Το τέλος του Μπενίτο Μουσολίνι, του περίφημου Ντούτσε, είναι λίγο πολύ γνωστό. Ιταλοί κομμουνιστές αντάρτες τον εκτέλεσαν και κρέμασαν ανάποδα το πτώμα του σε κεντρική πλατεία του Μιλάνου. Ποια ήταν όμως η τύχη των υπόλοιπων πρωταγωνιστών του Ελληνοϊταλικού Πολέμου; Τι απέγιναν οι στρατηγοί Βισκόντι Πράσκα, Σοντού και Καβαλλέρο, οι οποίοι οδήγησαν τις δυνάμεις του Ντούτσε εναντίον της Ελλάδας. Τι συνέβη τελικά στον Ιταλό πρέσβη στην Αθήνα, Γκράτσι, μετά την επίδοση του τελεσιγράφου στον Μεταξά και την δραματική μεταξύ τους συνομιλία;
● Ο στρατηγός Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα, γεννήθηκε στην Ρώμη, το 1883. Κατείχε τον τίτλο του κόμη και ανήκε στον παλιό αριστοκρατικό οίκο των Βισκόντι.
Οι σύγχρονοί του πίστευαν ότι διέθετε εντυπωσιακή εμφάνιση ενώ ο ίδιος συνήθιζε να περηφανεύεται για την ρωμαλέα σωματική κατασκευή του. Υπέρμετρα εγωιστής και υπερβολικά αισιόδοξος, είχε ακλόνητη εμπιστοσύνη στις προσωπικές του διοικητικές και στρατηγικές ικανότητες. Ο Βισκόντι Πράσκα συμμετείχε στον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο (1911-1912) και στον Πρώτο Παγκόσμιο, ενώ συνέβαλε στον σχεδιασμό της εισβολής στην Αιθιοπία, το 1935.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, ήταν ο επικεφαλής των δυνάμεων που επιτέθηκαν εναντίον της Ελλάδας. Η υπερβολική του αυτοπεποίθηση τον οδήγησε στο να υποτιμήσει σοβαρά τον ελληνικό στρατό και να υποστεί τις πρώτες σημαντικές ήττες. Αποτέλεσμα αυτών των αποτυχιών ήταν η αντικατάστασή του από τον αντιστράτηγο Ουμπάλντο Σοντού, σχεδόν μόλις δυο εβδομάδες μετά την έναρξη του πολέμου. Τον Σεπτέμβριο του 1943, ο Βισκόντι Πράσκα, αλλάζοντας στρατόπεδο, πέρασε στην αντίσταση εναντίον του Χίτλερ. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους όμως συνελήφθη και κρατήθηκε αιχμάλωτος στην Γερμανία. Εκεί παρέμεινε μέχρι τον Απρίλιο του 1945, οπότε και απελευθερώθηκε από τον σοβιετικό στρατό. Το 1946 ο Βισκόντι Πράσκα επέστρεψε στην πατρίδα του και εξέδωσε τα απομνημονεύματά του με τίτλο «Εγώ επιτέθηκα εναντίον της Ελλάδος». Στο βιβλίο αυτό, ο Ιταλός στρατηγός προσπάθησε να δικαιολογήσει τις εσφαλμένες ενέργειές του κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Έχοντας ουσιαστικά αποσυρθεί από τον δημόσιο βίο, πέθανε στο Μόντε Πόρτσιο Κατόνε, ένα χωριό κοντά στην Ρώμη, το 1961.
● Γεννημένος στο Σαλέρνο, το 1883, ο αντιστράτηγος Ουμπάλντο Σοντού είχε λάβει μέρος στον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο και στον Πρώτο Παγκόσμιο.
