Παρατηρώντας την κατά το δοκούν ανάγνωση του διεθνούς δικαίου, αισθάνεται κανείς την ανάγκη να επαναλάβει τα βασικά. Τούτο δε συμβαίνει επειδή εκπλήσσεται από καθ’ εαυτό το γεγονός της επιλεκτικής ανάγνωσης, αλλά από την επίμονη επίκληση του διεθνούς δικαίου αποκλειστικά όταν η καταπάτησή του αφορά τα στρατηγικά συμφέροντα άλλων.
Έχουμε συνηθίσει, δηλαδή, διαβάζοντας ιστορία να βλέπουμε πολιτικούς ή αναλυτές να επικαλούνται το διεθνές δίκαιο προς υπεράσπιση των συμφερόντων της πατρίδας τους. Δεν έχουμε συνηθίσει να τους βλέπουμε να το αγνοούν στην περίπτωση της πατρίδας τους και να το θυμούνται σε άλλες περιστάσεις.
Γιατί… πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς τη σιωπή της περίφημης «διεθνούς κοινότητας» στις επανειλημμένες εισβολές της Τουρκίας στο Βόρειο Ιράκ και στη Βόρεια Συρία;
Πώς να γίνει κατανοητή η «επιείκεια» διαρκείας για την παράνομη τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο, η οποία μάλιστα συνοδεύτηκε από εθνοκάθαρση;
Με ποιες «κυρώσεις» η δημοκρατική Δύση καταδεικνύει την αποφασιστικότητά της για την τήρηση του διεθνούς δικαίου, όταν σύσσωμη η τουρκική πολιτική ελίτ αναφέρεται σε «σύνορα της καρδιάς της που φθάνουν έως τη Θεσσαλονίκη» και σε «ανάγκη αναθεώρησης της Συνθήκης της Λοζάνης»;
Όπως μαθαίνουν οι πρωτοετείς στα πανεπιστημιακά τμήματα Διεθνών Σπουδών, το διεθνές σύστημα είναι άναρχο και άρα, απουσιάζει η υπερκείμενη αρχή η οποία να τιμωρεί ή να επιβραβεύει τα κράτη αναλόγως με το βαθμό «νομιμοφροσύνης» τους.
Η σταθερότητα του συστήματος εναπόκειται στην προκύπτουσα μετά την τελευταία μείζονα ανακατανομή ισχύος διεθνή τάξη, ήτοι στη διαρρύθμισή του και εν πολλοίς στον αριθμό των πόλων ισχύος (Μεγάλες Δυνάμεις) και στα όρια των σφαιρών επιρροής τους.
Συνεπώς, η διεθνής τάξη είναι απαύγασμα της ισορροπίας ισχύος, δηλαδή εκείνης της κατάστασης των πραγμάτων, που ουδεμία δύναμη είναι σε θέση υπεροχής, «ώστε να μπορεί να επιβάλλει το νόμο στις άλλες», όπως θα όριζε ο Hedley Bull.
Επί παραδείγματι, σήμερα το ανώτατο επίπεδο εξασφάλισης τήρησης του διεθνούς δικαίου είναι το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., το οποίο απαρτίζεται από πέντε μόνιμα μέλη (Η.Π.Α., Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ρωσία και Κίνα) που τυγχάνει να θεωρούνται οι βασικοί νικητές της τελευταίας παγκόσμιας πολεμικής αναμέτρησης, ενώ συνέστησαν και τις πρώτες «θεμιτές» (!) πυρηνικές δυνάμεις, με τις έχουσες τις ανάλογες δυνατότητες Γερμανία ή Ιαπωνία να μη δύνανται έως και σήμερα να αναπτύξουν τέτοιο οπλοστάσιο.
Εν ολίγοις, το διεθνές δίκαιο παράγεται εν τοις πράγμασι από τη διεθνή τάξη και την κατανομή ισχύος, η οποία σκιαγραφεί την εν λόγω τάξη. Αν κάποιες Μεγάλες Δυνάμεις υπερβούν τα εσκαμμένα και διαταράξουν τη διαμορφωθείσα ισορροπία, τότε οι επικλήσεις στο διεθνές δίκαιο είναι απλά μάταιες.
Τουτέστιν, ο σεβασμός στις σφαίρες επιρροής και η αποφυγή έντασης των διλημμάτων ασφαλείας των μεγάλων δυνάμεων συνιστά το «κλειδί» διατήρησης της σταθερότητας. Αν οι ευαισθησίες μιας μεγάλης περιφερειακής δύναμης δε γίνονται σεβαστές, τότε η αντίδρασή της είναι αναμενόμενη καθ’ οιονδήποτε τρόπο.
Με άλλα λόγια και σύμφωνα με την κλασική υπόμνηση του Θουκυδίδη ότι «ο ισχυρός προχωρά όσο του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του», αν το μέρος, που μεγιστοποιεί την ισχύ του, δεν αντιληφθεί που οφείλει να σταματήσει, τότε σύντομα θα βρεθεί ενώπιον εξισορροπητικών μηχανισμών, οι οποίοι θα διαφαίνονται ως «αναθεωρητικοί» αλλά στην πραγματικότητα θα τείνουν στην επαναφορά της ισορροπίας. Οι πραγματικά αναθεωρητικές δυνάμεις είναι εκείνες, που δεν σεβάστηκαν την κατανομή ισχύος και τις στρατηγικές ευαισθησίες της άλλης πλευράς.