Με τα δημοσιευμένα άρθρα μου, στη HuffPost Greece, στις 26 Ιουνίου και στις 23 Νοεμβρίου του 2022, υπό τον τίτλο «Αύξηση Επιτοκίων της ΕΚΤ, Θεραπεία ή Θάνατος;» και «Παγκόσμια Αύξηση των Επιτοκίων. Ποιους προστατεύει;», αντιστοίχως, περιέγραψα τα επαπειλούμενα δεινά σε βάρος της Ευρωπαϊκής Οικονομίας και των Ευρωπαϊκών Κοινωνιών, εξαιτίας της ανορθολογικής επιλογής υπέρ της αύξησης των τραπεζικών επιτοκίων, σε καιρούς οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας, αντί της «φυγής προς τα εμπρός».
Αυτό σημαίνει την εφαρμογή μιας Πανευρωπαϊκής Αναπτυξιακής και Επενδυτικής Πολιτικής, με στόχο την αντιμετώπιση των συνεπειών της εξελισσόμενης αποδόμησης του σημερινού μοντέλου της Παγκοσμιοποίησης, την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της Γηραιάς Ηπείρου, και την κατά το δυνατόν, ταχύτερη δημιουργία των απαραίτητων υποδομών και προϋποθέσεων, για την επιτυχημένη είσοδό της στην εποχή της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης.
Δυστυχώς, όμως, παρόλες τις σαφείς προειδοποιήσεις και παραδοχές, διακεκριμένων παγκοσμίως οικονομολόγων, αλλά και υψηλόβαθμων στελεχών της ΕΚΤ, η συνεχιζόμενη με αυξανόμενη ένταση αύξηση των επιτοκίων των Κεντρικών Τραπεζών σε Ευρώπη και ΗΠΑ προκάλεσε τα πρώτα άκρως ανησυχητικά κρούσματα στο χώρο του διεθνούς χρηματοπιστωτικού τομέα.
Σχεδόν ταυτοχρόνως, η πρόβλεψη του νομπελίστα οικονομολόγου Νουριέλ Ρουμπινί, στην αρχή του τρέχοντος μηνός, για ξέσπασμα «τέλειας οικονομικής καταιγίδας», με κύρια χαρακτηριστικά τα υψηλά επιτόκια και την , εξαιτίας τους, ύφεση, επιβεβαιώθηκε από τον Πρόεδρο της FED, Τζερόμ Πάουελ, ο οποίος, εμμένοντας στην καταστροφική νομισματική πολιτική, προανήγγειλε ταχύτερη και δυναμικότερη αύξηση των επιτοκίων.
Και η έμπρακτη επιβεβαίωση, βεβαίως, δεν άργησε!
Λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα, ανακοινώθηκε η πτώχευση της τράπεζας Silicon Valley Bank, προκαλώντας, σύμφωνα με πρώτες εκτιμήσεις ζημίες άνω των 72 δισ. δολλαρίων και φόβους για παγκόσμιο τραπεζικό ντόμινο.
Οι φόβοι αυτοί ενισχύονται από την συνακόλουθη πτώχευση Signature Bank, που εδρεύσει στη Νέα Υόρκη.
Όμως, όπως μας πληροφόρησε το BLOOMBERG, το εκπληκτικότερο όλων, είναι το γεγονός, ότι η καταστροφική αυτή πολιτική συνεχίζεται, παρά το γεγονός ότι οι ζημίες, που θα προκαλέσει ακόμη και στις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες του Ευρωσυστήματος, κατά το τρέχον έτος, θα είναι δυσθεώρητες. Γεγονός που θα φέρει σε πολύ δύσκολη θέση και την ίδια την ΕΚΤ.
Το ειρωνικό στοιχείο του πράγματος είναι ότι, οι ισχυρότερες Κεντρικές Εθνικές Ευρωπαϊκές Τράπεζες είναι αυτές, που προβλέπεται να καταγράψουν τις μεγαλύτερες ζημίες.
Για παράδειγμα, οι ειδικοί , σύμφωνα πάντα με το BLOOMBERG, εκτιμούν ότι, η Γερμανική Κεντρική Τράπεζα (Bundesbank) θα καταγράψει ζημίες ύψους 26 δισ ευρώ για το 2023, η Γαλλική Κεντρική Τράπεζα 17 δισ ευρώ, η Ιταλική 9 δισ ευρώ και η Ολλανδική 5 δισ ευρώ, για το ίδιο έτος.
Το πρώτο εύλογο ερώτημα που αναφύεται είναι: «Μα πώς είναι δυνατόν να καταγράφουν ζημίες οι Κεντρικές Τράπεζες, σε σημείο μάλιστα να προκαλούν έντονη ανησυχία για το μέλλον του κοινού νομίσματος και του οικονομικού χώρου όπου αυτό χρησιμοποιείται;».
Την απάντηση τη δανείζομαι από το Δελτίο αρ. 68, της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (B.I.S.), που εκδόθηκε την 7η Φεβρουαρίου 2023 και την παραθέτω με τον απλούστερο δυνατό τρόπο:
Οι Ευρωπαϊκές Κεντρικές Εθνικές Τράπεζες, μέλη του Ευρωσυστήματος, και υποκαταστήματα, στην ουσία, της ΕΚΤ, στο πλαίσιο της υπερδεκαετούς εφαρμοσθείσας πολιτικής της ποσοτικής νομισματικής χαλαρότητας, χρηματοδότησαν τις εθνικές τους οικονομίες με πολύ χαμηλά, έως και αρνητικά, επιτόκια, αγοράζοντας κυρίως κρατικά ομόλογα (bonds).