Όπως αναφέρθηκε, τον Νοέμβριο του 1940 αντικατέστησε τον Βισκόντι Πράσκα στην ηγεσία των ιταλικών δυνάμεων που πολεμούσαν εναντίον της Ελλάδας και προήχθη σε στρατηγό. Με την άφιξη του στο μέτωπο, ο Σοντού συνειδητοποίησε ότι η κατάσταση ήταν εξαιρετικά δύσκολη για τους Ιταλούς. Αξιωματικοί που τον γνώρισαν, έκαναν λόγο για έναν διστακτικό διοικητή, γεμάτο φοβίες και ανασφάλειες. Παρά τις ενισχύσεις που έλαβε, ο Σοντού δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ελληνική αντεπίθεση και μέσα σε λίγες ημέρες οι Ιταλοί έχασαν μια σειρά σημαντικών πόλεων (Κορυτσά, Πόγραδετς, Πρεμετή, Άγιοι Σαράντα, Δέλβινο, Αργυρόκαστρο, Χειμάρρα). Οι διαδοχικές αυτές ήττες προκάλεσαν ψυχολογική κατάρρευση στον Ιταλό στρατηγό. Απελπισμένος, ο Σοντού κάλεσε τον Μουσολίνι να προτείνει στους Έλληνες ανακωχή και να τερματίσει τον πόλεμο με διπλωματικά μέσα. Η απάντηση από τον Ντούτσε ήταν άμεση: στα τέλη Δεκεμβρίου, ο Σοντού απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του και αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Ούγκο Καβαλλέρο.
Η απόβαση των Συμμάχων στην Σικελία, τον Ιούλιο του 1943, επέφερε ραγδαίες εξελίξεις. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς σχηματίστηκαν δύο αντίπαλα κράτη στην Ιταλική Χερσόνησο. Το νότιο τμήμα, το οποίο κυβερνούσε ο στρατάρχης Πιέτρο Μπαντόλιο, είχε ταχθεί στο πλευρό των Αγγλοαμερικανών. Στον Βορρά, ο Χίτλερ ίδρυσε ένα κράτος μαριονέτα, την λεγόμενη Δημοκρατία του Σαλό, η οποία παρέμενε στο πλευρό του Άξονα. Αρχικά, ο Σοντού φυλακίστηκε από τον Μπαντόλιο, αλλά απελευθερώθηκε λίγο αργότερα από τους Γερμανούς. Στην συνέχεια, έδωσε όρκο υποταγής στο καθεστώς του Σαλό, αλλά παρέμεινε παραγκωνισμένος στο φασιστικό κόμμα, τα μέλη του οποίου γενικά τον περιφρονούσαν. Κατηγορήθηκε μάλιστα ότι ήταν προδότης του έθνους του και πως ηττήθηκε εσκεμμένα από τους Έλληνες, για να υπονομεύσει τον Μουσολίνι. Παρόλα αυτά, ο Ντούτσε θεώρησε το ζήτημα άνευ σημασίας. Μετά τον πόλεμο, ο Σοντού παρέμεινε στο περιθώριο και πέθανε στην Ρώμη, το 1949.
● Ο Ούγκο Καβαλλέρο γεννήθηκε το 1880 στο Πεδεμόντιο, καταγόμενος από αριστοκρατική οικογένεια.
Έλαβε μέρος στον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο ενώ κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο αναδείχθηκε σε διευθυντή του Γραφείου Επιχειρήσεων της Ανώτατης Διοίκησης του Στρατού. Την περίοδο 1925-1928 έγινε Υφυπουργός Στρατιωτικών, στην κυβέρνηση του Μπενίτο Μουσολίνι και το 1937 τέθηκε επικεφαλής των ιταλικών δυνάμεων στην Ανατολική Αφρική.
Αρχές Δεκεμβρίου του 1940, ο Καβαλλέρο ορίστηκε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων της Ιταλίας. Στα τέλη του ίδιου μήνα, ανέλαβε να αναστρέψει την δυσμενή τροπή του πολέμου κατά της Ελλάδας, αντικαθιστώντας τον Σοντού, χωρίς όμως επιτυχία. Η αντίσταση των Ελλήνων κάμφθηκε μόνο με την επέμβαση των χιτλερικών δυνάμεων.
Από το 1941 είχε μια προβληματική συνεργασία με τους Γερμανούς και τον Έρβιν Ρόμελ, στο μέτωπο της Βορείου Αφρικής, αλλά προήχθη σε στρατάρχη το 1942. Μετά την οριστική ήττα του Άξονα στην αφρικανική εκστρατεία και τις αποτυχίες των ιταλικών δυνάμεων στην Ρωσία, ο Καβαλλέρο καθαιρέθηκε από την θέση του. Με τον σχηματισμό δύο αντίπαλων κρατών στην Ιταλία, τον Σεπτέμβριο του 1943, ο Μπαντόλιο συνέλαβε τον Καβαλλέρο ως φίλο των ναζί. Εκείνος όμως, συνέταξε μια υπερασπιστική επιστολή, στην οποία υποστήριζε ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια ήταν αντίθετος με τον Μουσολίνι, σχεδιάζοντας πραξικόπημα εναντίον του.
