Ποιο είναι το πιο αγαπημένο αντικείμενο που έχασα ποτέ; Ένα ερώτημα παγίδα

Ένα ερώτημα παγίδα - Μνήμες και απώλειες
Paul Almasy via Getty Images

Ποιο είναι το πιο αγαπημένο αντικείμενο που έχασα ποτέ;

Σαν ερώτημα, παγίδα, μοιάζει.

Ποιο να πρωτοθυμηθώ!; (Και με θαυμαστικό και με ερωτηματικό).

Αλλά και πάλι. Άντε και να «πιέσω» την μνήμη μου. Τη γηράσκουσα σθεναρά, την ακόμη πιο χαώδη από ποτέ.

Άντε και με το πες-πες, με την επιμονή, με το που κλείνουμε για λίγο τα μάτια και δίνουμε εντολή και σε κάποιο αρμόδιο τεταρτημόριο του εγκεφάλου να ανακαλέσει ό,τι μπορεί, άντε και βάζεις μπρος τον μηχανισμό.

Από που θα ξεκινήσεις; Απ’ τα νιάτα; Απ’ τα πιο βαθιά νιάτα, ξέρεις, εκεί που ψάχνουν με το μικροσκόπιο οι ψυχαναλυτές;

Ή πας στο παραπέρα; Όταν πια είχες «διαμορφωθεί»;

Και μετά; Άντε πως ανάλογα με τα χρόνια και τις στιγμές διαλέγεις, «διαμορφωμένος» πια, τρία ή τέσσερα αντικείμενα.

Πώς επιλέγεις το πιο αγαπημένο αντικείμενο που έχασες ποτέ από τη «σόρτ λίστ»;

Αυτό που ανήκει στην κατηγορία «Απώλειες συμβόλων παλαιοτέρων ερώτων»;

Ή στην άλλη κατηγορία αυτήν με τις «Απώλειες νεανικών χειρογράφων»;

Ή αυτό που στρογγυλοκάθεται πρώτο – πρώτο στην κατηγορία «Απώλειες με διάρκεια μακρόχρονης θλίψης»;

Όταν μπαίνεις στην διαδικασία αυτή, να αναρωτηθείς πιο είναι το πιο αγαπημένο αντικείμενο που έχασες ποτέ, ψάχνεις να βρεις τι σου λείπει πιο πολύ από αυτά που συμβόλιζαν κάποτε το συναισθηματικό βάρος που τα συνόδευε και συντρόφευε τις σιωπές σου, τις σιωπές της μνήμης σου.

Μοιάζει κατά κάποιο τρόπο με την «Χρησιμότητα» που λένε οι οικονομολόγοι και με την μέτρησή της.

Μοιάζει αλλά αντίστροφα.

Χρησιμότητα, Utility δηλαδή, είναι μια έννοια στα οικονομικά που παρέχει ένα τρόπο σύγκρισης της ικανοποίησης που λαμβάνει ένα άτομο από διάφορα επίπεδα κατανάλωσης διαφορετικών αγαθών.

Η χρησιμότητα ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας πηγάζει από τη δυνατότητα που έχει να ικανοποιήσει μια ανθρώπινη ανάγκη, δηλαδή να προσφέρει ικανοποίηση στο χρήστη του.

Καταλήγεις λοιπόν, να επιλέξεις εκείνο το αντικείμενο που σου προσέφερε την μεγαλύτερη συναισθηματική ικανοποίηση από όλα τα άλλα χαμένα της «σόρτ λίστ», καταλήγεις να μετράς λύπες. Τόσο η μια απώλεια, τόσο η άλλη, τόσο η παραπέρα.

Λένε πάντως, πώς «Λύπη που μετριέται, εύκολα ξεχνιέται».

Αμ δε.

Θα γυρνάω πάντα στις τριακόσιες αφίσες.

Των φοιτητικών μου χρόνων. Στο Παρίσι.

Στα έξη χρόνια εκείνα χρόνια, τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου.

Τελικά εκεί γυρνάς πάντα. Ή σχεδόν πάντα.

Από εκεί αντλείς τις εντονότερες μνήμες σου, από εκεί εισπράττεις αναπνοές για να συνεχίσεις. Ανακαλείς στιγμιότυπα, τρέλες, έρωτες, παρέες, ψιλοαντικείμενα εκείνης της εποχής, κάρτες, γράμματα που στάλθηκαν και άλλα που ήρθαν – emails δεν υπήρχαν τότε- κασέτες από εκείνες τις παλιές με την κορδέλα που γυρίζανε γύρω από δυο άξονες και μπερδεύονταν κι έχανες με τον καιρό, με το κόψε-κόψε της κορδέλας , περιγραφές, αφηγήσεις, μουσικές αφιερώσεις, μέχρι που έπαυαν να λειτουργούν, δεν τα πετούσες, μπαίνανε κι αυτά στα χαρτόκουτα της λήθης, της διαφύλαξης της λήθης.

Στο Παρίσι στα χρόνια της παραμονής μου είχα αποκτήσει διάφορες «παράξενες» συνήθειες.

Η ομορφιά της πόλης με παρέσερνε σε μια περιπλάνηση χωρίς σκοπό. «Περιπλανώμενος άσκοπα» όπως λένε οι ντόπιοι, «se balader». ’Η αλλιώς, φλανέρ. Περαστικός έξω από διάφορα καφέ κι έχοντας αναπτύξει στο μέγιστο των δυνατοτήτων μου, επικοινωνιακές δεξιότητες, αντήλλασσα την ιδιότητα του πελάτη με αφίσες που ήταν κολλημένες στα καφέ, αφίσες θεατρικών παραστάσεων κυρίως, και ορισμένων συναυλιών επίσης.