Η παροχή ρευστότητας, μέσω δανεισμού (αγορά ομολόγων), από τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες προς τις οικονομίες της Ευρωζώνης, κατά τη διάρκεια της χρηματοοικονομικής (2008) και υγειονομικής κρίσης(2020), μεταφράζεται περίπου στο ποσό των 5 τρισεκατομμυρίων ευρώ.
Μεγάλο ποσοστό από αυτό το ποσό, λόγω επενδυτικής αδράνειας, επέστρεψε στα ταμεία της ΕΚΤ με την μορφή των Καταθέσεων.
Και εδώ ακριβώς εμφανίζεται το μεγάλο πρόβλημα!
Ενώ οι αποδόσεις των ομολόγων και των securities, που έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους οι Κεντρικές Τράπεζες, αποδίδουν υπέρ αυτών ελάχιστα ή και καθόλου, αφού τα επιτόκια δανεισμού υπήρξαν πολύ χαμηλά ή και αρνητικά, τώρα που τα ευρωπαϊκά επιτόκια ανέβηκαν θεαματικά, οι Κεντρικές Τράπεζες είναι υποχρεωμένες να καταβάλουν υπέρογκα ποσά σε τόκους καταθέσεων, οι οποίοι υπολογίζονται, σήμερα, με επιτόκιο 2,5%, περίπου.
Το αποτέλεσμα, επομένως, που θα προκύψει από την επιτοκιακή διαφορά, θα ισοδυναμεί με τις προβλεπόμενες ζημίες των Κεντρικών Τραπεζών της Ευρωζώνης, που εάν αποδειχθούν επαναλαμβανόμενες, είναι δυνατόν να απειλήσουν ακόμη και την σταθερότητα της ίδιας της ΕΚΤ.
H ζημιογόνος διαδικασία σε βάρος των Κεντρικών Τραπεζών, εξελίσσεται και στο σκέλος της άντλησης ρευστότητας από τις αγορές, αφού, κατ’ επιλογή της ΕΚΤ, είναι υποχρεωμένες να δανείζονται με πολύ ακριβότερο επιτόκιο, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τις αποδόσεις του δικού τους χαρτοφυλακίου.
Ευλόγως, λοιπόν, προκύπτει και δεύτερο ερώτημα: «Μέχρι πότε ο φαύλος κύκλος των ζημιών θα ταλαιπωρεί το Ευρωσύστημα και με ποιο τρόπο είναι δυνατόν να απεγκλωβισθεί, χωρίς να κινδυνεύσει;»
Η πιο απλουστευμένη και ευκταία απάντηση θα ήταν: «Κατάργηση της πολιτικής των υψηλών επιτοκίων, χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, επιστροφή στην ανάπτυξη, αύξηση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, επιτυχής αντιμετώπιση των ανατιμήσεων, λόγω της ενεργειακής κρίσης και της διατάραξης της εφοδιαστικής αλυσίδας, και ενίσχυση της παραγωγικότητας της Ευρώπης.»
Μια τέτοια εξέλιξη, όμως, δεν διαφαίνεται στον Ευρωπαϊκό οικονομικό και πολιτικό ορίζοντα.
Την εναλλακτική απάντηση τη δανείζομαι και πάλι από το Δελτίο αρ. 68/ 07/02/2023 της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών.
Έχοντας σαν δεδομένο, ότι οι Κεντρικές Τράπεζες, χάρη στην τρέχουσα νομοθεσία και στη δυνατότητα χρηματοδότησής τους από τους φορολογουμένους πολίτες, δεν χρεωκοπούν και δεν αναστέλλουν τη λειτουργία τους, η πιο πιθανή λύση είναι η εξής:
«Μετακύλιση των ζημιών σε επόμενες χρήσεις, μέχρι να εκτονωθεί, σταδιακά, η πίεση των λιμναζόντων καταθέσεων, σε συνδυασμό με παράλληλες ενέσεις ρευστότητας μέσω φορολόγησης νομικών και φυσικών προσώπων.»
Το μόνο σίγουρο, όμως, είναι ότι, η εφαρμογή της ανωτέρω «συνταγής», εκτός από την «υποχρεωτική» διάσωση των Κεντρικών Τραπεζών, θα επισπεύσει την υφεσιακή πορεία των οικονομιών της Ευρωζώνης, που εκτός όλων των άλλων θα επιβαρυνθούν και με μία εντελώς αχρείαστη φορολογική αφαίμαξη και θα υποστούν μια εντελώς περιττή θυσία στο όνομα μιας αδιέξοδης νομισματικής πολιτικής.
Έτερο σενάριο διάσωσής τους θα μπορούσε να αποτελέσει η άντληση δανειακών κεφαλαίων, γεγονός, όμως, που θα διακύβευε την ανεξαρτησία τους και εξ’ αυτού καθίσταται αυτομάτως προβληματικό.
Καταλήγοντας: Όσο ανορθολογικό είναι το να υποχρεώσουμε έναν αθλητή σε απεργία πείνας λίγες μέρες πριν να αγωνισθεί, ακόμη ανορθολογικότερο είναι να καταδικάσουμε σε ύφεση μία από τις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη τη στιγμή μάλιστα, που ο παγκόσμιος ανταγωνισμός για μια κυρίαρχη θέση στη νέα εποχή της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης κορυφώνεται.
Ο νοών, νοείτω…