουσών και συγκαιρινών τάσεων– μπορούμε εν τούτοις να πούμε ότι αξιώσεις, στάσεις, απειλές και στρατηγικές συγκυρίες ωριμάζουν με τρόπο που δημιουργούν προϋποθέσεις υψηλού κινδύνου.
Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο όταν όλοι συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας διαπιστώνουν ότι επενεργούν αποφασιστικά πάνω στην Ελληνική εξωτερική πολιτική
α) το γεγονός πως αυξάνονται ο αναλύσεις των στρατηγικών συγκυριών οι οποίες με κάθε κριτήριο είναι αβάστακτα ερασιτεχνικές,
β) το γεγονός ότι το νεοελληνικό κράτος στερείται αποτελεσματικών και αξιόπιστων επιτελικών θεσμών παρακολούθησης, ανάλυσης, στάθμισης, εκτίμησης, χάραξης και εφαρμογής στρατηγικής και
γ) σε συνδυασμό με το τελευταίο ζήτημα το γεγονός ότι στην Ελληνική πολιτική σκηνή κοινωνικοπολιτικά ολοένα και περισσότερο ανεξέλεγκτοι δρώντες διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στις στάσεις, δηλώσεις και αποφάσεις.
Στην στρατηγική ανάλυση υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ κατευνασμού και αποτρεπτικής στρατηγικής και σταθεροποιημένα αξιώματα και τυπολογίες για την αποτρεπτική στρατηγική ενός κράτους. Κανένας σοβαρός αναλυτής της στρατηγική δεν θα διαφωνήσει ότι ο κατευνασμός αναθεωρητικών απειλών ούτε αποτρέπει τις απειλές ούτε αποφεύγει μια μεγάλη σύρραξη. Οι αναλύσεις και θέσεις που υποδηλώνουν κατευνασμό είναι πλέον ασυγκράτητες και ακυρώνουν κάθε έννοια εθνικής αποτρεπτικής στρατηγικής:
α) Χείμαρροι ενδοτικών θέσεων υποστηρίζουν, κατά βάση, υποχώρηση ή καταληκτικά και εγκατάλειψη των προνοιών του διεθνούς δικαίου της θάλασσας για την Ελληνική Επικράτεια, βασικά συνιδιοκτησία της κυριαρχίας που προβλέπουν αυτές οι πρόνοιες και συνεκμετάλλευση των οποιονδήποτε υποθαλάσσιων πόρων.
β) Αναλύσεις που περιέργως παραβλέπουν το γεγονός πως αυτά που προτείνουν, με αιχμή του δόρατος επικίνδυνες για την εθνική ασφάλεια θέσεις στο κυπριακό ζήτημα, εκμηδενίζουν γεωπολιτικά την Ελλάδα και αναβαθμίζουν σημαντικά τα Τουρκικά γεωπολιτικά ερείσματα.
γ) Ακόμη, είχαμε και τα ιλαροτραγικά γεγονότα στα νησιά μας όταν όλος ο πλανήτης έγινε μάρτυρας σφοδρών συγκρούσεων μεταξύ Ελληνικής αστυνομίας και Ελλήνων πολιτών, κάτι που δημιουργεί παραστάσεις όχι μόνο μιας κοινωνίας αποδυναμωμένης αλλά πλέον και εμφύλια διαιρεμένης.
Για να σταθούμε στα τελευταία γεγονότα στα νησιά ενδέχεται να διέγειραν και την σκέψη του Ερντογάν αλλά και των υπόλοιπων πολιτικών ελίτ της Τουρκίας κάνοντάς τους να πιστέψουν ότι πολύ πέραν των προσδοκιών τους ανοίγει ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας για περισσότερα και εκτενέστερα τετελεσμένα εις βάρος αδύναμων και αναλώσιμων κρατών της περιφέρειάς της, εδώ της Ελλάδας. Ήδη, το πέραν κάθε φαντασίας μνημόνιο με την Λιβύη είναι μια πρώτη μαρτυρία με την οποία συνηγορούν πολλά άλλα γεγονότα και θέσεις ή ενέργειες της Τουρκίας.
