«Οι Θερμοπύλες ήταν μια καταστροφή! Και θεωρώ εξωφρενικό να θυμόμαστε τους Σπαρτιάτες για μια ήττα ενώ οι πραγματικές, απίστευτες νίκες τους παραβλέπονται» λέει με ένταση ο Μάικ Κόουλ (Myke Cole), Αμερικανός συγγραφέας και ιστορικός, κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας μέσω Skype. Το θέμα μας είναι η αρχαία Σπάρτη- όχι αυτή των «300» του σινεμά και των κόμικ, μα του Κλεομένη του Γ′ και του Αρχίδαμου του Β’, τη Σπάρτη που κατοικήθηκε όχι από «υπερανθρώπους», μα από πραγματικά ανθρώπινα όντα, με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, και έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αρχαίας ελληνικής και παγκόσμιας ιστορίας, ασκώντας επιρροή μέχρι και σήμερα.
Ο Μάικ Κόουλ είναι ιστορικός, συγγραφέας και αρθρογράφος. Η πιο πρόσφατη δουλειά του, με αφορμή την οποία μίλησε στη HuffPost Greece μέσω email και Skype, είναι το «The Bronze Lie: Shattering the Myth of Spartan Warrior Supremacy» (Osprey). Μεταξύ άλλων, έχει εκδώσει το «Legion Versus Phalanx», αναλύοντας την αναμέτρηση μεταξύ του ελληνικού και του ρωμαϊκού τρόπου πολέμου, καθώς και 10 νουβέλες fantasy και επιστημονικής φαντασίας, ενώ έχει γράψει άρθρα που έχουν δημοσιευτεί στους New York Times, το Smithsonian Magazine, το Slate, το The Daily Beast, το The New Republic, το McSweeney’s και το Foreign Policy, σχετικά με θέματα πολιτικής και ιστορίας. Ο ίδιος σήμερα εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα παρέχοντας υπηρεσίες ερευνών και ως πυροσβέστης στο Χάντσον Βάλεϊ της Νέας Υόρκης, ενώ για το συγγραφικό του έργο αντλεί βιώματα και από μια πολυετή καριέρα στις ένοπλες δυνάμεις, τις υπηρεσίες πληροφοριών και τις υπηρεσίες επιβολής νόμου, η οποία περιελάμβανε υπηρεσία στο Ιράκ και σε περιστατικά αντιμετώπισης καταστροφών στις ΗΠΑ.
Ο γράφων έπεσε στο «The Bronze Lie» πρακτικά κατά τύχη, βλέποντας σχετικό άρθρο του κ. Κόουλ στο Smithsonian Magazine. Ψάχνοντας περαιτέρω, βρέθηκα προ εκπλήξεως όταν διαπίστωσα ότι είχα διαβάσει ήδη κάποια από τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας του- και ήταν φυσικό επακόλουθο η περαιτέρω αναζήτηση, και η επαφή μαζί του στη συνέχεια, μέσω email και Skype. «Λατρεύω την Ελλάδα!» λέει επανειλημμένα κατά τη συνομιλία μας, διηγούμενος εμπειρίες από τις επισκέψεις του στη χώρα μας, σε αρχαιολογικούς και μη χώρους (εκφράζοντας, μεταξύ άλλων, θαυμασμό για την Αθήνα αλλά και για τη σύγχρονη Θήβα), αναλύοντας ιστορικά γεγονότα με ματιά που θυμίζει τον τρόπο που εξετάζουμε σημερινά, σύγχρονα γεγονότα και ανθρώπους της εποχής μας και δίνοντας ανελλιπώς έμφαση στην ανάγκη να δούμε τους Σπαρτιάτες και τους αρχαίους Έλληνες εν γένει όχι ως «πρωταγωνιστές βιβλίων ιστορίας», μα ως πραγματικούς ανθρώπους, όπως αυτοί που συναντούμε σήμερα, και ζητώντας να εμπνευστούμε από αυτούς με αυτή τη βάση.
Ο ίδιος έχει αναφερθεί ξανά στο θέμα αυτού που χαρακτηρίζει ως λανθασμένη εικόνα για τους αρχαίους Σπαρτιάτες, και άρθρο του στο The New Republic (με τίτλο «The Sparta Fetish is a Cultural Cancer») όπου έκανε λόγο για «σπαρτιατικό φετίχ» το οποίο χρησιμοποιείται από την ακροδεξιά είχε προκαλέσει αντιδράσεις στη χώρα μας, μεταξύ των οποίων και από τον δήμαρχο Σπάρτης, Πέτρο Δούκα, ο οποίος δημοσίευσε σχετική επιστολή – απάντηση, εκφράζοντας τις θέσεις του απέναντι στα γραφόμενα του κ. Κόουλ. Όπως λέει ο ίδιος ο Αμερικανός συγγραφέας (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, κατά τη συνομιλία μας, παρουσίασε μια απρόσμενα καλή γνώση σχετικά με τα δρώμενα στη σημερινή ελληνική πολιτική), η απάντηση του κ. Δούκα πραγματικά του «ράγισε την καρδιά», δεδομένου ότι, όπως σημειώνει, «το βιβλίο το έγραψα και για αυτόν, για τους σύγχρονους Σπαρτιάτες», προκειμένου να πέσει φως στην αληθινή και ανθρώπινη διάσταση της αρχαίας Σπάρτης, πέρα από εικόνες και πρότυπα της ποπ κουλτούρας- και υπογραμμίζοντας την επιδίωξη εκμετάλλευσης και εκμετάλλευσης εσφαλμένων εικόνων από την ακροδεξιά για να εξυπηρετήσει τα αφηγήματά της. Παράλληλα, ο ίδιος υπογραμμίζει μετ‘επιτάσεως τη σημασία της αναγνώρισης πως σε πολλά από αυτά τα θέματα στην πραγματικότητα μπορούμε να μιλάμε μόνο για «άποψη»/ ερμηνεία από πλευράς του ιστορικού παρατηρητή, με βάση τα υπάρχοντα διαθέσιμα στοιχεία/πηγές, εκφράζει πολύ μεγαλύτερο θαυμασμό για πολύπλευρες προσωπικότητες όπως ο Βρασίδας, ο Κλεομένης Γ’ και ο Αρχίδαμος ο Β′ από ό,τι για τον μάλλον «μονοδιάστατο» (με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία) Λεωνίδα και «βλέπει» το «χέρι» του ευφυούς πολιτικού Θεμιστοκλή πίσω από τη δημιουργία της εικόνας των Σπαρτιατών ως «υπερ-πολεμιστών» που φτάνει μέχρι τις ημέρες μας.
