Θολό και γκρίζο είναι το τοπίο στις διπλωματικές σχέσεις των ΗΠΑ με τη Γερμανία, με την παραδοσιακή συμμαχία τους να παρουσιάζει πλέον αρκετά ερωτηματικά. Ενδεικτικά του ψυχρού κλίματος είναι τα δύο πιο πρόσφατα γεγονότα: πρώτα ο Τραμπ στις αρχές του Ιουνίου ανέβαλε την διάσκεψη της G7, με την καγκελαρία να απαντά στη συνέχεια, ότι δεν μπορεί να εγγυηθεί τη συμμετοχή της Άνγκελα Μέρκελ στη σύνοδο κορυφής -οπότε αυτή γίνει- καθώς όπως φέρεται να έχει δηλώσει η ίδια, δεν επιθυμεί να χρησιμοποιηθεί η παρουσία της για την προεκλογική προβολή του Αμερικανού προέδρου.
Ακολούθησε η αντίδραση του Ντόναλντ Τραμπ που διέταξε την απόσυρση του 30% των Αμερικανών στρατιωτών που βρίσκονται στη Γερμανία, κίνηση που ανάγκασε τον υπουργό εξωτερικών της Γερμανίας να χαρακτηρίσει ως περίπλοκη τη σχέση των δύο χωρών αυτή την εποχή.
Και παρά το ότι είναι γνωστό πως μεταξύ των δύο ηγετών δεν υπάρχει ιδιαίτερη εκτίμηση, οι σκιές στις σχέσεις των δύο δυνάμεων φυσικά, δεν μπορούν να θεωρηθούν προσωπική υπόθεση. Στο υπόβαθρο βρίσκονται σημαντικές αποκλίσεις, στη στρατηγική που ακολουθούν και στη θεώρηση της παγκόσμιας οικονομίας και ασφάλειας. Ας δούμε ένα-ένα τα σημεία τριβής μεταξύ των δύο χωρών:
Ρωσία
Ο υπό κατασκευή αγωγός Nord Stream 2, όταν ολοκληρωθεί, θα μεταφέρει φυσικό αέριο από τη Ρωσία στη Γερμανία και από εκεί σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή αγορά.
Οι ΗΠΑ δεν θέλουν τον Nord Stream 2 και απειλούν με βαριές κυρώσεις όποια ιδιωτική εταιρεία εργάζεται στην κατασκευή του αγωγού. Ο στόχος της Ουάσινγκτον είναι αφενός να πλήξει το ρωσικό φυσικό αέριο που αποτελεί ανταγωνιστή του αμερικανικού υγροποιημένου αερίου, και αφετέρου να περιορίσει την ρωσική ενεργειακή επιρροή στην Ευρώπη. Ο Τραμπ έχει δηλώσει χαρακτηριστικά ότι ο συγκεκριμένος αγωγός μπορεί να μετατρέψει το Βερολίνο σε όμηρο της Μόσχας.
Το γεωπολιτικό παιχνίδι περιπλέκεται, καθώς η Γερμανία δεν αντιμετωπίζει τη Ρωσία ως απειλή, κάτι που αποδεικνύεται έμπρακτα με τη στρατηγική συνεργασία των δύο κρατών στην ενέργεια, ενώ καταγγέλλει τις αμερικανικές κυρώσεις ως ωμή παρέμβαση στις εσωτερικές της υποθέσεις. Το γεγονός αυτό δε συμφέρει τις ΗΠΑ, που προτιμούν η Ρωσία να θεωρείται από τους Ευρωπαίους ως απειλή, έτσι ώστε οι τελευταίοι να έχουν πραγματική ανάγκη τις αμερικανικές εγγυήσεις για την ασφάλεια τους και η Ουάσινγκτον να διατηρεί τα ηνία στις διατλαντικές σχέσεις.
ΝΑΤΟ
Το θεσμικό επιστέγασμα των διατλαντικών σχέσεων, το ΝΑΤΟ, συνιστά ένα ακόμη σημείο τριβής μεταξύ ΗΠΑ - Γερμανίας. Η Ουάσινγκτον τα τελευταία χρόνια στέλνει στο Βερολίνο αυστηρά προειδοποιητικά μηνύματα ώστε να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες, θεωρώντας ότι οι Γερμανοί επωφελούνται την ασφάλεια που παρέχει το ΝΑΤΟ, χωρίς όμως οι ίδιοι να πληρώνουν το λογαριασμό. Η γερμανική κυβέρνηση πρόσφατα ανακοίνωσε ότι θα αυξήσει το ποσοστό στρατιωτικών δαπανών από το 1.42% του ΑΕΠ στο 1.5% μέχρι το 2024 και στο 2%, που είναι και το νατοϊκό πλαφόν, το 2030, όχι πολύ σύντομα δηλαδή.
