Μετά την απώλεια των δύο νέων αξιωματικών με το Φάντομ έγινε ευρέως γνωστή η φράση που ο ένας είχε πει στον πατέρα του όταν εκείνος τόν ρώτησε για τον μισθό του: «Πατέρα, η Ελλάδα δεν μού χρωστάει, εγώ χρωστάω στην Ελλάδα μου» (δες και το σημαντικό άρθρο).
Τι τής χρωστούσε άραγε; Και ποιος είναι αυτός που χαλάει τη συνταγή της κοινωνίας μας; Είδαμε και πάθαμε να τήν εδραιώσουμε!
Τα τελευταία 50 χρόνια έχουμε όλοι συνηθίσει την εικόνα των αδιάκοπων κοινωνικών διεκδικήσεων. Υπήρχαν δεκαετίες ολόκληρες κατά τις οποίες αρκούσε μια κοινωνική τάξη να ζητήσει ένα επίδομα το οποίο λάμβανε μια άλλη, παρεμφερής (ή και όχι), κοινωνική τάξη ώστε το «πολιτικό κόστος» να επιδικάσει αμέσως το επίδομα και σ’ αυτούς.
Εν τω μεταξύ την τελευταία δεκαετία το τοπίο έγινε μεταμοντέρνο. Η νοοτροπία που σταθερά διαβρώνει το κοινωνικό σώμα, ιδίως τα νεότερα μέλη του, είναι πως η πολιτεία χρωστάει την ικανοποίηση κάθε ατομικού και συλλογικού αιτήματος. Οι συμβουλές που παρέχονται από «ειδικούς» (με ή χωρίς εισαγωγικά) σε ιστότοπους ποικίλης ύλης πάνω σε προσωπικά προβλήματα, κατά κανόνα αποδέχονται και επικυρώνουν κάθε διαπροσωπική επιλογή. Έχεις δικαίωμα και κανείς δεν μπορεί να σού τό στερήσει.
Ο εαυτός ολοένα θωρακίζεται απέναντι σε όλους τους άλλους. Ένας νέος εγωισμός γεννιέται, σύμφωνα με τον οποίο ο καθένας δικαιούται να αυτοκαθορίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε οι άλλοι να καθίστανται πολύ εύκολα ενοχλητικοί. «Εγώ είμαι αυτός που θέλω να είμαι και με ποιο δικαίωμα τό αμφισβητείς;» αποτελεί το μότο όσων φαντασιώνονται ότι ξαναδημιουργούν τον κόσμο και την ιστορία από την αρχή, από μηδενική βάση, απαιτώντας από όσους διατυπώνουν ενστάσεις ηθικού χαρακτήρα «να βγάλουν τον σκασμό».
Στο μετανεωτερικό τοπίο έχουν εξασθενήσει οι «τάξεις» και έχουν εμφανιστεί οι «φυλές». Η νεωτερική κληρονομιά των ανθρωπίνων, αλλά και των πολιτικών, δικαιωμάτων λαφυραγωγείται, προκειμένου να λειτουργήσει ως ψυχολογική σκαλωσιά για τις νέου τύπου διεκδικήσεις. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια λοιδορούνται η ηθική ως ασφυκτικά στερεότυπα, η θρησκευτική πίστη ως φανατισμός, το έθνος και το κράτος ως πανούκλα. Η διάθεση χαλάει όταν ο καφές δεν είναι ακριβώς όπως τόν παραγγείλαμε, ενώ παράλληλα σπεύδουμε να αποκτήσουμε ένα καλύτερο κινητό χωρίς να τό χρειαζόμαστε. Στην ερώτηση «αυτόν τον καιρό έχεις σχέση;» ή «τά έχετε;» αρχίζει να γίνεται δημοφιλής η απάντηση «μέ περιορίζεις, γιατί πρέπει να δώσω ένα όνομα σε αυτό που κάνω/νοιώθω;». Άραγε, ποια άβυσσος χωρίζει τα σύμπαντα όσων κραυγάζουν (με φωνές και με πανό) «στον διάολο η Ελλάδα για να ζήσουμε εμείς» και των νεαρών πιλότων που αισθάνονται ότι χρωστούν στην Ελλάδα;
Ξέρετε ποιο είναι το σημείο-κλειδί; Ότι η πρώτη «φυλή» απαιτεί από την δεύτερη να είναι εκεί και να πράττει ό,τι εκπαιδεύθηκε να κάνει, διαφορετικά οι άλλοι αδυνατούν να υπάρξουν! Θα ήταν γελοίο αν δεν ήταν τραγικό…
Για να έχουν ορισμένοι την πολυτέλεια να μισούν τη χώρα τους, ή να παίρνουν κόκα στις αυτάρεσκες συναθροίσεις με τους ομοίους τους, ή να εξερευνούν (ναι, αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποιούν) την σεξουαλικότητά τους, ή να πολυπραγμονούν για τον ατέλειωτη λίστα των διαπροσωπικών «δικαιωμάτων» τους, ή να απολαμβάνουν το καθεστώς του αιώνιου και επιχορηγούμενου φοιτητή κτλ, απαιτείται κάποιοι να πετάνε ριψοκίνδυνα με πολεμικά αεροσκάφη, ή να ξενυχτούν στα σύνορα μέσα στο κρύο, ή να περιπολούν με φουσκωτά στα κύματα, ή να εφημερεύουν στα επείγοντα των νοσοκομείων. Και αυτά όλα να τά επιχειρούν με χαμηλούς μισθούς, αφού αν έπαιρναν διπλάσιους δεν θα υπήρχαν αρκετά χρήματα και θα έπρεπε να μειωθούν οι συντάξεις των γονέων των «φυλών» εκείνων που θα σκότωναν για τα δικαιώματά τους, συντάξεις οι οποίες τούς εξασφαλίζουν το χαρτζιλίκι τους.