HuffPost Greece: Ας αρχίσουμε με τον τίτλο του βιβλίου σας: «The Bronze Lie» (μπρούντζινο ψέμα). Θα φτάνατε στο σημείο να πείτε πως η εικόνα/ αντίληψη που υπάρχει για τους Σπαρτιάτες είναι αλήθεια «ψέμα»; Δεν είναι αναμενόμενες άλλωστε οι διαφορές μεταξύ της ιστορικής αλήθειας και του popular culture;
Myke Cole: Ναι, είμαι σίγουρος πως ο τίτλος είναι σωστός. Αν και οι διαφορές μεταξύ της pop culture και της ιστορικής αλήθειας είναι αναμενόμενες όντως, αυτό που συνέβη με τη Σπάρτη πήγε πολύ παραπέρα. Η δημοφιλής εικόνα περί των αρχαίων Σπαρτιατών έχει εξελιχθεί σε ένα εργαλείο διέγερσης για την άκρα δεξιά στην πολιτική, και διαιωνίζει μια εσφαλμένη αντίληψη με εσκεμμένους πολιτικούς στόχους. Ακόμα χειρότερα, στερεί από όλους την ευκαιρία να «συνδεθούν» με τους Σπαρτιάτες ως ανθρώπινα όντα, να δούμε τους εαυτούς μας στη δική τους πραγματικότητα, με τα όποια ελαττώματά της, και ως εκ τούτου να εμπνευστούμε από τις πραγματικές τους ένδοξες νίκες.
Οι Σπαρτιάτες ήταν μια πολύ στρατιωτικοποιημένη κουλτούρα και κοινωνία. Ποιος πιστεύετε πως ήταν ο λόγος για αυτό;
Οι Σπαρτιάτες ΔΕΝ ήταν μια πολύ στρατιωτικοποιημένη/ στρατοκρατική κουλτούρα και κοινωνία. Αυτό είναι μέρος του Μπρούντζινου Ψέματος. Είναι αλήθεια πως οι Σπαρτιάτες ήταν στρατιωτικά ενεργοί, και η ταυτότητα ως πολεμιστή ήταν πολύ σημαντική ως προς την κοινωνική θέση, μα αυτό ισχύει για τις ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ αρχαίες ελληνικές πόλεις, και γενικότερα για τις ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ αρχαίες μεσογειακές κοινωνίες. Η φήμη της Σπάρτης περί μιλιταρισμού/ στρατοκρατίας δεν προκύπτει από τις πηγές. Οι Σπαρτιάτες ήταν αριστοκράτες που είχαν τη δυνατότητα να εκπαιδεύονται επειδή μια κάστα σκλάβων έκανε όλες τις αγροτικές εργασίες για λογαριασμό τους. Μα αυτό δεν είναι το ίδιο με το να είσαι επαγγελματίας πολεμιστής «πλήρους απασχόλησης».
Αφήνοντας κατά μέρος τη φαντασία και την pop culture όμως, ο σπαρτιατικός στρατός ήταν πραγματικά μια ισχυρή, υπολογίσιμη δύναμη- αλλά φαίνεται ότι σπάνια τα «έπαιζαν όλα για όλα», κινητοποιώντας το σύνολο της στρατιωτικής τους ισχύος. Όπως το αντιλαμβάνομαι, προτιμούσαν να ενεργούν εκ του ασφαλούς, προτιμώντας να χρησιμοποιούν συμβούλους και μικρές μονάδες για τους συμμάχους τους, καθώς δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν τον κύριο πυλώνα της πολιτικής τους ισχύος- και αυτό έχει λογική, ειδικά αν σκεφτεί κανείς τι συνέβη στα Λεύκτρα, εν τέλει. Επίσης, δεν ήταν υπεράνω της «realpolitik», χρησιμοποιώντας δωροδοκίες, προδότες κλπ. Γενικότερα μιλώντας, πώς θα περιγράφατε τη σπαρτιατική «υψηλή στρατηγική»;
Έχετε πάρα πολύ δίκιο: Οι Σπαρτιάτες βασίζονταν πάρα πολύ στην «ήπια ισχύ» (δημιουργία συμμαχιών, διαπραγματεύσεις, διπλωματία, πειθαναγκασμός, πέμπτες φάλαγγες, δωροδοκίες και σε γενικές γραμμές οτιδήποτε άλλο από τον πόλεμο). Η υψηλή στρατηγική της Σπάρτης ήταν να κυριαρχεί στο τμήμα της Ελλάδας νότια του Ισθμού της Κορίνθου και να αφήνει τους υπόλοιπους Έλληνες να φθείρονται πολεμώντας μεταξύ τους ώστε να δημιουργούνται συνθήκες όπου η Σπάρτη μπορούσε να επιβάλλει περαιτέρω την πολιτική της. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τη συνεχιζόμενη σπαρτιατική πολιτική αποφυγής πολεμικών επιχειρήσεων βόρεια του Ισθμού, ή έστω της σποραδικής προσφυγής σε αυτές, και χωρίς πλήρη (μεγάλη) κινητοποίηση δυνάμεων- συχνά χρησιμοποιώντας θρησκευτικά προσχήματα, όπως έκαναν τόσο στον Μαραθώνα (490 πΧ) όσο και στις Θερμοπύλες (480 πΧ).
Ήταν καλοί, μα προφανώς όχι ανίκητοι. Ποιες πιστεύετε πως ήταν οι μεγαλύτερες νίκες των Σπαρτιατών, ποιες οι χειρότερες ήττες τους και γιατί; Ποιοι αποδείχτηκαν οι σκληρότεροι εχθροί τους, και πώς κατάφερναν να επικρατήσουν απέναντι στους φοβερούς Σπαρτιάτες, όταν επιτύγχαναν κάτι τέτοιο;
Και βέβαια οι Σπαρτιάτες ήταν καλοί, και είναι σημαντικό να το αναγνωρίζουμε αυτό. Ήταν πιο καλά πειθαρχημένοι και οργανωμένοι από τους αντιπάλους τους (αν και δεν ήταν «επαγγελματίες» με τη σύγχρονη έννοια του όρου), μα και πάλι, αυτό ήταν σε μεγάλο βαθμό χάρη στην έντονα «ερασιτεχνική» φύση της οπλιτικής μάχης. Η Σπάρτη είχε πολλές μεγάλες ήττες (μεταξύ των οποίων και αυτή στην οποία, παραδόξως, οφείλεται ο θρύλος τους ως μεγάλων πολεμιστών- οι Θερμοπύλες το 480 πΧ). Μα οι τέσσερις μεγαλύτερες καλύπτονται ως «μάχες- κλειδιά» (focus battles) στο «Bronze Lie»- φυσικά οι Θερμοπύλες, μα επίσης η Πύλος/ Σφακτηρία το 425 πΧ (όπου η Σπάρτη πιάστηκε πολλές φορές «στον ύπνο», έχασε τον στόλο της και είδε 120 Σπαρτιάτες να παραδίδονται, σε πλήρη αντίθεση με τον θρύλο και τη φήμη τους), τα Λεύκτρα το 371 πΧ (όπου η «ραχοκοκκαλιά» της Σπάρτης έσπασε πλήρως και οριστικά, με αποτέλεσμα να παύσει στην πράξη να αποτελεί γεωπολιτική δύναμη) και η Σελλασία το 222 πΧ (όπου η απόπειρα της Σπάρτης να ανακάμψει ανεκόπη, στην πραγματικότητα πριν καλά καλά αρχίσει, από την αυξανόμενη στρατιωτική ισχύ των ελληνιστικών βασιλείων).