Παρόλα αυτά, η Μέρκελ στο δίλημμα: δημιουργία ευρωπαϊκής άμυνας ή παραμονή στην ομπρέλα του ΝΑΤΟ, ψηφίζει ΝΑΤΟ. Η προοπτική της ανεξάρτητης ευρωπαϊκής αμυντικής δομής, που υποστηρίζεται κυρίως από τον Μακρόν, θα έδινε ηγετική θέση στη Γαλλία, η οποία υπερέχει στρατιωτικά, είναι πυρηνική δύναμη, ενώ κατέχει και ιδιότητα μόνιμου μέλους του συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ. Γι’ αυτό λοιπόν το Βερολίνο προτιμά το ΝΑΤΟ, έστω και εγκεφαλικά νεκρό, έτσι ώστε να μην απολέσει την ευρωπαϊκή ηγεμονία που εξασφαλίζει μέσω της οικονομικής κυριαρχίας στην ευρωζώνη.
Εμπορική αντιπαλότητα
Η οικονομική κυριαρχία της Γερμανίας εν πολλοίς βασίζεται στο σταθερά μεγάλο εξαγωγικό πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο, γεγονός που προκαλεί έντονη δυσαρέσκεια στον υπόλοιπο κόσμο και ειδικά στην Ουάσιγκτον. Η Γερμανία, που ουδόλως κόπτεται για τις αντιδράσεις των ανταγωνιστών της, το 2019 εμφάνισε πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών 293£ δισ., το υψηλότερο παγκοσμίως (4η συνεχόμενη χρονιά), με την Ιαπωνία στη δεύτερη θέση να καταγράφει 193£ δισ. Οι ΗΠΑ και το ΔΝΤ πιέζουν το Βερολίνο να αυξήσει την εσωτερική ζήτηση και τις εισαγωγές προκειμένου να περιοριστούν οι διεθνείς ανισορροπίες που προκαλεί το υπέρογκο εμπορικό πλεόνασμα στην οικονομία και την ανάπτυξη άλλων κρατών.
Στο πλαίσιο του εμπορικού ανταγωνισμού της Γερμανίας και της Ευρώπης με τις ΗΠΑ, διεξάγεται παράλληλα μια άτυπη μάχη ιδιωτικών εταιρικών συμφερόντων με τις πλάτες των δύο κρατών. Πρόκειται για το περίφημο “Google tax”, όπου αμερικανικοί διαδικτυακοί κολοσσοί όπως οι Google, Amazon, Facebook κ.α. έχουν μπει στο στόχαστρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία προσπαθεί να περιορίσει τη φοροδιαφυγή τους. Στο ίδιο κάδρο μπαίνει και η διαμάχη της Apple, με έδρα την Καλιφόρνια, με τη σουηδική Spotify, το δίκαιο των οποίων υπερασπίζονται ΗΠΑ και Ε.Ε, αντίστοιχα. Η Ουάσινγκτον από την πλευρά της, θεωρητικά δεν απορρίπτει την ρύθμιση του φορολογικού τοπίου, στην πραγματικότητα όμως θέτει διαρκώς εμπόδια και αναβολές.
Στην αρένα της διπλωματίας, Γερμανία και ΗΠΑ έχουν σοβαρές διαφωνίες σε μια σειρά από κρίσιμα ανοιχτά μέτωπα. Την συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν που επετεύχθη ως ευρωπαϊκή πρωτοβουλία, η Μέρκελ συνεχίζει να την υποστηρίζει, ενώ η διοίκηση Τραμπ από τη στιγμή που αποχώρησε, κάνει το παν για την κατάργησή της. Ως προς την Παλαιστίνη, η Ουάσιγκτον στηρίζει το σχέδιο του Ισραήλ να προσαρτήσει εδάφη της Δυτικής Όχθης, κάτι στο οποίο αντιτίθεται το Βερολίνο, θεωρώντας την κίνηση αυτή ασυμβίβαστη με το διεθνές δίκαιο. Τέλος, οι δύο δυνάμεις καταγράφουν εκ διαμέτρου αντίθετη στάση σχετικά με την κλιματική κρίση, τη μείωση των εκπομπών ρύπου και την περιβαλλοντική προστασία.
Θωμάς Ρούτσης