Θα πρέπει να ήταν καμμιά τριακοσαριά, και με αυτές είχα γεμίσει τους τοίχους του δωματίου-σπιτιού κάνοντας κολλάζ, απ’ άκρη σ’ άκρη, δίνοντας ζωή με την πολυχρωμία του κολλάζ στους τοίχους του 16 τμ σπιτιού-δωματίου.

Το «σπίτι» βρισκόταν στον 1ο όροφο της πίσω πλευράς ενός συγκροτήματος τετραώροφων πολυκατοικιών, με έναν ουρανοξύστη ανάμεσά τους που σχηματίζανε ένα Π.

Οι «μπροστινοί» ατένιζαν το Μπουλβάρ Αραγκό. Της αφιερώνει ο Τσίρκας στην τριλογία του, μια παράγραφο για τις τέσσερεις συστοιχίες καστανιών που την διέτρεχαν, από πάνω το Πορτ Ρουαγιάλ μέχρι τα Γκομπλέν :

««Στο Παρίσι ένα πρωί, κατεβαίνοντας απ’ το καμαράκι μου στα Γκοπλέν, είδα ξάφνου τίς καστανιές του Μπουλβάρ Αραγκό να ‘ναι γεμάτες από πράσινα τρυφερά φυλλαράκια είχαν ξεπετάξει μέσα στη νύχτα. Τέλειωνε ό Μάρτης θυμάμαι, κι από τότε, ο ερχομός τής άνοιξης, πήρε για μένα τούτη την αίσθηση το αναπάντεχο πράσινο πάνω σε καστανόμαυρους κορμούς και άσαρκους κλώνους, πού ’μέναν ακόμα με τίς απελπισμένες χειρονομίες του χειμώνα»

Ήταν ένα απόγευμα Πέμπτης τέλη Ιουνίου με αρχές Ιουλίου, που φόρτωσα το αυτοκινητάκι μου, με σχεδόν ό,τι είχα στο «σπίτι», βιβλία, ρούχα, τις τριακόσιες αφίσες κι ένα σκαμνάκι αμελητέας αξίας που το είχα προμηθευτεί από ένα ξυλουργό: 10 γαλλικά φράγκα της εποχής, 8 δραχμές το ένα φράγκο, 80 δραχμές, σε σημερινά, 0,25 λεπτά του ευρώ, ούτε στο Τζάμπο που λένε.

Το αυτοκινητάκι, ένα Φολκσβάγκεν σκαραβαίος, δεκαετίας, το είχα αγοράσει από τον Κώστα Βεργόπουλο, σε φιλική τιμή, φιλικότατη, καλύτερη δεν γινόταν – κι ας γκρίνιαζα τότε- σαν χορηγία μοιάζει: 2000 φράγκα, 8 δραχμές το ένα φράγκο, 16000 δραχμές, σε σημερινά, κάτι λιγότερο από 50 ευρώπουλα , «ούτε του παππά μη το πείτε»!

Με είχε πάει και με είχε φέρει από το Παρίσι στην Αθήνα και πίσω μια – δυο φορές και αυτή θα ήταν η αποχαιρετιστήρια μάλλον, από το Παρίσι προς την Αθήνα.

Αλλά με τα «μάλλον» δεν ζει κανείς.

Ο σκαραβαίος τα κατάφερε για καμμιά 50αριά χιλιόμετρα στον αυτοκινητόδρομο, μέχρι που παραδομένος στις φλόγες, κατάφερε να κλείσει την οτορούτ:

Φορτωμένο, υπερπλήρες από τα συμπράγκαλα, το βάρος του πίσω καθίσματος, πίεσε κατά πως φαίνεται την μπαταρία του αυτοκινήτου που βρισκόταν κάτω από το πίσω κάθισμα, γεγονός που προκάλεσε ένα ισχυρό θόρυβο, και ταυτόχρονα η ανάφλεξη μεταδόθηκε στην πίσω στην μηχανή, ενώ καπνοί ξεπήδησαν από τις σχισμές του πορτ - μπαγκάζ. Μέχρι να κοντρολάρω τον αραμπά και τον μανουβράρω στα δεξιά, ν’ ανοίξω την πόρτα, να καταλάβω τι γίνεται, οι καπνοί που έβγαιναν από τις πίσω σχισμές, είχαν μετεξελιχθεί σε φλόγες.

Παρά την προσπάθεια των άλλων οδηγών που προσπάθησαν με τους πυροσβεστήρες τους, να περιορίσουν το κακό, η φωτιά επεκτάθηκε μέχρι και το μπροστινό παρμπρίζ, μια βαλίτσα με ρούχα σώθηκε που πετάχτηκε έξω, κάποια βιβλία και το σκαμνάκι.

Καμμιά αφίσα δεν σώθηκε. Σαν στο ποίημα του Ασλάνογλου:

«Καμιά αφίσα ή τοίχος δε θα μαρτυρεί

το ελαφρύ σου πέρασμα στη φλέβα…»

Σαν τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου, δηλαδή.

Καμμιά αφίσα δεν θα τα μαρτυρεί.

Πια.

***

Μιχάλης Κονιόρδος, αφυπηρετήσας καθηγητής Τμήματος Διοίκησης Τουρισμού στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Δημοφιλή