Αυτό που εγώ βρίσκω εξωφρενικό είναι το ότι η Σπάρτη είναι ευρύτατα γνωστή για μια ήττα (τις Θερμοπύλες) ενώ οι πολλές απίστευτες νίκες τους είναι εντελώς αόρατες. Κάποια παραδείγματα είναι η πρώτη μάχη της Μαντινείας (418 πΧ) όπου, χάρη στην ικανότατη διοίκηση, κατάφεραν να νικήσουν αν και ήταν στα πρόθυρα της ήττας, και η Νεμέα (394 πΧ) όπου η πειθαρχία και η προσήλωση οδήγησαν σε μια λαμπρή, αποφασιστική νίκη που έδωσε στη Σπάρτη ένα πρόωρο πλεονέκτημα στον Κορινθιακό Πόλεμο.
Οι σκληρότεροι εχθροί των Σπαρτιατών ήταν αδιαμφισβήτητα οι Θηβαίοι, η καινοτομία των οποίων και η ευφυής/ τολμηρή διοίκηση των στρατηγών τους (Επαμεινώνδας, Πελοπίδας) σήμαναν το τέλος της εποχής της μεγάλης δύναμής τους, μα αυτός ο τίτλος θα μπορούσε επίσης να πάει και στους Μακεδόνες/ Αντιγονίδες. Η αλήθεια είναι πως, στο τέλος, η Σπάρτη ήταν υπεύθυνη για την ίδια της την ήττα, καθώς απέτυχε να προσαρμοστεί γρήγορα στη μεταβαλλόμενη φύση του πολέμου στον αρχαίο κόσμο. Έχουν λεχθεί πολλά ψέματα για τη Σπάρτη, μα φαίνεται πως ο πολιτιστικός συντηρητισμός της ήταν μια από τις αλήθειες, καθώς την εμπόδισε να υιοθετήσει πραγματικά τη διακλαδικότητα στον πόλεμο (σ.σ.: combined arms- συνδυασμένες ενέργειες από διαφορετικά όπλα, πχ το πεζικό να επιχειρεί σε στενή συνεργασία/ συντονισμό με το ιππικό κ.ο.κ) και συνέχισε να βασίζεται στο φημισμένο της βαρύ πεζικό (τους οπλίτες) αντί να επενδύσει σε εγχώριο ιππικό, ελαφρύ πεζικό, ναυτικό και σώμα μηχανικού/ πολιορκητικές μηχανές.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η Σπάρτη δεν προσαρμοζόταν και δεν καινοτομούσε, προφανώς και το έκανε. Απλά δεν το έκανε τόσο γρήγορα όσο οι κύριοι αντίπαλοί της. Αυτό φαίνεται από το ότι η καθεμιά από τις μεγάλες της ήττες οφειλόταν στην αδυναμία αντιμετώπισης ενός νέου συστήματος τακτικής, όπως η βαθύτερη ανάπτυξη στην αριστερή πτέρυγα της παράταξης από τον Ιερό Λόχο των Θηβών και η άρνηση/αποφυγή εμπλοκής από το άλλο πλευρό της θηβαϊκής παράταξης στα Λεύκτρα (λοξή φάλαγγα) ή η φάλαγγα των Αντιγονιδών με τα μακρά δόρατα (σάρισσες) στη Σελλασία.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι επιχειρείτε να «αποδομήσετε» τους Σπαρτιάτες, όπως τους φαντάζονται οι περισσότεροι σήμερα. Ισχύει αυτό; Τους εκτιμάτε, ή μήπως τους θεωρείτε κατά κάποιον τρόπο από τους «κακούς» του αρχαίου ελληνικού κόσμου;
Δεν έγραψα το «The Bronze Lie» για μειώσω τους Σπαρτιάτες, το έγραψα για να τους ΔΩ στα αλήθεια. Γνωρίζοντάς τους όπως έπρεπε να το κάνω προκειμένου να γράψω αυτό το βιβλίο, τους αγάπησα. Ήταν πραγματικά ένας θαυμαστός λαός, και αυτό που εμπνέει είναι οι αγώνες τους, οι αποτυχίες τους, και οι αγώνες τους ακριβώς μετά από αυτές. Θεωρώ τους Σπαρτιάτες ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, όπως εμείς οι υπόλοιποι. Αποδομώντας το «Μπρούντζινο Ψέμα», σκοπός μου ήταν να δώσω στους αναγνώστες μια ευκαιρία να συνδεθούν μαζί τους και να τους δουν όπως ήταν στην πραγματικότητα.
Ποια πιστεύετε ότι ήταν η κορυφαία στιγμή της Σπάρτης; Το ζενίθ της δύναμής της;
Αδιαμφισβήτητα ο Κλεομένειος Πόλεμος, όταν ο Κλεομένης ο Γ′ της Σπάρτης έβαλε τη Σπάρτη στο δρόμο της «ανάστασης», ως μοναδικός της βασιλιάς. Η Σπάρτη έδρασε στην αρχή του πολέμου εκείνου με ενεργητικότητα και ζωντάνια που την έφεραν πολύ κοντά στο να ανακτήσει την παλιά της δόξα, παρά την ισχυρή αντίσταση της ανερχόμενης Αχαϊκής Συμπολιτείας. Επίσης, η Σπάρτη είναι στην πιο ευέλικτη φάση της, με τον Κλεομένη να την απαλλάσσει από το παλιό της πολιτικό σύστημα (απολυταρχικά, ναι, μα σίγουρα όχι αρτηριοσκληρωτικά!) και να επιχειρεί, επιτέλους, να επεκτείνει το καθεστώς των πολιτικών δικαιωμάτων, ενώ παράλληλα προσαρμόζεται στον μακεδονικό τρόπο πολέμου (η εξέλιξη των οπλιτών στους σαρισοφόρους «πεζέταιρους» του βασιλιά). Η Σπάρτη επιτέλους και για ένα μικρό χρονικό διάστημα καινοτομούσε με την ταχύτητα που χρειαζόταν για να επιβιώσει, και το αποτέλεσμα- εντυπωσιακά και σχεδόν αδιαμφισβήτητα- έδειξε πως η Σπάρτη ήταν ικανότατη όταν σταματούσε να εμποδίζει τον ίδιο της τον εαυτό.