Λίγο αργότερα οι Γερμανοί απελευθέρωσαν τον Καβαλλέρο και του πρότειναν να οργανώσει τον στρατό της Δημοκρατίας του Σαλό. Οι χιτλερικοί όμως άρχισαν να αμφισβητούν την νομιμοφροσύνη του, όταν ανακάλυψαν την επιστολή που είχε γράψει μετά την σύλληψή του από τον Μπαντόλιο. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1943, ο Καβαλλέρο βρέθηκε νεκρός στο ξενοδοχείο που διέμενε, στο Λάτιο, με μια σφαίρα στον δεξί κρόταφο. Παραμένει αδιευκρίνιστο μέχρι σήμερα αν επρόκειτο για αυτοκτονία ή για εν ψυχρώ εκτέλεση από τους Γερμανούς.
● Ο Εμμανουέλε Γκράτσι έχει συνδεθεί με τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο επειδή ήταν εκείνος που επέδωσε στον Μεταξά το φασιστικό τελεσίγραφο.
Γεννημένος στην Φλωρεντία, το 1891, εισήλθε στο διπλωματικό σώμα το 1912. Έλαβε μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως αξιωματικός πυροβολικού και παρασημοφορήθηκε για την δράση του. Ως διπλωμάτης υπηρέτησε σε πολλές χώρες, όπως Γερμανία, Βραζιλία, Η.Π.Α, Ολλανδία, Γουατεμάλα κ.α. Το 1939 διορίστηκε πρέσβης της Ιταλίας στην Ελλάδα και υπ’ αυτήν την ιδιότητα επέδωσε το τελεσίγραφο του Μουσολίνι στον Μεταξά. Λίγες μέρες μετά την έναρξη του πολέμου, ο Γκράτσι εγκατέλειψε την Ελλάδα για την Ιταλία. Εκεί, ο Μουσολίνι τον επέπληξε για την εσφαλμένη εικόνα που έδιναν οι αναφορές του, οι οποίες παρουσίαζαν τον ελληνικό στρατό ανίκανο να αμυνθεί.
Το 1941, ο Γκράτσι υπηρέτησε ως πρέσβης στο κατεχόμενο από τους Γερμανούς Βελιγράδι. Μετά την απόβαση των Συμμάχων στην Σικελία, το 1943, τον πλησίασαν οι ηγέτες των Τσέτνικ, Σέρβων εθνικιστών ανταρτών, οι οποίοι πρότειναν την διάλυση της συμμαχίας της Ιταλίας με την Γερμανία. Από ό,τι φαίνεται όμως, οι διαβουλεύσεις αυτές δεν κατέληξαν κάπου. Τον Σεπτέμβριο του 1943, ο Γκράτσι προσχώρησε στο καθεστώς του Σαλό και διορίστηκε πρέσβης στην Βουδαπέστη. Ο Ιταλός διπλωμάτης όμως δεν μετέβη ποτέ στην ουγγρική πρωτεύουσα. Οι Γερμανοί, οι οποίοι αμφέβαλλαν για την νομιμοφροσύνη του, τον φυλάκισαν και έπειτα τον ελευθέρωσαν, θέτοντάς τον σε επιτήρηση. Μετά τον πόλεμο, κατάφερε να πείσει τις δημοκρατικές πλέον αρχές της Ιταλίας ότι η πίστη του στο καθεστώς του Σαλό δεν ήταν αληθινή. Συνταξιοδοτήθηκε το 1947 και έκτοτε ασχολήθηκε με την συγγραφή άρθρων σε εφημερίδες και περιοδικά. Παράλληλα, έγραψε το βιβλίο «Η αρχή του τέλους: η επιχείρηση της Ελλάδας», όπου κατέκρινε τις ενέργειες του Μουσολίνι λίγους μήνες πριν την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Ο Εμμανουέλε Γκράτσι πέθανε στην Ρώμη το 1961.