Ενα πρόγραμμα υπό την ηγεσία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τη διασφάλιση της δίκαιης πρόσβασης των φτωχότερων χωρών στα εμβόλια, τα τεστ και τις θεραπείες για τον κορονοϊό, στοχεύει στην εξασφάλιση αντιιικών φαρμάκων για ασθενείς με ήπια συμπτώματα με μόλις 10 δολάρια (8,5 ευρώ) ανά θεραπευτική αγωγή, σύμφωνα με το προσχέδιο εγγράφου που επικαλείται το πρακτορείο Reuters.
Το πειραματικό χάπι molnupiravir της Merck είναι πιθανό να είναι ένα από τα φάρμακα ενώ αναπτύσσονται και άλλα φάρμακα για τη θεραπεία ήπιων ασθενών.
Το έγγραφο, το οποίο σκιαγραφεί τους στόχους του Access to COVID-19 Tools Accelerator (ACT-A) έως τον Σεπτέμβριο του επόμενου έτους, λέει ότι το πρόγραμμα θέλει να παραδώσει περίπου 1 δισεκατομμύριο τεστ COVID-19 σε φτωχότερες χώρες και να προμηθευτεί φάρμακα για θεραπεία 120 εκατομμυρίων ασθενών παγκοσμίως, από τα περίπου 200 εκατομμύρια νέα κρούσματα που εκτιμάται ότι θα υπάρχουν στους επόμενους 12 μήνες.
Τα σχέδια αυτά τονίζουν τον τρόπο με τον οποίο ο ΠΟΥ θέλει να αυξήσει τις προμήθειες φαρμάκων και τεστ σε σχετικά χαμηλή τιμή, αφού έχασε στην κούρσα των εμβολίων από τις πλούσιες χώρες που απέκτησαν ένα τεράστιο μερίδιο των παγκόσμιων προμηθειών, αφήνοντας τις φτωχότερες χώρες του κόσμου με ελάχιστες δόσεις.
Ενας εκπρόσωπος του ACT-A είπε ότι το έγγραφο, με ημερομηνία 13 Οκτωβρίου, ήταν ακόμη σχέδιο υπό διαβούλευση και αρνήθηκε να σχολιάσει το περιεχόμενό του προτού οριστικοποιηθεί. Το έγγραφο θα σταλεί επίσης στους παγκόσμιους ηγέτες πριν από τη σύνοδο κορυφής της G20 στη Ρώμη στο τέλος αυτού του μήνα.
Το ACT-A ζητά από την G20 και άλλους δωρητές πρόσθετη χρηματοδότηση ύψους 22,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2022, η οποία θα χρειαστεί για την αγορά και τη διανομή εμβολίων, φαρμάκων και τεστ σε φτωχότερες χώρες και το κλείσιμο της τεράστιας «ψαλίδας» στις προμήθειες μεταξύ των πλούσιων και των λιγότερο προηγμένων χωρών. Μέχρι στιγμής οι χορηγοί έχουν δεσμευτεί να διαθέσουν για το πρόγραμμα 18,5 δισεκατομμύρια δολάρια.
Παρόλο που δεν αναφέρεται ρητά στο molnupiravir, το έγγραφο του ACT-A εκτιμά ότι θα πληρώσει 10 δολάρια ανά θεραπεία για «νέα αντιιικά που λαμβάνονται από το στόμα για ασθενείς με ήπια/μέτρια Covid».
Αν και αναπτύσσονται κι άλλα χάπια για τη θεραπεία ήπιων ασθενών, το molnupiravir είναι το μόνο που έχει παρουσιάσει μέχρι τώρα θετικά αποτελέσματα σε δοκιμές τελικού σταδίου. Το ACT-A βρίσκεται σε συνομιλίες με την Merck και τους παραγωγούς γενόσημων για να αγοράσει το φάρμακο.
Η τιμή είναι πολύ χαμηλή σε σύγκριση με τα 700 δολάρια (600 ευρώ) ανά θεραπευτική αγωγή, που οι Ηνωμένες Πολιτείες συμφώνησαν να πληρώσουν για 1,7 εκατομμύρια ασθενείς.
Ωστόσο, μια μελέτη που διεξήχθη από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ υπολόγισε ότι το molnupiravir θα μπορούσε να κοστίσει περίπου 20 δολάρια (17 ευρώ) αν παράγεται από κατασκευαστές γενόσημων, με την τιμή να μειώνεται δυνητικά στα 7,7 δολάρια (6,6 ευρώ) υπό μια τελειοποιημένη παραγωγή.
Η Merck έχει συνάψει συμφωνίες αδειοδότησης με οκτώ φαρμακοβιομηχανίες γενόσημων στην Ινδία.
Το έγγραφο του ACT-A λέει ότι ο στόχος του είναι να επιτευχθεί συμφωνία μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου για την εξασφάλιση της προμήθειας ενός «φαρμάκου από το στόμα», το οποίο θα είναι διαθέσιμο από το πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους.