Όσον αφορά σε Σπαρτιάτες στρατιωτικούς και πολιτικούς ηγέτες, έχετε μιλήσει με πολύ θαυμασμό για τον Βρασίδα, που προφανώς δεν είναι το ίδιο γνωστός με τον Λεωνίδα. Ποιοι νομίζετε πως ήταν οι μεγαλύτεροι των Σπαρτιατών και γιατί;
Εκτιμώ τον Βρασίδα τόσο πολύ ακριβώς επειδή ΔΕΝ είναι ο Λεωνίδας: Είναι ένας άνθρωπος που έμαθε από τα λάθη του στην Πύλο (όπου παραλίγο να σκοτωθεί επειδή μπήκε πρόωρα στη μάχη) και ο οποίος από εκείνο το σημείο και μετά άλλαξε τη στρατηγική του, κερδίζοντας τη μία πόλη μετά την άλλη για λογαριασμό της Σπάρτης χωρίς να πολεμά. Δείχνει τη Σπάρτη στα καλύτερά της- ανθρώπινα όντα που μαθαίνουν από τα λάθη τους και εξελίσσονται, και κερδίζουν μεγάλες νίκες χάρη σε αυτά που έχουν διδαχθεί. Θα μπορούσα να πω ότι, εκτός Ελλάδας, σχεδόν κανείς δεν ξέρει τον Βρασίδα (οι περισσότεροι Αμερικανοί τον γνωρίζουν μόνο και μόνο λόγω της εμφάνισής του στο τελευταίο βιντεοπαιχνίδι της σειράς Assassin’s Creed), που είναι και ακριβώς ο λόγος που που έγραψα ένα ολόκληρο άρθρο για αυτόν για το Smithsonian Magazine. Θέλω τα μαθήματά του να γίνουν ευρέως γνωστά, πως οι άνθρωποι που μαθαίνουν και αναπτύσσονται είναι οι αληθινοί ήρωες.
Ένας άλλος μεγάλος Σπαρτιάτης που δεν θεωρώ ότι μνημονεύεται όσο θα έπρεπε είναι ο βασιλιάς Αρχίδαμος ο Β’, που αγωνίστηκε τόσο γενναία για να αποτρέψει τη φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου που έχει πάρει το όνομά του (Αρχιδάμειος Πόλεμος). Οι πηγές είναι ξεκάθαρες στο ότι είδε πόσο ανόητο θα ήταν να ορμήσει βιαστικά, και δούλεψε σκληρά για να υπηρετήσει τα συμφέροντα της Σπάρτης, ακόμα και όταν αυτά τα συμφέροντα ήταν αντίθετα στην επιθυμία για πόλεμο. Με εντυπωσιάζει εξίσου η αίσθηση αφοσίωσής του στην πόλη- κράτος του. Αν και νόμιζε ότι η εισβολή στην Αττική ήταν ανόητη, όταν η παράταξη που ήταν υπέρ του πολέμου στη Σπάρτη υπερίσχυσε, κατάπιε την περηφάνια του και έκανε το καθήκον του. Ήταν άνθρωπος με συνείδηση, εργάστηκε πραγματικά για τα συμφέροντα της Σπάρτης, δεν άφησε να τον εμποδίσουν θέματα περηφάνιας, και στο τέλος έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει. Ήταν, από κάθε πλευρά που έμαθα ποτέ ως νεαρός στρατιωτικός, ο τέλειος στρατιώτης.
Ας μιλήσουμε για τους Σπαρτιάτες μεταρρυθμιστές: Άγις Δ′ και Κλεομένης Γ’. Στα δικά μου μάτια φαίνονται ικανοί, σοφοί άνδρες που είδαν τι μέλλει γενέσθαι και τις παθογένειες του σπαρτιατικού συστήματος, και προσπάθησαν να το διορθώσουν. Τι συνέβη στο τέλος και γιατί; Μπορούσε η Σπάρτη να ανακάμψει μετά το τέλος της ηγεμονίας της;
Συμφωνώ απολύτως με την αξιολόγησή σας. Πιστεύω ότι και οι δύο τους γνώριζαν πολύ καλά πως η Σπάρτη πλέον ήταν ασήμαντη γεωπολιτικά, είδαν πως ήταν δέσμια ενός αρτηριοσκληρωτικού συστήματος που δεν ήταν πλέον κατάλληλο για διακυβέρνηση, και έδρασαν για να αναζωογονήσουν την πόλη- κράτος. Επίσης, ήταν απίστευτα φιλόδοξοι, επιδιώκοντας να κυβερνήσουν απολυταρχικά. Ωστόσο αυτά δεν αποκλείουν το ένα το άλλο. Πρέπει επίσης να θυμόμαστε πως είναι πιθανόν μεγάλο μέρος του μύθου γύρω από τον Λυκούργο και την ίδρυση της Σπάρτης να σχηματίστηκε κατά τις βασιλείες αυτών των δύο βασιλιάδων, ως ένα μέσον από το παρελθόν για να δικαιολογήσουν τις σαρωτικές αλλαγές που έκαναν, και να υποστηρίξουν την απολυταρχική τους διακυβέρνηση.
Πιστεύω πραγματικά πως ο Κλεομένης ο Γ′ έφτασε πραγματικά πολύ κοντά στο να καταστήσει τη Σπάρτη πάλι υπολογίσιμη στρατιωτικά και να την καθιερώσει ξανά ως την κυρίαρχη δύναμη στην Πελοπόννησο. Ήταν κοντά στο να νικήσει την Αχαϊκή Συμπολιτεία και να κυριαρχήσει τουλάχιστον στην Ελλάδα νότια του Ισθμού της Κορίνθου, μα όταν ο Αντίγονος Γ′ Δώσων μπήκε στον πόλεμο, αυτό σφράγισε την καταστροφή του. Οι Σπαρτιάτες προσπαθούσαν να προσαρμοστούν στον πόλεμο με τον «μακεδονικό τρόπο» (όπως λέει ο Πλούταρχος), μα πραγματικά βρίσκονταν μόλις στην αρχή σε έναν τομέα όπου οι Αντιγονίδες είχαν ήδη παρουσία για έναν αιώνα. Ο Κλεομένης πολέμησε σκληρά στη Σελλασία, μα δεν είναι έκπληξη το ότι ηττήθηκε.