Κατευναστικές στάσεις και αποφάσεις και επίδειξη αδυναμιών προκαλούν εισροές ανορθολογισμού που για ένα ακόμη λόγο θα ενθαρρύνουν την Τουρκία σε πιο επιθετικές στάσεις και αποφάσεις.
Ακόμη εάν για τους λόγους αυτούς η Τουρκία επιτεθεί κατά της Ελλάδας, ναι μεν αυτονόητα η Ελλάδα θα αμυνθεί πλην θα έχουμε μια αχρείαστη και καταστροφική αποτυχία της αποτρεπτικής στρατηγικής με πιθανή μια σύρραξη με πολύ αρνητικούς όρους για την Ελλάδα. Δεν πρέπει να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι δηλώσεις τα τελευταία χρόνια και τους τελευταίους μήνες και οι εμφύλιες συγκρούσεις στα Ελληνικά νησιά δημιουργούν ισχυρές παραστάσεις πως η Ελλάδα είναι ευάλωτη, αδύναμη και τρωτή. Αναλύοντας ακριβώς τις τάσεις –και τονίζοντας ξανά πως προβλέψεις δεν ενδείκνυνται– η Τουρκία αλλά και τρίτα κράτη ενδέχεται να έχουν πιστέψει ότι η Ελλάδα είναι αναλώσιμη ενώ η Τουρκία μπορεί να καταστεί διαμορφωτική περιφερειακή δύναμη που θα ελίσσεται και συναλλάσσεται στα περιθώρια των συμφερόντων των ισχυρότερων ηγεμονικών δυνάμεων.
Πολύ σωστά στο κείμενο του Μάρκο Τρούλη που έδωσε το έναυσμα για το παρόν, επισημαίνεται ότι οι παραστάσεις που δίνονται επηρεάζουν τις εκτιμήσεις όλων: «Η Τουρκία εκτιμά ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί την ανοχή όλων και να εγκαθιδρύσει μια de facto κατάσταση στο επιχειρησιακό επίπεδο, η οποία κατόπιν δε θα αντιστρέφεται και θα αποτελέσει αποφασιστικό βήμα για τη μετατροπή σε περιφερειακή δύναμη. Η Ρωσία εκτιμά ότι η Τουρκία δε θα τα καταφέρει και θα υποστεί ήττα, η οποία δεν θα της επιτρέψει να συνεχίσει τις επεμβάσεις της στην περιφέρεια. Η εκτίμηση της Μόσχας συνάδει με τη βούλησή της να μην αποκοπεί από τη Μέση Ανατολή. Οι ΗΠΑ εκτιμούν ότι η Τουρκία εισέρχεται σε έναν πόλεμο κατατριβής, ο οποίος είναι ελεγχόμενος, αλλά αρκετός για να αυξήσει τη δέσμευσή της (commitment) στον αμερικανικό παράγοντα στο πλαίσιο της επί δεκαετίας πελατειακής σχέσης τους».
Ακριβώς, στο παρελθόν εδώ, έχουμε αναλύσει τις στρατηγικές όλων των ηγεμονικών δυνάμεων στις περιφέρειες και σε αναφορά με την εμβληματική τυπολογία τον John Mearsheimer. Μεταξύ άλλων, μεταφορά βαρών σε άλλα κράτη, εξισορρόπηση αντιπάλων με απειλές ή συγκεκριμένες ενέργειες, μπλόφα, παραπλάνηση για τις προθέσεις, πρόκληση συγκρούσεων για κατατριβή τρίτων, παρεμπόδιση άλλων μεγάλων δυνάμεων να έχουν πρόσβαση σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους, συναλλαγές με «εχθρούς» και «φίλους» στα περιφερειακά πεδία, προσωρινή παραχώρηση ισχύος ακόμη και σε αυριανούς αντιπάλους για να επιτευχθούν συγκεκριμένες ανακατανομές ισχύος και στρατηγικές «μαλακής ισχύος» (soft power) για εξοικονόμηση πόρων.
Ολοκληρώνοντας, τα ελλείμματα εθνικής στρατηγικής που αναφέρθηκαν πιο πάνω ενδέχεται να πείσουν τους Τούρκους πολιτικούς, εάν αυτό δεν έχει ήδη συμβεί, ότι ανοίγει ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας ούτως ώστε να μπορεί με πολύ λίγο κόστος να ροκανίσει, αποδυναμώσει και καθηλώσει την Ελλάδα, γιατί όχι, όπως είχε γράψει ο Παναγιώτης Κονδύλης το 1996, να επιφέρει κατά της Ελλάδας ένα πρώτο συντριπτικό πλήγμα βαθύτατων ιστορικών προεκτάσεων.