Τα χρήματα, που θα συγκεντρωθούν, θα χρησιμοποιηθούν αρχικά για την «υποστήριξη της προμήθειας έως και 28 εκατομμυρίων θεραπευτικών αγωγών για ασθενείς υψηλού κινδύνου με ήπιες/μέτριες λοιμώξεις τους επόμενους 12 μήνες, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα του προϊόντος, την κλινική καθοδήγηση και τον όγκο που αλλάζει με την εξέλιξη των αναγκών» λέει το έγγραφο, σημειώνοντας ότι αυτός ο όγκος θα εξασφαλιζόταν βάσει μιας προκαταρκτικής συμφωνίας αγοράς.
Μεγαλύτερες επιπλέον ποσότητες νέων αντιιικών για τη θεραπεία ήπιων ασθενών αναμένεται επίσης να προμηθευτούν σε μεταγενέστερο στάδιο, αναφέρει το έγγραφο.
Αλλα 4,3 εκατομμύρια αγωγές χαπιών COVID-19 για τη θεραπεία ασθενών σε κρίσιμη κατάσταση αναμένεται επίσης να αγοραστούν στην τιμή των 28 δολαρίων ανά θεραπεία (24 ευρώ), αναφέρει το έγγραφο, χωρίς να κατονομάζεται κάποιο συγκεκριμένο φάρμακο.
Το ACT-A σκοπεύει επίσης να καλύψει τις βασικές ιατρικές ανάγκες σε οξυγόνο για 6-8 εκατομμύρια ασθενείς σε κρίσιμη και σοβαρή κατάσταση έως τον Σεπτέμβριο του 2022.
Μαζικά τεστ
Επιπλέον, το πρόγραμμα σχεδιάζει να επενδύσει μαζικά στα διαγνωστικά της COVID-19 προκειμένου να διπλασιάσει τουλάχιστον τον αριθμό των τεστ που πραγματοποιούνται σε φτωχότερες χώρες, που ορίζονται ως χώρες χαμηλού και μικρομεσαίου εισοδήματος.
Από τα 22,8 δισεκατομμύρια δολάρια, το ACT-A σχεδιάζει να συγκεντρώσει τους επόμενους 12 μήνες περίπου το ένα τρίτο και το μεγαλύτερο μερίδιο θα δαπανηθεί για διαγνωστικά, αναφέρει το έγγραφο.
Επί του παρόντος, οι φτωχές χώρες πραγματοποιούν κατά μέσο όρο περίπου 50 τεστ ανά 100.000 άτομα κάθε μέρα, έναντι 750 τεστ σε πλουσιότερες χώρες. Το ACT-A θέλει να φέρει τα ποσοστά αυτά των τεστ σε τουλάχιστον 100 ανά 100.000 ημερησίως σε φτωχότερα κράτη.
Αυτό σημαίνει διάθεση περίπου 1 δισεκατομμυρίου τεστ τους επόμενους 12 μήνες, περίπου 10 φορές περισσότερα από όσα έχει προμηθευτεί το ACT-A μέχρι τώρα, σύμφωνα με το επίμαχο έγγραφο.
Το μεγαλύτερο μερίδιο των διαγνωστικών θα είναι ταχεία τεστ αντιγόνου σε τιμή περίπου 3 δολάρια (2,5 ευρώ) και μόνο το 15% θα δαπανηθεί για την προμήθεια μοριακών τεστ, τα οποία είναι πιο ακριβά, αλλά χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να δώσουν αποτελέσματα και εκτιμάται ότι κοστίζουν περίπου 17 δολάρια (14,5 ευρώ), συμπεριλαμβανομένου του κόστους παράδοσης.
Η ώθηση των τεστ έχει ως στόχο να μειώσει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, καθώς μόνο το 0,4% των περίπου 3 δισεκατομμυρίων τεστ έχουν γίνει σε όλο τον κόσμο έχουν διεξαχθεί σε φτωχές χώρες, αναφέρει το έγγραφο.
Μια τέτοια κίνηση θα βοηθήσει επίσης στον έγκαιρο εντοπισμό πιθανών νέων μεταλλάξεων, οι οποίες τείνουν να πολλαπλασιάζονται όταν οι λοιμώξεις είναι ευρέως διαδεδομένες, και ως εκ τούτου είναι πιο πιθανές στις χώρες με χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού.
Το έγγραφο υπογραμμίζει ότι «η πρόσβαση στα εμβόλια είναι εξαιρετικά άνιση με την κάλυψη να κυμαίνεται από 1% έως πάνω από 70%, ανάλογα με τον πλούτο μιας χώρας».
Το πρόγραμμα στοχεύει στον εμβολιασμό τουλάχιστον του 70% του πληθυσμού που πληροί τις προϋποθέσεις σε όλες τις χώρες έως τα μέσα του επόμενου έτους, σύμφωνα με τους στόχους του ΠΟΥ.