Ποιοι είναι οι λόγοι πίσω από την εξέλιξη της Σπάρτης σε υπερδύναμη, και ποιοι οι λόγοι της παρακμής της;
Θα έλεγα πως η Σπάρτη ποτέ δεν έφτασε σε θέση υπερδύναμης. Ακόμα και η νίκη τους στον Πελοποννησιακό Πόλεμο το 404 πΧ κράτησε για έναν περίπου χρόνο πριν αμφισβητηθεί σοβαρά από τον Θρασύβουλο και τους Αθηναίους εξορίστους, που ανάγκασαν την Σπάρτη να δεχτεί την αποκατάσταση της αθηναϊκής δημοκρατίας σε μια προσπάθεια διατήρησης της ειρήνης. Η Σπάρτη ήταν σίγουρα μια σημαντική γεωπολιτική δύναμη στην αρχαία Ελλάδα, μα «υπερδύναμη»; Όχι.
Και οι λόγοι για την παρακμή της είναι πολλοί, μα όλοι κινούνται γύρω από ένα πράγμα- τον συντηρητισμό και την αδυναμία για επαρκώς γρήγορη προσαρμογή/ καινοτομία. Το καλύτερο παράδειγμα είναι η ολιγανθρωπία τους, η κρίση ανθρώπινου δυναμικού που προέκυψε από την πεισματική τους απροθυμία να επεκτείνουν το καθεστώς πολιτικών δικαιωμάτων (σε σημείο όπου προτιμούσαν να απελευθερώνουν και να οπλίζουν τους δούλους τους πριν κάνουν κάτι τέτοιο) ακόμα και όταν μια τέτοια επέκταση θα ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που θα μπορούσαν να τους σώσουν, εξασφαλίζοντας έναν σταθερό πυρήνα βαρέος πεζικού με ισχυρούς δεσμούς (και ως εκ τούτου πίστη) στη διατήρηση του υπάρχοντος συστήματος.
Ο «Σπαρτιατικός μύθος»: Πώς θα τον περιγράφατε, πώς δημιουργήθηκε, από ποιον και γιατί; Ήταν οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες πίσω από αυτόν, για λόγους πολιτικής/ ψυχολογικού πολέμου, ή αποτελεί προϊόν μεταγενέστερων καιρών;
Ο Σπαρτιατικός μύθος (αυτό που αποκαλώ Μπρούντζικο Ψέμα), είναι πολύπλευρος και στηρίζεται σε πολλά μικρότερα ψεύδη, μα ο πυρήνας του είναι αυτός: Οι Σπαρτιάτες ήταν οι απόλυτοι πολεμιστές της ιστορίας, δεν υποχωρούσαν ποτέ από μια μάχη, δεν παραδίδονταν ποτέ, ήταν αδιάφθοροι και πιστοί στην πόλη- κράτος τους μέχρι θανάτου. Απεχθάνονταν τον πλούτο και την πολυτέλεια, αγαπούσαν πάνω από όλα την ελευθερία των Ελλήνων και, όπως έλεγε ο Ηρόδοτος, έκαναν το καθήκον τους και επικρατούσαν ή πέθαιναν.
Η αλήθεια είναι πως δεν γνωρίζουμε πώς δημιουργήθηκε, μα μου αρέσει πολύ η θεωρία του Τομ Χόλαντ πως, μετά την ήττα στις Θερμοπύλες, χρειαζόταν ένα αφήγημα για να ανεβάσει το ηθικό της ελληνικής συμμαχίας, προκειμένου να αποτραπεί η παράδοση άλλων ελληνικών πόλεων- κρατών στην Περσία. Σε μια προσπάθεια αποτροπής της συνθηκολόγησης, o Αθηναίος «μετρ» της επικοινωνιακής στρατηγικής, ο Θεμιστοκλής, δημιούργησε μια ιστορία όπου η καταστροφική ήττα στις Θερμοπύλες ήταν στην πραγματικότητα μια ένδοξη αποστολή αυτοκτονίας (ενώ δεν ήταν τίποτα τέτοιο!). Η ιδέα των υπερπολεμιστών που ανιδιοτελώς θυσίασαν τις ζωές τους για την Ελλάδα σίγουρα προέκυψε φυσικά από αυτή την ιστορία.
Ο μύθος παρέμεινε, και πιστεύω ότι σίγουρα η διατήρησή του εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των Σπαρτιατών (αν και δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως το έκαναν, καθώς δεν έχουμε λογοτεχνική γραφή από τη Σπάρτη- έχουμε λίγες επιγραφές). Και, όπως όλοι οι μύθοι, μεγάλωνε με τη διήγησή του, λόγω οπαδισμού από εξωτερικές πηγές (κυρίως Αθηναίους!). Ο σπαρτιατικός μύθος- πως εσύ δεν είσαι αρκετά δυνατός, αρκετά πειθαρχημένος και αρκετά ικανός, και μπορείς μόνο να γίνεις αρκετά ικανός μιμούμενος κάποια μυθική φιγούρα πέρα από τα όρια του εαυτού σου (επί της προκειμένης, τους Σπαρτιάτες) είναι μια πολύ δυνατή συνταγή, και μία που βλέπουμε να επαναλαμβάνεται στην προπαγάνδα σε πολλές χρονικές περιόδους και κουλτούρες.
Βλέπουμε τον μύθο να μεγαλώνει ανά τα χρόνια (έγραψα ένα ολόκληρο άρθρο για την ιστορία του μύθου στο New Republic), μα στα αλήθεια πήρε τα πάνω του από την επιτυχία στην ποπ κουλτούρα που σημείωσε το κόμικ «300» του Φρανκ Μίλερ το 1998 και η ομώνυμη ταινία του Ζακ Ζνάινερ το 2006.
Χρησιμοποιείτε αρκετά έντονη γλώσσα στα άρθρα σας («Το σπαρτιατικό φετίχ αποτελεί πολιτιστικό καρκίνο»). Υποστηρίζετε πως η λακωνοφιλία είναι δημοφιλής στην «εναλλακτική δεξιά» (alt-right) και ότι αυτό ίσως ισχύει σε πολλές περιπτώσεις, μα δεν νομίζετε πως το «πολιτιστικός καρκίνος» είναι πολύ βαρύς όρος (στα όρια της δαιμονοποίησης) για να χρησιμοποιήσει κανείς ως προς τη χρήση της αγάπης για μια αρχαία κουλτούρα προκειμένου να εξυπηρετηθεί ένα αφήγημα; Αν μιλούσαμε για την άλλη πλευρά (τα ακραία αριστερά κινήματα), πιστεύετε ότι υπάρχει κάτι ανάλογο εκεί;
Δεν έδωσα εγώ τον τίτλο στο άρθρο- η επιλογή έγινε από τον αρχισυντάκτη στο The New Republic. Μα συμφωνώ στο ότι η έννοια δεν απέχει πολύ. Η «λεοντοποίηση» των αρχαίων Σπαρτιατών από τα πιο ακραία στοιχεία της ακροδεξιάς (δεν μιλάμε για λογικούς συντηρητικούς, μιλάμε για βίαιους εξτρεμιστές όπως η Χρυσή Αυγή, η Alleanza Nazionale, η Generation Identitaire, οι Oathkeepers, οι Proud Boys κ.α.) έχει αξιοποιηθεί ως ένα ισχυρό σύμβολο διέγερσης, και οι επιπτώσεις αυτού είναι απολύτως επιβλαβείς. Μεγάλο μέρος αυτής της εικόνας της Σπάρτης έχει χρησιμοποιηθεί για να εξυπηρετήσει ειδικότερα το αφήγημα των Θερμοπυλών ως «Ανατολής εναντίον Δύσης» - αριθμητικά λιγότεροι και καταπονημένοι λευκοί που κρατούν κλειστές τις πύλες της Ευρώπης απέναντι σε μια ορδή από μελαμψούς μετανάστες. Η εικόνα αυτή είναι απόλυτα ρατσιστική και δεν έχω κανένα πρόβλημα να την χαρακτηρίζω καρκίνο. Ωστόσο έχετε δίκιο ως προς το ότι η γλώσσα αυτή είναι εμπρηστική, και δε μου αρέσει που ο εμπρηστικός της χαρακτήρας αποσπά την προσοχή από τον στόχο μου, που είναι να κάνω τους ανθρώπους να σκεφτούν ποιοι ήταν στα αλήθεια οι Σπαρτιάτες.