Εξάλλου, όπως συχνά γράφουμε μερικοί, η Τουρκία είναι αυτή που είναι και ο Μάρκος Τρούλης στο προαναφερθέν άρθρο του εδώ σωστά το επισημαίνει αναφερόμενος στον μέντορα του Ερντογάν και νεοθωμανό δάσκαλο Αχμέτ Νταβούτογλου. Να θυμίσω μόνο ότι, μεταξύ άλλων, λέει στο «Στρατηγικό βάθος» πως ακόμη και αν δεν υπήρχαν εκεί τουρκοκύπριοι η Κύπρος πρέπει να ελεγχθεί πλήρως στα πεδία της Τουρκικής επικυριαρχίας. Ότι επίσης διείσδυση, επιρροή και ενδεχομένως κατάκτηση θα επιτευχθεί με δημιουργία μουσουλμανικών μειονοτήτων αφού «όπως έγινε στην Κύπρο» θα δημιουργηθούν νομικά ερείσματα τα οποία στην συνέχεια θα εκμεταλλεύεται.
Αυτές είναι θέσεις, υπογραμμίζεται, οι οποίες προσυπογράφουν όλες οι Τουρκικές παρατάξεις. Έτσι, αναμφίβολα διόλου τυχαία, μερικές μέρες μόνο μετά τις συγκρούσεις στα νησιά μεταξύ της αστυνομίας μας και Ελλήνων πολιτών η Τουρκία εξαπέλυσε ορδές παράνομων μεταναστών ενώ έγινε λόγος ακόμη και εκατομμύρια που επέρχονται. Ακόμη, τάσεις και νήματα ενώνονται επικίνδυνα εάν λάβουμε υπόψη πως ανεξάρτητα της έκβασης μιας πιθανής επιθετικής ενέργειας στο Αιγαίο και στην Θράκη κανείς θα πρέπει να αναμένει, σε αυτή την περίπτωση, επέκταση των τετελεσμένων στην Κύπρο ή και κατάληψη της Μεγαλονήσου όπου για όσους δεν το γνωρίζουν υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες παράνομοι Τούρκοι στρατιώτες. Ως προς τούτο, εάν κανείς αμφιβάλλει για την θέση πιο πάνω περί ελλειμματικής εθνικής στρατηγικής απαιτείται να απαντήσει πόσο ανεύθυνο ήταν τα τελευταία χρόνια αλλά και αυτή την στιγμή να εγκαταλειφτεί ο Ενιαίος Αμυντικός Χώρος που αντιμετώπιζε την εκεί Αχίλλειο πτέρνα και ενίσχυε την αποτρεπτική στρατηγική της Ελλάδας ταυτόχρονα δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια βιώσιμη λύση του Κυπριακού στην βάση της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας.
Το κρατοκεντρικό διεθνές σύστημα είναι μια πραγματικότητα που θα ισχύει για πολύ και ίσως για πάντα. Διαφορετικά κράτη, άνισου μεγέθους, άνισης ισχύος, άνισης ανάπτυξης και αναρίθμητων αιτιών πολέμου που απαιτούν εθνική στρατηγική. Ταυτόχρονα οι ηγεμονικοί ανταγωνισμοί εντός του πολυπολικού διεθνούς συστήματος αναδύεται ορμητικά προκαλώντας καταιγιστικές στρατηγικές ανακατατάξεις, απειλές και κινδύνους. Ταυτόχρονα, ενόψει και του αναδυόμενου πολυπολικού διεθνούς συστήματος εντείνονται οι ηγεμονικοί ανταγωνισμοί προκαλώντας καταιγιστικές ανακατατάξεις, απειλές και κινδύνους. Λογικό είναι το μέλλον να είναι δυσοίωνο εάν η Ελλάδα δεν ανασυνταχθεί και εάν δεν ορθώσει αποφασιστικά αξιόπιστη αποτρεπτική στρατηγική.