Φυσικά κάποιοι θα πρέπει να βγαίνουν μπροστά ώστε ο καθένας από όσους είμαστε πίσω να είναι σε θέση να ζη τη ζωή του. Προφανώς δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, μόνο που η ανισότητα αυτή θα έπρεπε να μάς κάνει πιο ταπεινούς και πιο ευγνώμονες. Αυτές οι δύο αρετές, όμως, είναι άγνωστες στο μεταμοντέρνο σύμπαν, ικανές να καταστήσουν περίγελο εκείνον που θα τίς προφέρει.
Το παιγνίδι είναι σημαδεμένο, μονά-ζυγά δικά τους. Τα σκαλοπάτια προς τον πάτο έχουν ξεκάθαρη σειρά: α) οι δικές τους επιλογές είναι αδιαπραγμάτευτες, β) για να υλοποιηθούν, κάποιοι πρέπει να «φυλάνε τσίλιες», γ) μέρος της συνθήκης αξιοπρεπούς συγκρότησης του εαυτού είναι να βρίζουν όσους φυλάνε «τσίλιες», ή έστω να τούς περιφρονούν. Διότι σε αυτές τις «φυλές» ανθίζει η υπεροψία απέναντι στους παλιομοδίτικους πατριώτες.
Προσωπικότητες σαν εκείνη που ξεστόμισε την αρχική φράση περί χρέους (του οποίου η σεμνότητα περιγράφηκε από τους επικήδειους των γονέων του) μάς είναι πολύτιμες διότι αποδομούν το στερεότυπο «ή αντιεξουσιαστής ή χρυσαυγίτης». Ο φασισμός δεν αποτελεί τη μόνη εναλλακτική απέναντι στον αποδιοργανωτικό δικαιωματισμό, όπως πασχίζουν κάποιοι να διαδώσουν. Με τέτοια τεχνητά διλήμματα κατάφεραν να καταστήσουν αυτονόητο πλέον ότι όποιος κρατά ή αναρτά Ελληνική σημαία είναι ή «ψεκασμένος» ή χρυσαυγίτης.
Και οι μεν «φυλές» είναι αυτό που οι ίδιες θέλουν να είναι. Αλλά ο Τύπος, έντυπος και ηλεκτρονικός; Δεν βλέπει ότι, με το να τίς κολακεύει αποδυναμώνει την κοινωνική συνοχή και διαλύει κάθε συλλογικό νόημα; Πόσο ειρωνικό, και τραγικό συνάμα, να φιλοξενούνται σε διπλανές στήλες ρεπορτάζ από τις κηδείες των πιλότων και από τα νάζια των σελέμπριτις…
Με ολοένα κατεδαφιζόμενες την οικογένεια και την παιδεία, τους δύο πυλώνες διαμόρφωσης της προσωπικότητας, και με τα ΜΜΕ όμηρους του ιδεολογήματος της «ουδετερότητας», αδυνατώ να διακρίνω χαραμάδες ελπίδας για το μέλλον. Στους πολιτισμικούς πολέμους δεν υπάρχει ουδετερότητα! Όταν εξομοιώνεις τα πάντα ως δήθεν ισότιμα, στην πραγματικότητα ενισχύεις όποιον δρα διαλυτικά και φυγόκεντρα. Απλό: ο νόμος της εντροπίας!
Οι δύο νέοι που άφησαν πίσω τους γονείς, αδέλφια, και συντρόφους, ξεπλήρωσαν ήδη πλουσιοπάροχα αυτό που ένοιωθαν ότι οφείλουν. Εμείς, με τη σειρά μας, χρωστάμε πολύ περισσότερα από μια τιμητική σύνταξη και απονομή του ανώτατου βαθμού…
Όχι ηθικολογικά, βέβαια. Με απλή λογική, όπως προσπάθησα να αναδείξω πιο πάνω.
Και όχι μόνο σε αυτούς. Κυρίως στα παιδιά μας και στις γενιές που έρχονται.