Και έχετε δίκιο και ως προς την άλλο θέμα- η «identitarian» και εμμονική με κάθε είδους παράπονο και την «κουλτούρα ακύρωσης» (cancel-culture) αριστερά έχει προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει τη δουλειά μου ως σφυρί για να επιτεθεί προς τη δεξιά- προσπαθώντας να παρουσιάσει τους Σπαρτιάτες ως τους κακούς της ιστορίας, και να οικειοποιηθεί το Μπρούντζινο Ψέμα ως απόδειξη πως οι δεξιοί είναι ανόητοι που εμπνέονται από αυτούς.
Δεν το θέλω καθόλου αυτό- και πάλι, ο στόχος μου είναι να πω την αλήθεια για τους Σπαρτιάτες. Να παρουσιάσω εξίσου τα ελαττώματά τους και τον ηρωισμό τους. Να τους δείξω ως ανθρώπους. Ζούμε σε μια εποχή όπου o διάλογος πετάγεται στα σκουπίδια, όπου η κακία στο Twitter έχει αντικαταστήσει τη συζήτηση και δεν υπάρχει μέση οδός/ περιθώριο συμβιβασμού σε τίποτα. Το μισώ αυτό όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, και πραγματικά, πραγματικά δεν θα ήθελα η δουλειά μου να είναι μέρος αυτού, με κανέναν τρόπο.
Προηγούμενα άρθρα σας έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στην Ελλάδα: Τον Μάρτιο του 2020 ο δήμαρχος της Σπάρτης, Πέτρος Δούκας, έδωσε μια απάντηση σε άρθρο σας...
Το γνωρίζω πολύ καλά. Μου ράγισε την καρδιά, πραγματικά, επειδή φαίνεται ξεκάθαρα πως νομίζει ότι μισώ τους Σπαρτιάτες, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Γράφοντας αυτό το βιβλίο, αγάπησα τη Σπάρτη, την πραγματική Σπάρτη, και είναι αυτή η ιστορία που προσπαθώ να διηγηθώ. Ας απαντήσω αναλυτικά σε αυτά που λέει.
Ως προς τη θέση πως οι νόμοι του Λυκούργου προορίζονταν να εξασφαλίσουν την ελευθερία και όχι την ηγεμονία και ότι οι Σπαρτιάτες ήταν πολύ συντηρητικοί για να επιδιώξουν την ηγεμονία, καθώς και ότι η σπαρτιατική αγωγή είχε σκοπό την προάσπιση της ελευθερίας και όχι την κατάκτηση: Αυτά απλά δεν είναι αλήθεια. Για αρχή, ο Λυκούργος ήταν σχεδόν σίγουρα μύθος, και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε κατά πόσον οι νόμοι του υπήρξαν στα αλήθεια ή αν ήταν πραγματικά έτσι όπως γενικότερα πιστεύεται πως ήταν- σε μεγάλο βαθμό βασιζόμαστε στις περιγραφές από τον Πλούταρχο, που γράφτηκαν αιώνες μετά. Όπως ανέφερα προηγουμένως, υπάρχουν κάποια στοιχεία πως τα περί Λυκούργου και των νόμων του εφευρέθηκαν κατά την Ελληνιστική Περίοδο από τον Άγι τον Δ′ και τον Κλεομένη τον Γ′ (ή και τους δύο) για να προσπαθήσουν να δικαιολογήσουν τα πραξικοπήματά τους - «ορίστε, φέρνουμε πίσω το παλιό, καλό σύστημα»- ενώ αυτό που έκαναν στην πραγματικότητα ήταν να δημιουργούν ένα νέο πολίτευμα.
Ως προς το ότι οι περισσότερες άλλες πόλεις θεωρούσαν τους Σπαρτιάτες «ελευθερωτές», απέναντι στους Αθηναίους και τους Πέρσες: Τα στοιχεία απλά δεν το υποστηρίζουν αυτό. Είμαι βέβαιος πως κάποιες ελληνικές πόλεις είχαν αυτή την αντίληψη, μα η αλήθεια είναι πως οι πόλεις- κράτη ήταν γεμάτες με διαφορετικά κόμματα/ παρατάξεις, και το αν καλωσόριζαν τους Σπαρτιάτες ως ελευθερωτές ή καταπιεστές είχε να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το εκάστοτε συμφέρον. Η κατάληψη της Καδμείας στη Θήβα από τους Σπαρτιάτες το 382 πΧ ήταν κατόπιν καλέσματος από τον Λεοντιάδη, που ήταν αρχηγός της ολιγαρχικής, φιλοσπαρτιατικής παράταξης στη Θήβα. Αλλά υπήρχε επίσης και μια αντισπαρτιατική ολιγαρχική παράταξη στη Θήβα, η οποία εξοντώθηκε. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις- κράτη ήταν διχασμένες με παρόμοιο τρόπο, οπότε το να λέμε ότι οι Σπαρτιάτες ομόφωνα καλωσορίζονταν ή ήταν μισητοί αποτελεί υπεραπλούστευση.
Όσον αφορά στο ότι, μετά τη νίκη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο ο Λύσανδρος αντιστάθηκε στις εκκλήσεις συμμάχων για καταστροφή της Αθήνας και ότι αυτό δείχνει την εντιμότητα και ηθική των Σπαρτιατών: Είναι αλήθεια πως ο Λύσανδρος αντιστάθηκε στις εκκλήσεις για καταστροφή της Αθήνας, μα δεν έχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι το έκανε για λόγους ηθικής ή τιμής και όχι συμφέροντος. Ο Λύσανδρος ήταν ένας πολύπλοκος άνδρας. Μπορεί να το έκανε εν μέρει για λόγους τιμής/ εντιμότητας, μα δεν μπορούμε να ξέρουμε γιατί έκανε τις επιλογές που έκανε, ούτε κατά πόσον ήταν η σπαρτιατική αντίληψη περί τιμής και ηθικής που τον οδήγησαν να ταχθεί υπέρ της διάσωσης της Αθήνας. Ο Κλεομένης ο Α′ ήταν το ίδιο Σπαρτιάτης με τον Λύσανδρο, μα δεν είχε κανένα πρόβλημα να κάψει το ιερό άλσος του Άργους, μαζί με τους Αργείους που είχαν καταφύγει εκεί. Ήταν και αυτό μήπως παράδειγμα της σπαρτιατικής ηθικής και τιμής; Οι άνθρωποι είναι άτομα, ξεχωριστές προσωπικότητες και έτσι πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν.
Ως προς το ότι οι Σπαρτιάτες βασιλιάδες δεν απέφευγαν να πολεμούν στην πρώτη γραμμή και ότι ήταν απότοκα της σπαρτιατικής αγωγής και ότι αυτό υποδεικνύει ότι το πολίτευμα της Σπάρτης ήταν αμίμητο, όπως το χαρακτηρίζει και ο Πλούταρχος: Αυτά δεν ισχύουν. Οι Σπαρτιάτες βασιλιάδες δεν περνούσαν την αγωγή. Αξιοσημείωτη εξαίρεση ήταν ο Αγησίλαος ο Β’, μα αυτός την πέρασε επειδή δεν ήταν ξεκάθαρο αν θα γινόταν βασιλιάς. Ο Πλούταρχος έγραψε αιώνες μετά τα γεγονότα που περιέγραψε και δεν προσπαθούσε να παρέχει μια ακριβή αφήγηση της ιστορίας. Έγραφε δοκίμια περί ηθικής, προσπαθώντας να επηρεάσει τον χαρακτήρα του κοινού του. Δεν έχουμε στοιχεία που να δείχνουν ότι οι Σπαρτιάτες βασιλιάδες πάντα πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή της φάλαγγας, και βασικά έχουμε στοιχεία για Σπαρτιάτες βασιλιάδες που πολεμούσαν πίσω από την πρώτη γραμμή, όπως ο Άγις στη Μαντίνεια, που ήταν πίσω για να μπορεί να δίνει εντολές.
Όσον αφορά στο ότι το πολίτευμα του Λυκούργου ήταν η πρώτη ρεπουμπλικανικού τύπου δημοκρατία στην ιστορία της ανθρωπότητας, και στην πραγματικότητα ήταν πιο δίκαιη από αυτά που ίσχυαν στην Αθήνα, καθώς οι πολίτες εκπροσωπούνταν αποτελεσματικά από τους Έφορους και τους γερουσιαστές και μπορούσαν όλοι να ψηφίζουν, ενώ στην Αθήνα οι φτωχότεροι απέκτησαν το δικαίωμα αυτό πολύ αργότερα: Εδώ συμφωνώ σε έναν βαθμό με τον κ. Δούκα. Σίγουρα μπορεί να υποστηρίξει κανείς πως το σπαρτιατικό σύστημα διακυβέρνησης ήταν το ίδιο ελεύθερο και δίκαιο με αυτό της Αθήνας. Μα το να το χαρακτηρίζουμε την «πρώτη ρεπουμπλικανικού τύπου δημοκρατία στην ιστορία της ανθρωπότητας» είναι αβάσιμο. Ακόμα και αν αυτό το εύσημο μπορούσε να αποδοθεί στη Σπάρτη (και δεν ξέρουμε αν μπορεί), το καλύτερο που θα μπορούσαμε να πούμε είναι πως ήταν η πρώτη τιμοκρατική ολιγαρχία (δικαίωμα ψήφου δινόταν μόνο στους πλουσιότερους πολίτες, αυτούς που ανήκαν στην ελίτ, όπως καθοριζόταν από τον πλούτο) στην ανθρώπινη ιστορία.
Ως προς το ότι ο Αριστοτέλης λέει ότι το σπαρτιατικό πολίτευμα ήταν έτσι έτσι φτιαγμένο που καμία κοινωνική τάξη δεν ήθελε να το ανατρέψει και για αυτό αποδείχτηκε σταθερό και άντεξε για 600 χρόνια: Λάθος. Οι είλωτες και οι υπομείωνες το μισούσαν και ήθελαν να το ανατρέψουν, και προσπάθησαν πολλές φορές να το κάνουν. Αυτό ακριβώς ήταν ο Τρίτος Μεσσηνιακός Πόλεμος: Μια βίαιη προσπάθεια ανατροπής του σπαρτιατικού πολιτεύματος το 464 π.Χ. Το σπαρτιατικό πολίτευμα αποδείχτηκε σταθερό, ναι, μα μόνο λόγω μιας ανελέητης επιμονής και αφοσίωσης στην καταπίεση των ειλώτων, των περιοίκων και οποιουδήποτε άλλου πέρα από τον κύκλο της ελίτ των Σπαρτιατιών. Και ακόμα και αυτή η «σταθερότητα» προδίδει τη μεγάλη εξέλιξη – την άρνηση να επιτρέπεται και στους δύο βασιλιάδες να εκστρατεύουν μαζί, την αργή χειραφέτηση των ειλώτων ως νεοδαμώδεις, τις μεταρρυθμίσεις του Άγι του Δ′ και του Κλεομένη του Γ′ για τους οποίους μιλήσαμε προηγουμένως. Η Σπάρτη άλλαζε με αργούς ρυθμούς, μα άλλαζε.
Όσον αφορά στο ότι οι περισσότεροι αρχαίοι Έλληνες θαύμαζαν το σπαρτιατικό πολίτευμα και ότι οι Ρωμαίοι δανείστηκαν πολλά από τα στοιχεία του: Είναι αλήθεια πως πολλοί Έλληνες εκτιμούσαν το σπαρτιατικό πολίτευμα. Μα πολλοί ήταν και οι Έλληνες που του έβρισκαν ελαττώματα. Μπορώ με μεγάλη ευκολία να δω τους φιλέλληνες Ρωμαίους να υιοθετούν πολλά ελληνικά ιδεώδη και πολιτικές νόρμες, μα δυσκολεύομαι να δω ποια από αυτά προέρχονταν συγκεκριμένα από τη Σπάρτη.
Σχετικά με τη θέση πως η πραγματική εξουσία στη Σπάρτη ήταν πολιτική και όχι στρατοκρατική, καθώς την είχαν οι Έφοροι και οι γερουσιαστές: Εδώ ναι, συμφωνώ απόλυτα. Και επικροτώ τον Πέτρο Δούκα που με βοηθά να καταρρίψω τον μύθο της σπαρτιατικής στρατοκρατίας. Ήταν η αφοσίωσή τους στην ήπια ισχύ, και η επιδέξια χρήση διαπραγματεύσεων, διπλωματίας και ακόμη και δωροδοκιών και προδοσιών όπου βλέπουμε την πολιτική τους ισχύ να ασκείται καλύτερα.
Μιλώντας προσωπικά, και με τον κίνδυνο να περάσω στη σφαίρα του οπαδισμού ή του φιλίστορα, είμαι της άποψης πως, πέρα από τους Σπαρτιάτες, τους Αθηναίους κλπ, αυτό που αποδείχθηκε πέραν από κάθε αμφιβολία ήταν πως καμία δύναμη του αρχαίου ελληνικού κόσμου δεν μπορούσε να φτάσει την πολεμική μηχανή που δημιούργησε ο Φίλιππος ο Β′ και τελειοποίησε/ χρησιμοποίησε ο Αλέξανδρος. Αυτό ήταν το απότοκο μας, ας την πούμε έτσι, «διανοητικής κληρονομιάς», μιας «γραμμής» πολιτικού και στρατιωτικού τρόπου σκέψης που άρχισε με τον Επαμεινώνδα της Θήβας (έχει χαρακτηριστεί ως άριστος των Ελλήνων), συνέχισε με τον Φίλιππο τον Β′ και οδήγησε στην άνοδο του Αλέξανδρου και της Ελληνιστικής Περιόδου. Πώς συγκρίνεται με αυτή τη «διανοητική κληρονομιά/ τρόπο σκέψης» το σπαρτιατικό σύστημα/ πολίτευμα και η σπαρτιατική υψηλή στρατηγική; Θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερα επιτεύγματα; Σκέφτομαι κυρίως τον Αγησίλαο τον Β′ στη Μικρά Ασία, ή τον Αρχίδαμο τον Β′ που προσπάθησε να αποτρέψει τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, και, φυσικά, τους προαναφερθέντες μεταρρυθμιστές.
Αυτό αποδεικνύει τη θέση μου σχετικά με την ταχύτητα της καινοτομίας. Ο καιρός που πέρασε ο Φίλιππος ως όμηρος στη Θήβα του επέτρεψε να (ανα)συνθέσει τις καινοτομίες των Θηβαίων (και εδώ δεν μπορούμε να ξεχνάμε την επιρροή του Αθηναίου Ιφικράτη, που μπορεί να επηρέασε τον εξοπλισμό του μακεδονικού πεζικού και την ανάπτυξη των σαρισοφόρων που θα πήγαιναν τον Αλέξανδρο στην Ασία) και ήταν σε θέση να τις θέσει σε εφαρμογή ως εθνική πολιτική αρκετά γρήγορα για να παίξουν ρόλο ως προς τη δυνατότητα της Μακεδονίας να επιβληθεί στους αντιπάλους της στην υπόλοιπη Ελλάδα, Ιλλυρία και Θράκη (αν και χρειάστηκε πρώτα να πάρει κάποια μαθήματα- ο Φίλιππος είχε και αυτός τις ήττες του, όπως στον Τρίτο Ιερό Πόλεμο απέναντι στους Φωκείς!). Ωστόσο το νόημα εδώ είναι πως η ταχύτητα των αλλαγών ήταν τέτοια που οι Μακεδόνες είχαν τον χρόνο να πάρουν μαθήματα από τις ήττες τους και να επικρατήσουν.
Οι Σπαρτιάτες σίγουρα καινοτομούσαν και προσαρμόζονταν. Δεν μπορεί κανείς να διαβάζει την περιγραφή του Θουκυδίδη για το πώς ο Αρχίδαμος πολιόρκησε τις Πλαταιές ή το πώς ο Αγησίλαος υιοθέτησε τακτικές ιππικού που έμαθε στην Περσία και να λέει ότι οι Σπαρτιάτες ήταν απόλυτα στατικοί. Μα οι πηγές συνθέτουν την εικόνα μιας βαθιά συντηρητικής κουλτούρας που άλλαζε βραδύτερα από τους ανταγωνιστές της. Και ήταν αυτή η έλλειψη ταχύτητας που εν τέλει τους εμπόδισε να είναι πιο επιτυχείς απέναντι στους πιο ευέλικτους αντιπάλους τους.
Θα μπορούσε μια πιο ευέλικτη και καινοτόμα Σπάρτη, μια Σπάρτη πιο πρόθυμη να αγκαλιάσει τις γοργές αλλαγές, να είναι πιο επιτυχής; Φυσικά, μα τότε δεν θα ήταν η Σπάρτη. Αυτή η δέσμευση στον πολιτιστικό πυρήνα, ακόμα και απέναντι στην κλιμάκωση της ολιγανθρωπίας, είναι μέρος αυτού που κάνει τόσο συναρπαστικούς τους Σπαρτιάτες. Αν είναι να τους κρίνουμε, πρέπει να προσπαθήσουμε να τους δούμε με τους δικούς τους όρους, όχι να τους συγκρίνουμε με τα στάνταρ των εξωτερικών παρατηρητών.
Κλείνοντας: Ποια νομίζετε ότι είναι η πραγματική κληρονομιά της Σπάρτης;
Η πραγματική κληρονομιά της Σπάρτης είναι μια ανθρώπινη κληρονομιά. Βρίσκονταν στον αμείλικτο μέσο όρο, όχι καλύτεροι και σίγουρα όχι χειρότεροι από οποιονδήποτε άλλον. Και είναι αυτά τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους που τους κάνουν τόσο συναρπαστικούς και άξιους μελέτης. Είναι αδύνατον να ταυτίζεσαι με μπρούντζινα αγάλματα που δεν αναπνέουν ή αιμορραγούν. Μα, ευτυχώς, οι Σπαρτιάτες ήταν ανθρώπινα όντα με εντελώς ανθρώπινα ελαττώματα, με τα οποία μπορεί κανείς να βρει κοινά. Συνδεόμενοι με την πραγματικότητά τους με ειλικρίνεια, δίνουμε στους εαυτούς μας την ευκαιρία να εμπνευστούμε από τους πραγματικά ένδοξους θριάμβους τους και το απίστευτο κοινωνικό πείραμα που ανέλαβαν (όσα κατανοούμε από αυτό, γιατί, όσο ομιχλώδης και αν είναι η αλήθεια για το «Λυκούργειο» πολίτευμα, αυτά που όντως γνωρίζουμε είναι απίστευτα εντυπωσιακά).
Η κληρονομιά της Σπάρτης είναι αυτή: Είναι με το να προσπαθούμε και να αποτυγχάνουμε και να προσπαθούμε ξανά που γινόμαστε πραγματικά ήρωες.